Περιγράφοντας παραδείγματα αυτού που στην εποχή του εθεωρείτο (αλλά δυστυχώς ακόμη και σήμερα από πολλούς θεωρείται) ως βιολογική «ανωμαλία», ο J. B. Robinet παρατηρούσε στο βιβλίο του Considérations philosophiques sur la gradation naturelle des formes de l’ être (1768):
Πρέπει να θεωρούμε ότι οι φαινομενικά πιο αλλόκοτες μορφές… ανήκουν αναγκαστικά και ουσιαστικά στον συμπαντικό σχεδιασμό του είναι· ότι συνιστούν μεταμορφώσεις του πρωτότυπου το ίδιο φυσιολογικές όσο και οι άλλες, ακόμη και αν μας εμφανίζουν διαφορετικές φαινομενικές εκφάνσεις του…· ότι, αντί να διαταράσσουν την τάξη των πραγμάτων, απεναντίας συμβάλλουν σ’ αυτήν
O Robinet δεν έγραφε από την οπτική μίας υποτιθέμενης, άνωθεν υπαγορευόμενης «πολιτικής ορθότητας» σαν αυτήν που συχνά και εκ του ασφαλούς υιοθετείται (ή με υποκρισία, ενίοτε, χρησιμοποιείται ως ηθικό/ιδεολογικό άλλοθι που κάποτε εξυπηρετεί την προσωπική αυτοπροβολή, μάλλον, παρά ουσιαστικά κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα) από διανοούμενους ή έχοντες πρόσβαση στον δημόσιο λόγο, πολιτικούς, δημοσιογράφους, πανεπιστημιακούς, κ.ά. Εν αντιθέσει με κάποιους εκπροσώπους της τελευταίας αυτής κάστας, οι οποίοι ενίοτε οικειοποιούνται ρητορικά σχήματα ενός τέτοιου απενοχοποιητικού λόγου (discourse), ενώ, ταυτόχρονα, υπερασπίζονται το status quo δομών εξουσίας στους μικρόκοσμους όπου κινούνται ως φορείς δύναμης, ο Robinet φαίνεται να αρθρώνει μία αυθεντική προβληματική σχετικά με ταξινομικά και άλλα στερεότυπα. Η έμφασή του στην ρευστότητα, σε δημιουργικές διασταυρώσεις διαφορετικών, ακόμη και αντιθετικών κατηγοριών, στην οντολογική κινητικότητα και επιστημολογική δεκτικότητα – που, παρεμπιπτόντως, φαίνεται να είναι σε αντίθεση προς την ουσιοκρατική του πίστη σε ένα «συμπαντικό σχέδιο» – βρίσκει ορισμένα ενδιαφέροντα παράλληλα σε προμοντέρνες κοινωνίες.
Ενα, ομολογουμένως ασύνηθες και κραυγαλέο, παράδειγμα θα ήταν αρκετό για να στηρίξει αυτή την διαπίστωση: στην βυζαντινή θρησκευτική παράδοση ένα αξιοπερίεργο υβριδικό ον λατρευόταν (και συνεχίζει να λατρεύεται μέχρι σήμερα) ως άγιος. Πρόκειται για τον Αγιο Χριστόφορο τον Κυνοκέφαλο, που στο λαϊκό φαντασιακό ήταν άνθρωπος με κεφάλι σκύλου. Σε παραστάσεις του (μάλλον ήδη από τον 6ο αι.) ο συγκεκριμένος άγιος πράγματι εικονίζεται κάποτε ως κυνοκέφαλος, θυμίζοντας αντίστοιχα πλάσματα από την αρχαία αιγυπτιακή ή ελληνική παράδοση. Η τολμηρή και αλλόκοτη αυτή αφομοίωση περιθωριακών και δύσκολα ταξινομήσιμων υπολειμμάτων του παγανιστικού φαντασιακού σε ένα κατά τα άλλα αυστηρό θρησκευτικό σύστημα φανερώνεται ως ακόμη πιο αξιοσημείωτη, αν αναλογισθεί κανείς τους ετυμολογικούς και λαϊκούς θρησκευτικούς συσχετισμούς του ονόματος του εν λόγω αγίου: «Χριστόφορος=ο φέρων τον Χριστόν». Ο κατεξοχήν «φέρων» τον Χριστό, τον ιδρυτή της συγκεκριμένης θρησκευτικής παράδοσης, ταυτίζεται, λοιπόν, στο λαϊκό φαντασιακό, ως μία «τερατώδης» μορφή που συνενώνει τρία διαφορετικά οντολογικά επίπεδα: το ζωικό βασίλειο, την ανθρωπότητα και τον κόσμο των αγίων. Μολονότι το συγκεκριμένο αυτό παράδειγμα σε καμία περίπτωση δεν λύει τις όποιες «αμαρτίες» μπορεί να έχουν διαπραχθεί στο όνομα της συγκεκριμένης πολιτισμικής και θρησκευτικής παράδοσης, καταδεικνύει, εν τούτοις, την πολυπλοκότητα και «ανοικτότητα» ταξινομικών και ιδεολογικών συστημάτων αναπαράστασης σε προμοντέρνες κοινωνίες, τόσο στο φαντασιακό όσο και στο πραγματικό επίπεδο, και μπορεί να συμβάλει, πιθανόν, σε μία αναγκαία, κατά την γνώμη μου, κριτική αποστασιοποίηση των (μετα)μοντέρνων εαυτών μας από την δική μας, συχνά ναρκισσιστική αξιολόγηση σύγχρονων κοινωνικοπολιτικών αξιών και συστημάτων εξουσίας.
