Τα στοιχεία που δημοσιοποιήθηκαν την Παρασκευή επιβεβαίωσαν πως η ευρωζώνη παραμένει κολλημένη στον βάλτο της ύφεσης τον πρώτο μήνα του – κατά τα άλλα ελπιδοφόρου – 2021. Ο σύνθετος δείκτης ΡΜΙ, άλλωστε, που αποτυπώνει την οικονομική δραστηριότητα, δεν άφησε πολλά περιθώρια αμφισβητήσεων, καθώς διαμορφώθηκε αρκετά χαμηλότερα από το 50, που θεωρείται το όριο ανάμεσα στην ανάπτυξη και την ύφεση.
Σύμφωνα με την HIS Markit, λοιπόν, ο δείκτης διαμορφώθηκε τον Ιανουάριο στο 47,5, έναντι 49,1 τον Δεκέμβριο και 47,6 που ανέμεναν οι αναλυτές που συμμετείχαν σε έρευνα του Reuters. Ειδικά δε για τον τομέα των υπηρεσιών, που έχει πληγεί περισσότερο από όλους εξαιτίας της πανδημίας και των περιοριστικών μέτρων, ο δείκτης διαμορφώθηκε ακόμη χαμηλότερα – στο 45 από 46,4 τον προηγούμενο μήνα.
Οι περισσότεροι συμφωνούν, βεβαίως, ότι όσα συμβαίνουν στην αρχή του έτους δεν είναι ενδεικτικά της εικόνας που θα υπάρχει μόλις φτάνει στο τέλος του. Κι αυτό καθώς υπάρχουν βάσιμες ελπίδες πως και η πανδημία θα ελεγχθεί (κυρίως λόγω των μαζικών εμβολιασμών) και η ανάκαμψη θα έρθει, έστω και σταδιακά.
Ανάκαμψη υπό όρους
Για του λόγου το αληθές, οι οικονομολόγοι που συμμετείχαν σε έρευνα η οποία διεξήχθη από την ΕΚΤ προέβλεψαν πως η αύξηση του ΑΕΠ της ευρωζώνης για το 2021 θα κυμανθεί στο 4,4% – ποσοστό χαμηλότερο μεν από το 5,3% που είχαν δώσει το περασμένο τρίμηνο, αλλά σε κάθε περίπτωση σημαντικό και υψηλότερο από το 3,9% που προβλέπει η ίδια η ΕΚΤ. Επίσης, εκτιμούν ότι οι οικονομίες της ευρωζώνης θα τρέξουν με 3,7% το 2022 (έναντι 2,6% που έβλεπαν πριν τρεις μήνες) και με 1,9% το 2023 – οπότε και η κατάσταση αναμένεται να επανέλθει στα προ πανδημίας επίπεδα.
Παρ’ όλα αυτά, η διοίκηση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας έχει αρκετούς λόγους να ανησυχεί: Για την πορεία της πανδημίας και το ενδεχόμενο καθυστερήσεων και άλλων «επιπλοκών» στη διαδικασία των εμβολιασμών, για την ενεργοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης, για το ισχυρό ευρώ και τον χαμηλό πληθωρισμό και, βεβαίως, για τα «ζόμπι» που θα αναδυθούν μόλις αρχίσει να αποσύρεται το δίχτυ προστασίας που έχει απλωθεί, απειλώντας τα – ούτως ή άλλως εύθραυστα – ισοζύγια των τραπεζών.
Είναι κάτι που αποτυπώθηκε, άλλωστε, και κατά τη συνέντευξη Τύπου που έδωσε την Πέμπτη η πρόεδρός της, Κριστίν Λαγκάρντ, μετά την ολοκλήρωση της πρώτης συνεδρίασης του έτους, η οποία αποφάσισε να συνεχίσει την πολύ χαλαρή νομισματική πολιτική και το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE) . Συνοπτικά, μπορούμε να πούμε ότι η ΕΚΤ έβγαλε το δάχτυλο από τη σκανδάλη και έθεσε το όπλο επ’ ώμου – όχι όμως παρά πόδα, καθώς διατηρεί υψηλό βαθμό επιφυλακής.
Παράλληλα, έστω και με… τρόπο, η Λαγκάρντ πέταξε και πάλι το μπαλάκι στην πλευρά των κυβερνήσεων και των θεσμών της ΕΕ και της ευρωζώνης. Το έχει κάνει, εξάλλου, και στο πρόσφατο παρελθόν, έχοντας συνείδηση πως η κεντρική τράπεζα δεν μπορεί να καλύπτει επ’ αόριστο τα κενά που αφήνουν οι αποφάσεις που λαμβάνονται (ή δεν λαμβάνονται) σε πολιτικό επίπεδο, επιβαρύνοντας διαρκώς το δικό της ισοζύγιο.
