«Πριν από σχεδόν 28 χρόνια, στις 14 Μαΐου 1970, γεννήθηκε η RAF μέσα από μια απελευθερωτική πράξη. Σήμερα δίνουμε τέλος σε αυτό το δημιούργημα. Το αντάρτικο πόλης με τη μορφή της RAF αποτελεί πια ιστορία».
Με αυτή τη φράση και μια οκτασέλιδη δακτυλογραφημένη επιστολή, η οποία είχε φτάσει με φαξ στο πρακτορείο Reuters φέροντας τη σφραγίδα με το γνωστό σύμβολο – το αστέρι και το όπλο -, ανακοινωνόταν επισήμως, στις 20 Απριλίου 1998, το τέλος της οργάνωσης που είχε αφήσει πίσω της 34 νεκρούς «αντιπάλους» και 27 ακόμη από τις δικές της γραμμές. Εκτοτε, δεν έχει συμβεί ή ανακαλυφθεί οτιδήποτε που να κάνει τις Αρχές να πιστεύουν ή να υποψιάζονται πως εξακολουθεί να υπάρχει κάποιος ζωντανός «πυρήνας» της, έστω και εν υπνώσει, περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή.
Αλλωστε, όλοι σχεδόν οι πρωταγωνιστές είτε έχουν ήδη πεθάνει – όπως τα τέσσερα κορυφαία στελέχη της «πρώτης γενιάς», τα οποία αυτοκτόνησαν μέσα στη φυλακή υψίστης ασφαλείας το 1977, υπό συνθήκες που ποτέ δεν διευκρινίστηκαν, στην κορύφωση του «γερμανικού φθινοπώρου» -, είτε έχουν λάβει χάρη από το γερμανικό κράτος. Ασύλληπτα παραμένουν μόνο τρία γνωστά πρώην μέλη της Φράξιας Κόκκινος Στρατός, η οποία έγινε γνωστή και ως Ομάδα Μπάαντερ-Μάινχοφ από τα ονόματα δύο εκ των ιδρυτών της, των Αντρέας Μπάαντερ και Ούλρικε Μάινχοφ. Κι αυτά, όμως, δεν έχουν κάνει ποτέ αισθητή την παρουσία τους επικαλούμενα εκείνη την ιδιότητά τους.
Πολλά εγκλήματα
Η αλήθεια είναι πως ο Ερνστ-Φόλκερ Στάουμπ, ο Μπούρκχαρντ Γκάρβεγκ και η Ντανιέλα Κλέτε έχουν διαπράξει αρκετές εγκληματικές ενέργειες και τους έχουν χρεωθεί τουλάχιστον 12 ληστείες (χωρίς να αποκλείεται η εμπλοκή τους σε φόνους που παραμένουν ανεξιχνίαστοι), ενώ οι τελευταίες φορές που εντοπίστηκαν ίχνη τους ήταν το 2015 και 2016. Παρ’ όλα αυτά, οι διώκτες τους πιστεύουν πως αυτό έχει να κάνει με την προσπάθειά τους να συνεχίσουν να ζουν στην αφάνεια και στην παρανομία – κάτι που μπορεί να αποδειχθεί ιδιαιτέρως ακριβό, καθώς απαιτεί και τη συντήρηση ενός δικτύου από επαφές (εγχώριες και διεθνείς), πληροφοριοδότες και κρησφύγετα.
Ολα αυτά, όμως, τέθηκαν υπό αμφισβήτηση την περασμένη Παρασκευή 15 Ιανουαρίου. Τότε, δηλαδή, που μια ομάδα δασεργατών ανακάλυψε κοντά στο Αμβούργο ένα βαρέλι το οποίο, όπως διαπιστώθηκε στη συνέχεια, περιείχε έγγραφα και κάποια υγρά άγνωστης σύστασης. «Μετά την πρώτη αποτίμηση, δεν μπορεί να αποκλειστεί η σύνδεση με την τρομοκρατική οργάνωση RAF» ανέφερε η ανακοίνωση την οποία εξέδωσε η αστυνομία του κρατιδίου της Κάτω Σαξονίας.
Οπως ήταν φυσικό, τα σενάρια φούντωσαν. Πολύ περισσότερο εξαιτίας μιας σύμπτωσης, καθώς στο Αμβούργο έχει καταγραφεί ο πρώτος νεκρός που αποδίδεται στη RAF – ένας αξιωματικός της αστυνομίας ο οποίος πυροβολήθηκε και τραυματίστηκε θανάσιμα στις 22 Οκτωβρίου 1971. Μήπως λοιπόν η RAF ετοιμάζεται να επανασυσταθεί και να αναλάβει δράση μέσω της «τέταρτης γενιάς» της; Μήπως κάπου γύρω από το Αμβούργο κρύβονται τα τρία (μεσήλικα πλέον) μέλη της που ακόμη διαφεύγουν; Ή μήπως πρόκειται για αντιπερισπασμό, προκειμένου να παραπλανηθούν οι Αρχές και να μην καταλάβουν το πραγματικό σχέδιο – και ποιο είναι αυτό;
Πολύ γρήγορα, πάντως, οι ανακοινώσεις και οι διαρροές ήρθαν να απογοητεύσουν τους επίδοξους σεναριογράφους, που φαντάστηκαν την αναβίωση του «πολέμου ανάμεσα σε έξι και 60 εκατομμύρια ανθρώπους», όπως είχε γράψει το 1972 στο περιοδικό «Der Spiegel» ο νομπελίστας γερμανός συγγραφέας Χάινριχ Μπελ. Κι αυτό διότι τα έγγραφα χρονολογούνται από τη δεκαετία του ’80 και θεωρείται απίθανο να μπορέσουν να προσφέρουν στις Αρχές κάποια ουσιαστική πληροφορία που θα τις οδηγήσει στα ίχνη των τριών φυγάδων.
Το φάντασμα της RAF, όμως, θα είναι πάντα και πανταχού παρόν.