Δεν χρειάζεται να αναπαραγάγει κανείς την εικόνα. Επειδή είναι μονίμως εκεί: κυρίαρχη μέσα στην τοιχογραφία του μίσους των τελευταίων χρόνων. Μια λεπτομέρεια από στρατόπεδο συγκέντρωσης. Το χιτλερικό μουστάκι ως υπόμνηση για τη διαχρονική ευθύνη που βαρύνει τη λοκομοτίβα της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Σβάστικες ατάκτως εριμμένες. Και στο μεγάλο πλαίσιο η αναχρονιστική ανάγνωση της πραγματικότητας: όσα έγιναν τότε, γίνονται και τώρα. Το μήνυμα οφείλει να είναι ναΐφ και απλοϊκό. Η Ιστορία επαναλαμβάνεται και παράγει θύματα.
Στην αρχή ήταν ψίθυρος και κατέβαινε για να συναντήσει τα πλήθη στα πεζοδρόμια της Αγανάκτησης. Ενα πνιχτό μουρμουρητό για τις ευθύνες των «γερμανοτσολιάδων» που έφερναν τα Μνημόνια. Εκείνοι ήταν οι προδότες που φέρονταν στους Ελληνες σαν να ήταν οι «Εβραίοι της οικονομικής κρίσης». Η Ιστορία ξεχαρβαλωνόταν σε πηχυαίους τίτλους, γκροτέσκα αρθρογραφία και αναρτήσεις, για να ταιριάξει στα μέτρα της προπαγάνδας. Η πυρίκαυστη μνήμη ακυρωνόταν για να χωρέσει στα καρεδάκια του επόμενου ανέμπνευστου σκίτσου.
Ακόμη κι αν στην αρχή δεν υπήρχε, η αναλογία επιβλήθηκε σταδιακά. Στήθηκαν ένα, δύο, πολλά «Δίστομα» κατά τη νέα επέλαση που διαφήμιζε ο ένδοξος αντιγερμανισμός. Με την κατάχρηση του ιστορικού παραδείγματος οι κυβερνώντες στιγματίζονταν σαν «εγχώριοι τοποτηρητές της Μέρκελ». Στην εικονογράφηση της περιόδου οι έλληνες πολιτικοί παρομοιάζονταν με γκαουλάιτερ. Την ίδια στιγμή η γερμανίδα καγκελάριος ή ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε αποκτούσαν χιτλερική κατατομή, έφεραν ολοένα και συχνότερα τη σβάστικα σαν διακριτικό τους, φωτοσοπάρονταν στην Ακρόπολη ανάμεσα σε Ναζί. Εφευρέθηκε ένας θίασος σκιών για να πρωταγωνιστήσει στο αφήγημα της νέας Κατοχής. Πετροβολώντας τα κάδρα των γερμανών αξιωματούχων οι εγχώριοι αντιστασιακοί μετρούσαν τον πατριωτισμό τους. Ηταν Ελληνες επειδή οι απέναντι ήταν ιστορικώς ένοχοι.
Η αρένα όπου πετάχτηκαν κοινωνικές και επαγγελματικές ομάδες ήταν και η μήτρα της νεόκοπης συνωμοσίας. «Οι γερμανοί ξανάρχονται». Και αυτή τη φορά θέλουν να αγοράσουν τον ήλιο, τον αέρα και τη θάλασσα της Ελλάδας. Ο μύθος ήταν βολικός: η Ελλάδα σαν ένα μικρό προτεκτοράτο περνούσε ξανά από τις μυλόπετρες της Ιστορίας, αιώνιο θύμα στις ορέξεις των πάσης φύσεως κατακτητών. Το ίδιο επίμονο μοτίβο συνέδεε σε κοινή γραμμή ιστορικότητας τη ναζιστική διοίκηση του 1940 με την καγκελαρία του 2010. «Εχουν συνεργάτες εντός» – και είναι οι υπουργοί της τρόικας, οι Ελληνες της διπλανής πόρτας, οι υποταγμένοι μνημονιακοί, έτοιμοι να παραδώσουν γην και ύδωρ. Μια ανεστραμμένη κοινοτοπία για την «κοινοτοπία του Κακού».