Ηγεμονικές (ηθικές, νομικές, πολιτικές κ.ά.) απόψεις και εφαρμογές κανόνων πολυπολιτισμικότητας και ανθρώπινων δικαιωμάτων συχνά βασίζονται (και επομένως, έστω και ασυνείδητα, αναπαράγουν και διαιωνίζουν) απόλυτες ταξινομικές διακρίσεις και διαχωρισμούς: τα άτομα αναμένεται (ουσιαστικά εξαναγκάζονται) να ταυτίζονται με μία μόνο, σαφώς προσδιορισμένη και διαχωρισμένη «ταυτότητα», ενώ άλλες διαστάσεις της ατομικότητάς τους αγνοούνται, υποσκελίζονται ή διαγράφονται. Τέτοιες δομές σκέψης έχουν τεράστιο ενδιαφέρον, πιστεύω, όχι μόνο ως αντικείμενα θεωρητικής ή επιστημονικής διερεύνησης, αλλά, κυρίως, ως θεμελιώδεις συνιστώσες ευρύτερων δικτύων κοινωνικοπολιτικής δραστηριότητας.
Επιλεκτική περιθωριοποίηση ή εξοβελισμός, η εφαρμογή δηλαδή της πρακτικής του αποδιοπομπαίου τράγου, αποτελεί, δυστυχώς, μία από τις ανθεκτικότερες στρατηγικές «αυτοάμυνας» που οι κοινωνίες έχουν υιοθετήσει από αμνημονεύτων χρόνων. Κείμενες σε ένα συνεχές «μεταξύ», δηλαδή σε ένα μεταίχμιο, περιθωριακά/περιθωριοποιημένα υποκείμενα γίνονται αντιληπτά και αντιμετωπίζονται ως φορείς υπονομευτικών, συχνά δαιμονοποιημένων δυνάμεων που υπερβαίνουν καθεστηκυίες κοινωνικοπολιτισμικές και ταξινομικές οριοθετήσεις. Αντιστεκόμενες στην πρακτική ξεκάθαρων και απόλυτων ταξινομικών κριτηρίων, τέτοιες ατομικές ή συλλογικές «ταυτότητες» παραμένουν ρευστές, ολισθηρές, διαφεύγουν εύτακτων, ελεγκτικών κατηγοριοποιήσεων. Ως εκ τούτου, θεωρούνται από ασκούντες διάφορες μορφές εξουσίας ως δυνάμει επικίνδυνες και υπονομευτικές. Η πρακτική της ταύτισης και εξολόθρευσης αποδιοπομπαίων τράγων και «μαύρων προβάτων» ακμάζει κυρίως εκεί όπου δεσπόζουν μανιχαϊστικές δομές σκέψεις και κοινωνικοπολιτικά συστήματα. Η «πολυπολιτισμικότητα», όταν βασίζεται σε τέτοιου είδους μανιχαϊστικές αντιλήψεις, πρακτικές και ταξινομικές αρχές (δηλαδή, σε απόλυτες αντιθέσεις/διακρίσεις) και σε μηχανισμούς αφομοίωσης σε κυριαρχικές δομές εξουσίας, είναι πιθανόν να εκφυλίζεται σε μία λεπτή ιδεολογική και πολιτική λειτουργία στην υπηρεσία μίας ελεγκτικής κοινωνικοπολιτισμικής παγκοσμιοποιητικής ομογενοποίησης και αντίστοιχων στρατηγικών περιθωριοποίησης.
