Η Βουλή των Αντιπροσώπων παρέδωσε και επισήμως στη Γερουσία την απόφασή της να ασκήσει μομφή κατά του Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος θα γίνει έτσι ο πρώτος τέως πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών που θα δικαστεί από το Σώμα. «Ο Ντόναλντ Τζον Τραμπ ενεπλάκη σε σοβαρά εγκλήματα και πλημμελήματα, υποκινώντας τη βία κατά της κυβέρνησης των ΗΠΑ» είπε ο βουλευτής Τζέιμι Ράσκον παρουσιάζοντας την απόφαση της Βουλής ενώπιον των γερουσιαστών, οι οποίοι παρακολουθούσαν σιωπηλοί.
Θεωρητικά, εάν οι Ρεπουμπλικανοί είχαν πρόθεση να απαλλαγούν μια και καλή από τον Τραμπ και από τον «πονοκέφαλο» που τους προκαλεί ενδεχόμενη νέα υποψηφιότητά του στις εκλογές του 2024, τώρα θα είχαν μια πρώτης τάξης ευκαιρία να το πετύχουν. Και αυτό διότι μια καταδίκη του από τη Γερουσία θα σήμαινε πρακτικά ότι του αφαιρείται και το δικαίωμα να διεκδικήσει ξανά την προεδρία ή οποιοδήποτε σημαντικό δημόσιο αξίωμα. Το μόνο που απαιτείται για να γίνει αυτό είναι να βρεθούν 17 από τους 50 γερουσιαστές του κόμματος που θα ψηφίσουν ad hoc μαζί με τους Δημοκρατικούς, έτσι ώστε να επιτευχθεί η αναγκαία συνταγματικά πλειοψηφία των δύο τρίτων.
Ωστόσο, όλα δείχνουν πως το σενάριο της μαζικής «αποστασίας» και της καταδίκης συγκεντρώνει εξαιρετικά λίγες πιθανότητες – κυρίως επειδή ο κατηγορούμενος εξακολουθεί να διαθέτει φανατικό ακροατήριο και να συσπειρώνει σημαντικό τμήμα της βάσης του κόμματός του. Το παραδέχθηκε, άλλωστε, εμμέσως πλην σαφώς και ο Τζο Μπάιντεν, δηλώνοντας περίπου… μοιρολατρικά στο CNN ότι η δίκη του πολιτικού του αντιπάλου θα γίνει «γιατί πρέπει να γίνει».
Το αποτέλεσμα είναι ότι ο Τραμπ μπορεί πλέον να αισθάνεται πιο άνετα και έχει τη δυνατότητα να αφοσιωθεί στον σχεδιασμό των επόμενων κινήσεών του, οι οποίες θα καθορίσουν και το πολιτικό του μέλλον. Οπως σημειώνουν οι «New York Times», ο ίδιος «είναι αποφασισμένος να παραμείνει ένας ισχυρός παράγοντας στους Ρεπουμπλικανούς». Μάλιστα, σύμφωνα με την εφημερίδα, οι ελπίδες του αναζωπυρώθηκαν ύστερα από κάποιες απρόσμενες εξελίξεις.
Στο Οχάιο
Η μια αφορά την απόφαση του γερουσιαστή Ρομπ Πόρτμαν από το Οχάιο να μη διεκδικήσει την επανεκλογή του για μια τρίτη θητεία στις ενδιάμεσες εκλογές του 2022. Ετσι, καθώς ο 65χρονος Πόρτμαν ανήκει στην «παλιά φρουρά» και στη μετριοπαθή πτέρυγα των Ρεπουμπλικανών και ήταν μέλος της κυβέρνησης του Τζορτζ Μπους του νεότερου, δίνει τη δυνατότητα στον Τραμπ να προωθήσει κάποιον εκλεκτό του – εκμεταλλευόμενος και το γεγονός ότι το Οχάιο είναι η μοναδική Πολιτεία από τις τέσσερις του βιομηχανικού Βορρά που τον ψήφισε στις 3 Νοεμβρίου.
Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει, ανάμεσα στα άλλα, το σκεπτικό του Πόρτμαν. «Ζούμε σε μια ολοένα πιο πολωμένη χώρα, όπου τα μέλη των δύο κομμάτων εξωθούνται είτε πιο δεξιά είτε πιο αριστερά, κάτι που σημαίνει πως υπάρχουν πλέον πολύ λίγοι άνθρωποι οι οποίοι να αναζητούν κοινό τόπο» είπε χαρακτηριστικά, αποτυπώνοντας γλαφυρά την εικόνα που έχει διαμορφωθεί στην κοινωνία και στην πολιτική σκηνή των ΗΠΑ.
Την ίδια στιγμή, οι εκτιμήσεις ότι επίκειται «επέλαση» του Τραμπ με στόχο την «κατάκτηση» των Ρεπουμπλικανών ενισχύονται και από τις ανακοινώσεις έμπιστων συνεργατών του και πολιτικών συμμάχων του ότι θα διεκδικήσουν θέσεις κυβερνητών σε κάποιες Πολιτείες. Αυτό συμβαίνει στο Οχάιο – που βρίσκεται αντικειμενικά στο επίκεντρο της εσωκομματικής διαμάχης – αλλά και το Αρκανσο, όπου η τέως εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου Σάρα Χάκαμπι Σάντερς δήλωσε ήδη πως θα είναι υποψήφια.
Το οπλοστάσιο του Τραμπ περιλαμβάνει, όμως, άλλα δύο ατού: Το ένα είναι ότι ο ίδιος παραμένει ο μεγαλύτερος «μαγνήτης» για τους χρηματοδότες του κόμματος, με αποτέλεσμα να έχει στη διάθεσή του δεκάδες εκατομμύρια δολάρια για να χρηματοδοτήσει τις δράσεις του και τους εκλεκτούς του. Οσο για το άλλο, έχει να κάνει με την υιοθέτηση βασικών του «δογμάτων» από τον Μπάιντεν – όπως εκείνου που παραπέμπει στον οικονομικό πατριωτισμού, ο οποίος αποτυπώνεται ξεκάθαρα στο διάταγμα που υπέγραψε ο νέος πρόεδρος με τίτλο «Αγοράζουμε αμερικανικά».