«Κοινωνικό ολοκαύτωμα»
Από τη στιγμή που τα φράγματα έσπασαν ανάμεσα στη δεκαετία του ολέθρου και τη δεκαετία της οικονομικής κρίσης η αναπαραγωγή του Αουσβιτς σε κόπιες ήταν ζήτημα χρόνου. Το «Arbeit macht frei» έγινε σύνθημα ευρείας διάδοσης στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης συνδέοντας τους σαμαροβενιζέλους με το Βερολίνο. Αρκούσε η αναγραφή του – με την πραγματική πύλη του στρατοπέδου στο ινσταγκραμικό κιτς – για να δυσφημιστεί το οικονομικό πρόγραμμα της Νέας Δημοκρατίας ή το «Μένουμε Ευρώπη». Δεν άργησε, εξάλλου, και η χρήση αντίστοιχων ιδεολογικών σχημάτων από έναν θεωρητικό του είδους: «Γκεσταμπίτες, μενουμεευρώπηδες, βαστασοϊμπλέδες ……μη χαίρεστε…. ΕΜΕΙΣ ΘΑ ΝΙΚΗΣΟΥΜΕ» έγραφε τον Μάιο του 2017 ο Παύλος Πολάκης.
Στο ανάδελφο «εργαστήριο δημοκρατικού πειράματος» που στηνόταν στη Νοτιοανατολική Ευρώπη έπρεπε να παγιωθεί η υπέρτατη σύγκριση. Μέσα σε αυτές τις λέξεις κατέληγε να υποβιβάσει τη μοναδικότητα του Ολοκαυτώματος σε αναπαράσταση θυματοποίησης. «Αν το νέο πακέτο σκληρών και βάρβαρων μέτρων έρθει στη Βουλή και υπερψηφιστεί και υλοποιηθεί, τότε η Ελλάδα θα οδηγηθεί σε ένα κοινωνικό ολοκαύτωμα» δήλωνε το 2013 στη Βουλή και στο Βερολίνο ο τότε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλέξης Τσίπρας. Η κανονικοποίηση της έκφρασης («ολοκαύτωμα μισθών», «γενοκτονία ανέργων», «ολοκαύτωμα Παλαιστινίων») διαπερνούσε οριζόντια και κάθετα το πολιτικό σώμα που υιοθετούσε ασμένως αντίστοιχα στερεότυπα.
Ειδικά η ελληνική Αριστερά και Ακροδεξιά – σε όλες τις πολιτικές εκδοχές τους – συνδέουν τον «εβραϊκό εθνικισμό» με την πηγή του παγκόσμιου ιμπεριαλισμού. Στην περίοδο της κρίσης δεν ήταν σπάνιο το ρητορικό σχήμα που έδειχνε προς την κατεύθυνση των «εβραϊκών λόμπι» (ακόμη και αν εντός της ελληνικής Βουλής ένας από τους «ρήτορες» μπέρδευε τους Ρόθτσιλντ με τον Ροκφέλερ). Με υπόρρητο τρόπο η Γενοκτονία των Εβράιων γινόταν η μικροκλίμακα της ελληνικής εμπειρίας. Οι εκκλήσεις, ακόμη και από ανθρώπους της Αριστεράς, έμεναν αναπάντητες: αυτό που ξεκινάει ως σχετικοποίηση μπορεί να καταλήξει στην απενοχοποίηση. Το ιστορικό βάρος της βιομηχανικά οργανωμένης εξόντωσης έμελλε να καταντήσει αβάσταχτη ελαφρότητα σε ατάκες και κολάζ. Ορισμένοι έβλεπαν μπροστά τους «θεωρητικούς του φασισμού» όταν μιλούσε ο Κυριάκος Μητσοτάκης για το Μεταναστευτικό. Αλλοι έβλεπαν τη «χρυσή αναλογία». Οπως ο Θεοδόσης Πελεγρίνης, υφυπουργός Παιδείας τον Σεπτέμβριο του 2016: «Οι Εβραίοι πέτυχαν να ταυτίσουν το Ολοκαύτωμα προς την τραγική μοίρα του έθνους των… με απώτερο στόχο να προκαλέσουν την οργή εναντίoν εκείνων που εγκλημάτησαν κατά της εθνικής των υπόστασης και την συμπάθεια του πολιτισμένου κόσμου για όσα υπέστησαν. Με υπομονή και επιμονή εξασφάλισαν την οικειοποίηση του Ολοκαυτώματος… Με ανάλογο τρόπο, ίσως, θα μπορούσαμε, κι εμείς, να οικειοποιηθούμε την καταστροφή, σταθερό παρακολούθημα της ιστορίας του Ελληνισμού».