Καθώς κόπασαν πλέον τα συγχαρητήρια και τα επιφωνήματα ανακούφισης που συνόδευσαν την ορκωμοσία του Τζο Μπάιντεν, ενώ ο νέος πρόεδρος έχει πλέον πιάσει δουλειά στο Οβάλ Γραφείο, ήρθε η ώρα οι πάντες, ένθεν κακείθεν, να δουν κατάματα την πραγματικότητα και να αναζητήσουν λύσεις στα μεγάλα προβλήματα.
Στο εσωτερικό, οι Αμερικανοί θα έχουν για αρκετό καιρό ακόμη στραμμένη την προσοχή τους στα ζητήματα της πανδημίας και της δημοκρατίας, που τους έχουν πληγώσει βαθιά τους τελευταίους μήνες της θητείας Τραμπ. Εκτός συνόρων όμως και πιο συγκεκριμένα στην Ευρώπη, αυτό που περιμένουν οι περισσότεροι έχει να κάνει κυρίως με την οικονομία.
Η εξήγηση είναι απλή: Ενώ η συζήτηση για τη δημοκρατία στις ΗΠΑ μοιάζει να είναι πιο θεωρητική για τους Ευρωπαίους, ενώ η κατάσταση που επικρατεί εκεί στο μέτωπο της πανδημίας θα τους απασχολήσει πάλι στην έναρξη της τουριστικής περιόδου, εφόσον δεν έχει αποδώσει ο μαζικός εμβολιασμός, το οικονομικό διακύβευμα μοιάζει να είναι πιο άμεσο. Εκεί θα κριθεί, άλλωστε, κατά πόσο οι δύο παραδοσιακοί εταίροι θα συνεχίσουν να ανήκουν στο ίδιο στρατόπεδο ή θα μετατραπούν σε «στρατηγικούς ανταγωνιστές». Εάν, κατά συνέπεια, θα αντιμετωπίσουν μαζί την πρόκληση της Κίνας και την όποια απειλή αντιπροσωπεύει η Ρωσία και άλλες αναδυόμενες χώρες.
Από την τροπή δε που θα πάρουν οι οικονομικές και εμπορικές σχέσεις ΗΠΑ και ΕΕ θα καθορίσει, σε μεγάλο βαθμό, και τη νέα παγκόσμια «τάξη πραγμάτων». Οι δυο τους, άλλωστε, αποτελούν μαζί με την Κίνα τα μεγαθήρια της παγκόσμιας οικονομίας, όπως δείχνουν και οι αριθμοί.
Για του λόγου το αληθές: Το αθροιστικό ΑΕΠ τους ξεπερνά το 40% του παγκόσμιου. Η αξία των διμερών εμπορικών συναλλαγών σε αγαθά και υπηρεσίες διαμορφώθηκε κοντά στα 1,1 τρισ. δολάρια το 2019, ενώ ΗΠΑ και ΕΕ αντιπροσωπεύουν η μία για την άλλη τον πιο σημαντικό εμπορικό εταίρο. Όσο για το σύνολο των άμεσων επενδύσεων από τις ΗΠΑ προς τους «27» ανέρχεται σε 2,4 τρισ. δολάρια, ενώ το αντίστοιχο ποσό από την ΕΕ προς την άλλη πλευρά του Ατλαντικού φτάνει στα 2 τρισ.
Ιδού, λοιπόν, ποια είναι τα τρία «κλειδιά» για το μέλλον των οικονομικών-εμπορικών σχέσεων των δύο παραδοσιακών εταίρων, που την προηγούμενη τετραετία (για την ακρίβεια από νωρίτερα) έχουν αρχίσει να μοιάζουν περισσότερο με ανταγωνιστές.
Ζώνη ελεύθερου εμπορίου
Όπως γνωρίζουν πολλοί, ΗΠΑ και ΕΕ ξεκίνησαν το 2013 διαπραγματεύσεις με στόχο την εγκαθίδρυση της Διατλαντικής Εμπορικής και Επενδυτικής Εταιρικής Σχέσης (TTIP). Περίπου τέσσερα χρόνια αργότερα, ωστόσο – στο τέλος του 2016, όταν είχε ήδη εκλεγεί ο Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία – οι συνομιλίες χαρακτηρίστηκαν άκαρπες και διακόπηκαν, ενώ στις 15 Απριλίου 2019, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αποφάνθηκε ότι τα κεφάλαια που περιλάμβανε η παραπάνω συμφωνία δεν ανταποκρίνονταν πλέον στην πραγματικότητα.
Τα επόμενα χρόνια, τα «θερμά επεισόδια» πύκνωσαν. Πότε με τη διαμάχη Airbus-Boeing, πότε με τους δασμούς της Ουάσιγκτον στον χάλυβα και τα παράγωγα προϊόντα, πότε με την προσπάθεια επιβολής προστίμων στους αμερικανικούς γίγαντες της τεχνολογίας και του Διαδικτύου, όλα έδειχναν πως οι δύο πλευρές οδηγούνταν σε κατά μέτωπο σύγκρουση. Προς μεγάλη χαρά, βεβαίως, του Πεκίνου.
