Ματαιότης ματαιοτήτων. Ετσι μας λένε από παλιά, έτσι διαβάζουμε στα βιβλία.
Όλα είναι μια ματαιότητα και ίσως δεν πρέπει να παίρνει κανείς στα σοβαρά τη ζωή.
Όμως, πώς να αντιδράσεις όταν διαβάζεις ότι ένας νέος άνθρωπος, ένας συνάδελφος από τα παλιά, ένας καλός φίλος που πέρασες χρόνια μαζί του στα δημοσιογραφικά γραφεία, φεύγει από τη ζωή αδόκητα;
Ο Βασίλης Τριανταφύλλου, διευθυντής στον όμιλο της Real, δεν χρειαζόταν καλά λόγια, και δεν θα τα ήθελε αν σήμερα δεν έφευγε από τη ζωή.
Αν και συνηθίζουμε πολλές φορές να λέμε καλά λόγια γι’ αυτούς που φεύγουν από κοντά μας, στην περίπτωση του Βασίλη τα λόγια είναι περιττά.
Τον γνώρισα το 2000 στην «Ημερησία». Όταν ξεκινούσε μια μεγάλη προσπάθεια για να φτιαχτεί μια σοβαρή, αξιοπρεπής και δυνατή πολιτικο-οικονομική εφημερίδα. Πήγα μικρός εκεί και ήταν ο προϊστάμενός μου στην ύλη. «Υλατζής» και ο ίδιος, φτιάξαμε μια ομάδα που στήριξε αυτή την προσπάθεια που γινόταν. Ο Βασίλης, η Ελένη, ο Νίκανδρος, ο Μιχάλης, ο Γιάννης παίρναμε τα κείμενα των συντακτών και τους δίναμε ζωή.
Και ο Βασίλης Τριανταφύλλου εκεί, να μοιράζει δουλειά, να λέει ιδέες, να οργανώνει βάρδιες, να στήνει σελίδες.
Εκείνες οι εποχές ήταν διαφορετικές. Στη δουλειά δεν μιλούσαμε μόνο για τη δουλειά. Λέγαμε για τη ζωή μας, για τα σπίτια μας, τα παιδιά που μεγάλωναν, τις αγωνίες μας. Μια «οικογένεια» που περνούσαμε πολλές ώρες, που είχε τις καλές και τις κακές στιγμές, τις κόντρες αλλά και τα γέλια.
Θυμάμαι τότε που ο γιος του, ο μονάκριβός του, πέρασε σε σχολή στο Αγρίνιο κι ο Βασίλης το έλεγε με χαρά αλλά και αγωνία που φεύγει το παιδί του από κοντά του.
Τον θυμάμαι να τρώει λιτά και να βρίζει γιατί είχε χοληστερίνη, αν και αδύνατος κι ευθυτενής.
Θυμάμαι την κοινή θλίψη όταν χάναμε νέους συναδέλφους, τον άλλο Βασίλη, τον Παναγιώτη και αργότερα τον Τριαντάφυλλο.
Πορευτήκαμε αρκετά χρόνια με τον Βασίλη Τριανταφύλλου, αυτός έφυγε και πήγε να υπηρετήσει από την πρώτη ημέρα λειτουργίας της την εφημερίδα Real.
Αλλά ποτέ δεν ξέχασε ούτε εκείνη την «οικογένεια», ούτε και τα μέλη της.
Βρισκόμασταν που και που και τα λέγαμε. Πάντα θυμάμαι έναν άνθρωπο αξιοπρεπή, ευγενή, έναν ήρεμο δημοσιογράφο.
Ο Βασίλης ασφαλώς θα λείψει περισσότερο από την οικογένειά του, την κανονική, αλλά και εκείνη στον όμιλο της Real που πέρασε πολλά χρόνια.
Αλλά θα λείψει και σε όσους τον γνώρισαν και δούλεψαν μαζί του. Οσους τσακώθηκαν και γέλασαν μαζί του. Οσους έβαλαν ένα μικρό πετραδάκι στη δημοσιογραφία μαζί του.
Γιατί… ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης.