Με το βλέμμα του Πρωθυπουργού στραμμένο σταθερά στην πλήρη κατάκτηση του πολιτικού Κέντρου διαφαίνεται στρατηγική πέντε σημείων από το Μαξίμου μπροστά στις νέες συνθήκες που διαμορφώνουν πλέον (και) στο πολιτικό σκηνικό οι επιπτώσεις της υγειονομικής κρίσης σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις και ο στόχος για επανεκκίνηση της χώρας.
Αν ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε ανοίξει ήδη από τις εκλογές του 2019 τον δρόμο διεκδίκησης του λεγόμενου μεσαίου χώρου με το δίπολο «πίσω ή μπροστά», το οποίο προέτασσε εμφατικά θέλοντας να μετακινήσει τα πολιτικά σύνορα (τις διαχωριστικές γραμμές Δεξιάς και Αριστεράς, δηλαδή), επιδιώκει τώρα να συνεχίσει στην ίδια πορεία, ορίζοντας ο ίδιος τους κανόνες στο «παιχνίδι» της πολιτικής κυριαρχίας.
Η στρατηγική αυτή έχει ήδη μπει σε εφαρμογή με τα ακόλουθα βήματα: πρώτον με κεντρικό αφήγημα «λύσεις στα προβλήματα» των πολιτών, δεύτερον με νέους όρους όπως η «υπευθυνότητα» αντί για παράδειγμα της πιο… σκληρής φράσης «ατομική ευθύνη», τρίτον με το σκεπτικό της «ώριμης για αλλαγές κοινωνίας», τέταρτον με την τακτική της μετριοπάθειας αντί μιας συνταγής πόλωσης και πέμπτον με την επιχείρηση «αποδόμηση» σε ό,τι αφορά τη ρητορική και τα επιχειρήματα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Αυτά σκιαγραφούν εδώ και μέρες είτε οι παρεμβάσεις του Πρωθυπουργού και η στάση του νέου πορτ παρόλ απέναντι στην κριτική της αντιπολίτευσης είτε και η αγωνία του Μαξίμου να προβάλλει εικόνα εμπροσθοβαρούς προγραμματισμού έργου σε κοινωνικά πεδία, εκεί όπου προεξοφλούνται και πολιτικές εντάσεις.
Τακτική εκτόπισης Τσίπρα
Την ώρα που στον ΣΥΡΙΖΑ, εν μέσω «ρευμάτων», «τάσεων» και ανοιγμάτων για «προοδευτική διακυβέρνηση» πασχίζουν να ενισχύσουν τα ποσοστά τους όπως αντίστοιχα και στο Κίνημα Αλλαγής με τον… πολιορκητικό κλοιό τους γύρω από τον ίδιο – τον λεγόμενο μεσαίο – χώρο, στην κυβέρνηση πασχίζουν να μη χαρίσουν «ευκαιρίες» ανάκαμψης στην αξιωματική αντιπολίτευση. Μάλλον το αντίθετο, αφού η τακτική τους στοχεύει σε περαιτέρω εκτόπιση και τελικά εγκλωβισμό του Αλέξη Τσίπρα σε… αριστερά σύνορα στο φόντο της διαπίστωσης ότι οι όποιες απώλειες για την Ηρώδου Αττικού (αποτυπώνονται δημοσκοπικά, ειδικά σε σχέση με την περασμένη άνοιξη) δεν μεταφράζονται προσώρας σε κέρδη για την Κουμουνδούρου. Είναι χαρακτηριστική η αποστροφή του Πρωθυπουργού στη Βουλή όταν απευθυνόμενος στον Αλέξη Τσίπρα τον κατηγόρησε πως ο λόγος του οπλίστηκε «με όλα τα κλισέ του μειοψηφικού εαυτού του κόμματός σας: Υπερβολές, ανακρίβειες, επιλεκτικά στοιχεία».
Αποτελεσματικότητα και διαφάνεια
Ο ίδιος δεν θα μπορούσε να το πει πιο καθαρά προ ημερών όταν ευθέως τοποθέτησε τη ΝΔ, ως κυρίαρχη, στο πολιτικό Κέντρο: «Είναι ολοένα και περισσότεροι συμπολίτες μας, που αυτοπροσδιορίζονται ως κεντρώοι (…) αυτή τη στιγμή εκφράζονται πολιτικά από τη Νέα Δημοκρατία. Αν αυτό κάποιους τους ενοχλεί είναι δικό τους πρόβλημα». Με το μητσοτακικό σκεπτικό, δηλαδή, η πολιτική κυριαρχία της ΝΔ περνά μέσα από τις χειροπιαστές απαντήσεις στα προβλήματα και στα αιτήματα των πολιτών. Οσων, κατά την ερμηνεία του ίδιου, δεν έχουν αυστηρή ιδεολογική σφραγίδα αλλά «περιμένουν από την κυβέρνηση σκληρή αποτελεσματικότητα και διαφάνεια». Δείχνουν άλλωστε πολλά για το διαρκές «στοίχημα» του Κέντρου και της διεύρυνσης της κυριαρχίας των πολιτικών κομμάτων οι δημοσκοπήσεις που φέρνουν στο φως την ιδεολογική τοποθέτηση των ψηφοφόρων. Ενδεικτικά με βάση στοιχεία έρευνας της GPO κατά την περίοδο της εκλογικής μάχης του 2019, το 12,5% αυτοπροσδιορίζεται ως «κεντρώος» ωστόσο την ίδια στιγμή καταγράφεται ένα υψηλότερο ποσοστό 19,1% συγκεκριμένα που απαντά πως… δεν έχει νόημα.
Η μάχη της καθημερινότητας
Εντός αυτού του πλαισίου θα πρέπει να υπολογίζεται ο κυβερνητικός αγώνας δρόμου για ενίσχυση της κοινωνικής ατζέντας (με θέματα Παιδείας, ασφάλειας, οικογένειας κ.λπ.), παράλληλα με τα εντεινόμενα μηνύματα στήριξης προς εργαζομένους και επιχειρήσεις – τη ραχοκοκαλιά της μεσαίας τάξης. Στην ίδια κατεύθυνση περιλαμβάνονται επιπλέον αφενός η απόφαση για το άνοιγμα του λιανεμπορίου από τη στιγμή που δόθηκε επιδημιολογικό «παράθυρο», ως σήμα ικανοποίησης των αιτημάτων της μικρομεσαίας αγοράς και κατανόησης των πιέσεων, αφετέρου η αναθεώρηση από τον Πρωθυπουργό της αύξησης του προστίμου για τους παραβάτες των περιοριστικών μέτρων, παρότι αρχικά ανακοίνωσε τη σχετική πρόθεση.