Αν τέτοια περίτεχνα συστήματα κατηγοριοποίησης και ιδεολογικού/πολιτικού ελέγχου εφαρμόζονταν μόνον από φανερούς υποστηρικτές του εκάστοτε πολιτικού κατεστημένου, θα μπορούσαν εύκολα να εντοπισθούν. Γίνονται ακόμη πιο πρωτεϊκά, όταν υιοθετούνται από εκπαιδευτικούς και πολιτισμικούς φορείς και ιδρύματα, που, τουλάχιστον στον λεγόμενο δυτικό κόσμο, παραδοσιακά θεωρούνται ως προπύργια ελεύθερης σκέψης. Συχνά, ωστόσο, αντί για κριτική σκέψη, τέτοιοι φορείς (ανα)παράγουν ηγεμονικά επιστημολογικά πρότυπα. Η κατάσταση γίνεται ακόμη πιο περίπλοκη, όταν τέτοιες στρατηγικές υιοθετούνται και επιβάλλονται από έχοντες κάποια εξουσία σε πεδία σχετικά με τις ανθρωπιστικές επιστήμες και τον πολιτισμό, σε χώρους, δηλαδή, που ανέκαθεν ταυτίζονται με την διανοητική πρωτοτυπία και ανεξαρτησία. Δυστυχώς, τέτοιοι φορείς κάποτε αποδίδουν ειδική πολιτισμική και πρακτική αξία σε επιστημονικούς ή ιδεολογικούς λόγους (discourses) που προασπίζονται το status quo αντιδραστικών διπολικών αντιθέσεων, όπως, για παράδειγμα, μείζων vs. ελάσσων (πολιτισμική παράδοση ή ερευνητικός τομέας κτλ.), δυτικός (= «οικείος») vs. «εξωτικός, κερδοφόρος vs. μη κερδοφόρος, δημοφιλές vs. μη δημοφιλές, κεντρικό vs. περιθωριακό, καθιερωμένο vs. πειραματικό, «καθαρό» vs. υβριδικό κτλ.
Οι ανθρωπιστικές επιστήμες περνούν σήμερα μία βαθιά κρίση και υπονομεύονται από διάφορους φορείς και σε διάφορα επίπεδα. Αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί σχεδόν αναπόφευκτο, σε μία εποχή όπου το ίδιο το περιεχόμενο, η μέχρι τώρα θεωρούμενη ως ουσία του «ανθρώπινου» υπόκειται σε ριζικούς αναπροσδιορισμούς, κυρίως εξαιτίας των ταχύτατων τεχνολογικών εξελίξεων και της επιβολής τους στο κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι και της επικράτησης του οικονομικού εις βάρος άλλων πεδίων της ανθρώπινης δραστηριότητας. Κατά την γνώμη μου, οι ανθρωπιστικές επιστήμες/σπουδές, μπορούν να επιβιώσουν, 1) αν αντιστέκονται σε ομογενοποιητικές κοινωνικοπολιτικές και ιδεολογικές τάσεις οι οποίες προάγουν διπολικά συστήματα σκέψης εις βάρος της ποικιλίας και της πολυμορφίας, 2) αν συστηματικά αμφισβητούν τα κριτήρια της άμεσης ωφελιμότητας, της απτής χρησιμότητας, της αγοραστικής αξίας πολιτιστικών και εκπαιδευτικών αγαθών, και της εμπορευματοποίησης της γνώσης, 3) αν συμβάλλουν δυναμικά σε συζητήσεις για τον επαναπροσδιορισμό του «ανθρώπινου» και για τους τρόπους με τους οποίους οι σχετικές εξελίξεις δεν θα απεμπολήσουν θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα, αλλά θα μπορούσαν, αντίθετα, να συνεισφέρουν σε έναν πραγματικό πλουραλισμό κάθε είδους ταυτοτήτων και σε μία ουσιαστική συμμετοχικότητα των πολιτών σε θέματα που τους αφορούν άμεσα.