Η πανδημία είναι μια μορφή βιολογικού πολέμου και ο πόλεμος για να κερδηθεί χρειάζεται συμμάχους και συντονισμένη δράση για την αξιοποίηση των κοινών πόρων προς τον κοινό σκοπό. Αυτή η αλήθεια, όμως, δεν μπορεί να εμποδίσει τη δυσάρεστη παραδοχή ότι όσοι πιστέψαμε στη δυνατότητα της Ευρωπαϊκής Ενωσης να τα καταφέρει καλύτερα από τα μεμονωμένα κράτη στην προμήθεια των εμβολίων, χάρη στο μέγεθος της ενιαίας εσωτερικής αγοράς της, διαψευστήκαμε πλήρως. Και ο λόγος είναι ότι το μέγεθος από μόνο του ποτέ δεν αρκεί, χρειάζεται και η ανάλογη διοίκηση για να το κινητοποιήσει. Τελικά, η ευρωπαϊκή γραφειοκρατία αποδεικνύεται ισχυρότερη από τον κορωνοϊό.
Η τηλεδιάσκεψη κορυφής της περασμένης Πέμπτης απλώς προσέθεσε ένα νέο χρώμα στον υγειονομικό χάρτη της πανδημίας, το σκούρο κόκκικο/βυσσινί, για τις περιοχές όπου η πανδημία παρουσιάζει τη μεγαλύτερη έξαρση. Κατά τα λοιπά, όμως, έφερε στην επιφάνεια την απογοήτευση και την γκρίνια για την αργοπορία της Ευρώπης. Είχε προηγηθεί, θυμίζω, η κοινή επιστολή των πρωθυπουργών Ελλάδας, Αυστρίας και Δανίας, με αντικείμενο την ταχύτερη έγκριση από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων (ΕΜΑ) του εμβολίου της AstraZeneca. Η ανησυχία αυτή εκφράστηκε και στη διάρκεια της Συνόδου, κυρίως από τη δανή πρωθυπουργό, η οποία ζήτησε να προεξοφληθεί η έγκριση του συγκεκριμένου εμβολίου από την Ευρώπη και να ξεκινήσει η παραλαβή του, ώστε όταν έλθει η πολυπόθητη έγκριση να αρχίσει αμέσως ο εμβολιασμός. Τη θέση τής Δανίας υποστήριξε εμμέσως και η Γαλλία, χωρίς ωστόσο να υπάρξει αποτέλεσμα: η Ευρώπη μένει σταθερή στον (αργό) ρυθμό της.
Αν θέλουμε να είμαστε δίκαιοι, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι η κοινή ευρωπαϊκή δράση στον εμβολιασμό ήταν κάτι που δεν προβλεπόταν από τους κανόνες λειτουργίας της ΕΕ (η παροχή ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης εμπίπτει στις αποκλειστικές αρμοδιότητες των χωρών – μελών). Μήπως όμως προβλεπόταν και η πανδημία; Η ανάγκη επέβαλε την κοινή δράση και, από εκεί και πέρα, το ζήτημα είναι αν η Ενωση ανταποκρίνεται επαρκώς στην πρόκληση.
Η αλήθεια είναι ότι τα ανακλαστικά της ήταν από την αρχή καθυστερημένα. Θυμίζω μόνον ότι, όταν πέρυσι η Ελλάδα προχωρούσε μόνη της σε λοκντάουν, οι Βρυξέλλες είχαν μόλις σχηματίσει την ειδική επιτροπή για το θέμα, η οποία όμως συνεδρίαζε μία φορά την εβδομάδα.
Μέχρι πέρυσι την άνοιξη, ούτε κουβέντα δεν γινόταν για κοινή πολιτική στο ζήτημα. Η Ευρώπη άρχισε να ξυπνάει μόλις Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία και Ολλανδία αποφάσισαν να δράσουν από κοινού και παρήγγειλαν έναν αριθμό εμβολίων από την AstraZeneca. Επρεπε να φθάσουμε στον Ιούνιο για να παρουσιάσει η Επιτροπή τη στρατηγική της και τον Οκτώβριο για να συμφωνήσει τις πρώτες παραγγελίες, μοιράζοντάς τες σε πέντε εταιρείες (Sanofi, Moderna, AstraZeneca, Johnson & Johnson, BioNTech).
Στο μεταξύ, όμως, άλλοι πελάτες είχαν προλάβει: ΗΠΑ, Ιαπωνία, Χονγκ Κονγκ, Καναδάς, Ισραήλ είχαν ήδη αγοράσει ό,τι μπορούσαν από τον Ιούλιο, ενώ η Ευρώπη βρισκόταν ακόμη στο στάδιο της προπαραγγελίας για την κράτηση (όχι την οριστική αγορά) ποσότητας εμβολίων. Σε πρόσφατη συνέντευξή τους, οι ιδρυτές της γερμανικής BioNTech (που συνεργάζεται με την αμερικανική Pfizer για την παραγωγή του προϊόντος της) αποκάλυψαν ότι η προσφορά τους, τότε, για μεγαλύτερο αριθμό εμβολίων είχε απορριφθεί από την Επιτροπή. Ετσι, η πρώτη ευρωπαϊκή παραγγελία έγινε μόλις τον περασμένο Νοέμβριο. Προσφάτως, προέκυψαν και οι καθυστερήσεις στην παραγωγή του εμβολίου (που θα έπρεπε να ήταν αναμενόμενες λόγω έλλειψης πρώτων υλών, ανάγκης εκσυγχρονισμού και επέκτασης των εγκαταστάσεων κ.ά.) και η Ευρώπη έμεινε ακόμη πιο πίσω στην κούρσα του εμβολιασμού. Υπάρχουν φορές, ξέρετε, που τον αγώνα τον κερδίζει ο λαγός, όχι η χελώνα.
Το συμπέρασμα είναι ότι η Ευρώπη αφέθηκε στην αυταρέσκειά της και βασίστηκε στη γραφειοκρατία της, με συνέπεια να την πληρώσουν τα υψηλά ιδανικά της. Αν η αλληλεγγύη δεν μπορεί να παραγάγει ικανοποιητικά αποτελέσματα, ο μόνος ωφελημένος θα είναι ο ευρωσκεπτικισμός.