Πιο αποφασιστικές και «γαλαντόμες» οι ΗΠΑ
Στο σημείο αυτό, αξίζει τον κόπο μια σύγκριση της Ευρώπης με τις ΗΠΑ. Την ώρα που στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού το κράτος έχει ήδη διαθέσει συνολικά 3,5 τρισ. δολάρια για να αντιμετωπιστούν οι συνέπειες της πανδημίας, ενώ ο Τζο Μπάιντεν έχει προαναγγείλει ότι θα ανακοινώσει και νέο «πακέτο» στήριξης, στην Ευρώπη το αντίστοιχο ποσό είναι σαφώς χαμηλότερο.
Πρακτικά, εδώ υπάρχουν τα 750 δισ. ευρώ του Ταμείου Ανάκαμψης (που θα εκταμιευθούν σταδιακά τα επόμενα 2-3 χρόνια), τα 100 δισ. του προγράμματος SURE για τις θέσεις εργασίας, τα 400 περίπου δισ. που είναι διαθέσιμα μέσω του ESM (δανεικά και υπό όρους, με αποτέλεσμα κανένα κράτος να μην έχει εκδηλώσει πρόθεση να αντλήσει από αυτά) και μερικές ακόμη δεκάδες δισ. από μικρότερα προγράμματα.
Αυτό σημαίνει πως στην καλύτερη περίπτωση, μπορούμε να υπολογίσουμε το άθροισμα κοντά στα 1,5 δισ. ευρώ, δηλαδή σχεδόν στο μισό του ποσού των διαδοχικών αμερικανικών «πακέτων». Προφανώς δε, είναι απολύτως αυθαίρετη η άθροιση με τα παραπάνω ποσά του σχεδόν 1,1 τρισ. του προϋπολογισμού της ΕΕ για την επόμενη επταετία 2021-’27, καθώς δεν πρόκειται για έκτακτες δαπάνες.
Ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει, βεβαίως, ότι μεγάλα ποσά έχουν διαθέσει και οι επιμέρους κυβερνήσεις για τη στήριξη των οικονομιών τους. Μάλιστα, στις περιπτώσεις Γερμανίας, Γαλλίας, Ισπανίας και Ιταλίας το σύνολο ανέρχεται σε αρκετές εκατοντάδες δισ. ευρώ, με αποτέλεσμα το συνολικό «πακέτο» να αυξάνεται σημαντικά – χωρίς και πάλι να φτάνει το αντίστοιχο των ΗΠΑ, ο πληθυσμός των οποίων μάλιστα είναι μικρότερος σε σύγκριση με τους «27» της ΕΕ.
Εγκλωβισμένοι στην ίδια «φούσκα»
Στο σημείο αυτό, πάντως, πρέπει να γίνει μια αναγκαία «υποσημείωση», που αφορά και την ΕΕ και τις ΗΠΑ και όλες τις χώρες του πλανήτη, όπου το σύστημα πλέον λειτουργεί περίπου με τον ίδιο τρόπο: Όσο κι αν οι κεντρικές τράπεζες θεωρούνται ανεξάρτητες (ειδικά στον ανεπτυγμένο και παραδοσιακό καπιταλισμό της Δύσης), τα ποσά που διαθέτουν για την αντιμετώπιση της κρίσης (όπως και των προηγούμενων) συνδέονται με ένα ομφάλιο λώρο με εκείνα που δίνουν τα κράτη.
Με άλλα λόγια: Είναι αυτές που τυπώνουν το χρήμα με το οποίο στη συνέχεια αγοράζουν μεγάλο μέρος των ομολόγων που εκδίδουν οι κυβερνήσεις προκειμένου να χρηματοδοτήσουν τα «πακέτα» τους.
Εύκολα, λοιπόν, μπορεί να εξηγηθεί η απότομα ανοδική αντίδραση που είχαν οι αποδόσεις των ομολόγων της Ιταλίας και της Ισπανίας στο… υπονοούμενο που άφησε η Λαγκάρντ, όταν είπε πως εφόσον οι συνθήκες και οι δείκτες βελτιωθούν, ίσως δεν χρειαστεί να χρησιμοποιηθεί όλη η δύναμη πυρός του «μπαζούκα» της ΕΚΤ, που μέχρι στιγμής ανέρχεται σε 1,85 τρισ. ευρώ.
Στη γλώσσα των αγορών, αυτό σημαίνει πως κάποια στιγμή ενδέχεται να περιοριστεί η αγορά κρατικών ομολόγων. Κάτι που με τη σειρά του θα περιορίσει τις δυνατότητες των κρατών να χρηματοδοτούν και να εξυπηρετούν το δημόσιο χρέος τους – που ειδικά στην περίπτωση των δύο παραπάνω χωρών μοιάζει να φεύγει εκτός ελέγχου.
Η παραπάνω διαδικασία μοιάζει, σε κάθε περίπτωση, με ένα φαύλο κύκλο, που οδηγεί σε ένα ακόμη συμπέρασμα: Η αλληλεξάρτηση κρατών και κεντρικών τραπεζών, ειδικά σε περιόδους κρίσεων που λαμβάνουν παγκόσμια διάσταση και έχουν μεγάλη διάρκεια, σημαίνει εγκλωβίζονται εξίσου στη «φούσκα» του χρέους και κινδυνεύουν το ίδιο με κατάρρευση εάν αυτή σκάσει.