Η αλήθεια είναι πως οι Ευρωπαίοι έχουν ποντάρει αρκετά στον Μπάιντεν για να επανέλθει η «κανονικότητα» και, ενδεχομένως, να επανεκκινήσουν οι διαπραγματεύσεις για τη δημιουργία της μεγαλύτερης ζώνης ελεύθερου εμπορίου παγκοσμίως. Ωστόσο, οφείλουν να έχουν κατά νου (και προφανώς το έχουν) ότι η γραμμή του νέου προέδρου δεν διαφέρει επί της ουσίας πολύ από εκείνη του προκατόχου του και δεν εξελέγη με μια ατζέντα υπέρ του ελεύθερου εμπορίου.
«Αγοράζουμε Αμερικανικά», ήταν το βασικό του σύνθημα, ενώ έχει αναλάβει δέσμευση ότι θα περιορίσει το μεγάλο έλλειμα των ΗΠΑ στις εμπορικές συναλλαγές (αγαθά και υπηρεσίες) με την ΕΕ, που το 2019 έφτασε στα 130 δισ. δολάρια.
Η Κίνα και η Huawei
«Εάν οι ΗΠΑ, η Ευρώπη και άλλες χώρες θέσουν τις ίδιες απαιτήσεις στην Κίνα, τότε θα μπορέσουμε να τις επιβάλλουμε», δήλωσε στην εφημερίδα Handelsblatt η Σουηδέζα πρώην επίτροπος Σεσίλια Μάλμστρομ, η οποία διεκδικεί την προεδρία του ΟΟΣΑ. Εύλογο επιχείρημα – μόνο που η Ευρώπη φροντίζει να μην κλείνει καμία πόρτα, μέχρι να ξεκαθαρίσουν τα πράγματα.
Δεν είναι τυχαίο ότι η γερμανική προεδρία και προσωπικά η Ανγκελα Μέρκελ έκαναν ό,τι μπορούσαν προκειμένου να υπογραφεί μια επενδυτική συμφωνία ανάμεσα στην ΕΕ και την Κίνα, πριν το τέλος του έτους. Και το πέτυχαν, έστω και στο παρά ένα, ικανοποιώντας πρωτίστως τις γερμανικές επιχειρήσεις που έχουν τεράστια συμφέροντα στην αχανή κινεζική αγορά.
Η εξέλιξη αυτή – αν και απέχει πολύ από το να είναι μια πλήρης εμπορική συμφωνία – χαρακτηρίστηκε από πολλούς ως μήνυμα προς τον Μπάιντεν, με το οποίο Βερολίνο και Βρυξέλλες θέλησαν να του δείξουν πως δεν προτίθενται να ευθυγραμμιστούν πλήρως με την αμερικανική πολιτική απέναντι στην Κίνα – η οποία, παρεμπιπτόντως, προβλέπεται να είναι εξίσου σκληρή με εκείνη του Τραμπ.
Επειδή, πάντως, κάθε σύγκρουση έχει και τον συμβολισμό της, η υπόθεση της Huawei και της συμμετοχής της ή όχι στην κατασκευή του δικτύου για τη νέα γενιά επικοινωνιών 5G στην Ευρώπη θα δείξει πολλά. Οι Αμερικανοί πιέζουν για πλήρη αποκλεισμό, με το επιχείρημα ότι οι Κινέζοι πρέπει να αποκλειστούν από στρατηγικές υποδομές και πρόσβαση σε ευαίσθητα δεδομένα, οι Γερμανοί (ή τουλάχιστον η Μέρκελ) αντιδρούν και εδώ, ενώ άλλοι έχουν στρέψει το ενδιαφέρον τους στη δημιουργία ενός Ευρωπαίου «πρωταθλητή» (της Nokia-Ericsson άραγε;), που θα καταστήσει την Huawei περιττή.
Ρωσία και Nord Stream 2
Στο μέτωπο της Ρωσίας, τέλος, η αντιπαράθεση αποκτά αντικειμενικά – και για ευνόητους λόγους – πιο πολιτικά χαρακτηριστικά. Εξάλλου, το μεγαλύτερο μέρος των 145 δισ. ευρώ ετησίως των εισαγωγών της ΕΕ αφορά φυσικό αέριο και πετρέλαιο, καθώς η Ρωσία είναι ο μεγαλύτερος προμηθευτής των Ευρωπαίων σε πρώτες ύλες και κυρίως υδρογονάνθρακες.
Αυτό ακριβώς το δεδομένο και την απειλή ολοκληρωτικής εξάρτησης της ΕΕ από τη Μόσχα επικαλούνται και οι Αμερικανοί προκειμένου να αιτιολογήσουν την αντίθεσή τους στην ολοκλήρωση του αγωγού Nord Stream 2 και τις κυρώσεις που έχουν επιβάλλει. Αναμφίβολα δε, αυτό είναι να θέμα που θα αποτελέσει από τα μεγαλύτερα «αγκάθια» στις σχέσεις Βρυξελλών και Ουάσιγκτον, τουλάχιστον για το πρώτο διάστημα, μιας και ο Μπάιντεν κινείται στη γραμμή Τραμπ.