Ηταν λίγο μετά τα Χριστούγεννα όταν άρχισαν οι πρώτες παραδόσεις εμβολίων στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης και η πρόεδρος της Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, έσπευδε να δηλώσει ότι επρόκειτο για μια «πραγματική ευρωπαϊκή επιτυχία» (a true European success story). Ενα μήνα αργότερα, με την Επιτροπή να έχει εμπλακεί σε μία αδιέξοδη διένεξη με την AstraZeneca, είναι πια φανερό ότι η πρόεδρός της είχε λίγο παρασυρθεί από τη φυσική ροπή της στην αυταρέσκεια, την κομπορρημοσύνη και τις δημόσιες σχέσεις: η «επιτυχία», για να παραφράσω τον Καβάφη, ήταν μισό πραγματική, μισό γυρνάμενη μες στο μυαλό της.
Από τις μέχρι τώρα πληροφορίες που έχουν δοθεί στη δημοσιότητα, με βάση τον κοινό νου, που ελπίζω ότι διαθέτω, αντιλαμβάνομαι ότι δύο παράγοντες ήσαν οι σημαντικότεροι στην υπόθεση της προμήθειας των εμβολίων: οι συμφωνίες με τους παραγωγούς και ο χρόνος στον οποίο αυτές συνήφθησαν. Τα συμβόλαια αυτά δεν έχουν δοθεί στη δημοσιότητα και ούτε είναι πολύ πιθανό να δοθούν, τουλάχιστον στην πληρότητά τους. Οι συμφωνίες με τις μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες πάντοτε έχουν ξεχωριστό χαρακτήρα και περιλαμβάνουν ιδιαίτερους όρους, αφενός λόγω της φύσεως του προϊόντος και, αφετέρου, λόγω του κινδύνου των δικαστικών διώξεων, που είναι πάντα αυξημένος στις περιπτώσεις νέων φαρμάκων.
Στην πολυσυζητημένη συνέντευξή του στην ιταλική «La Repubblica», ο διευθύνων σύμβουλος της AstraZeneca, Πασκάλ Σοριό, αποκάλυψε ότι η δέσμευση της εταιρείας του προς την ΕΕ ήταν να καταβάλει «την καλύτερη προσπάθειά της» (our best efforts) για την παράδοση των εμβολίων στον επιθυμητό χρόνο. Προσωπικώς, ακούω με πολλές επιφυλάξεις όσα υποστηρίζει ο Σοριό, διότι είναι εμφανές ότι ο άνθρωπος βάφει το μαλλί του (και μάλιστα μαύρο κορακί), όμως οι ειδικοί λένε ότι ο συγκεκριμένος όρος αποτελεί πλεονέκτημα για την εταιρεία. Οχι όμως απολύτως, διότι το ακριβές νόημά του προσδιορίζεται από τα συμφραζόμενα των συμβάσεων.
Το πρόβλημα είναι ότι μόνον τα αρμόδια δικαστήρια μπορούν να ορίσουν τις υποχρεώσεις που συνεπάγεται ο συγκεκριμένος όρος για την εταιρεία και μία δικαστική διαμάχη αυτού του είδους θα χρειαστεί χρόνια. Συνεπώς, το ένα που κρατώ εγώ είναι ότι η λύση για την ΕΕ και τους ευρωπαίους πολίτες βρίσκεται στη συνεργασία της Επιτροπής με την AstraZeneca και όχι στη διένεξη. Η συνεργασία ήταν άλλωστε που διευθέτησε ανάλογα προβλήματα με την Pfizer. Το φρόνιμο και το αποτελεσματικό θα ήταν να γίνει το ίδιο και με την AstraZeneca.
Ο χρόνος σύναψης των συμβολαίων ήταν ο δεύτερος κρίσιμος παράγων. Η Ευρώπη, παρότι βρήκε τον κατάλληλο μηχανισμό για να διαπραγματευθεί συνολικά τις προμήθειες, άργησε στις παραγγελίες. Η αργοπορία είχε σημασία, επειδή τα προβλήματα στην παραγωγή έπρεπε να θεωρούνται από την αρχή αναπόφευκτα. Η παραγωγή εμβολίου είναι διαδικασία απείρως δυσκολότερη υπόθεση από την παραγωγή, λ.χ., μιας μάσκας, πολύ περισσότερο όταν πρέπει να γίνει με ταχύτητα και σε ασυνήθιστα μεγάλες ποσότητες. Επομένως, όσοι συμφώνησαν πρώτοι είχαν και το πλεονέκτημα.
Στην ευρωπαϊκή καθυστέρηση φαίνεται ότι έπαιξε ρόλο και η τιμή. Το Ισραήλ πρόλαβε επειδή πλήρωσε όσο όσο. Οι ΗΠΑ, διαβάζω στο «Politico», πλήρωσαν διπλάσια τιμή για το εμβόλιο της AstraZeneca εν σχέσει με την Ευρώπη. Αξιζε τον κόπο η ευρωπαϊκή επιμονή για την καλύτερη τιμή; Τι να σας πω… Εδώ ο κοινός νους δεν αρκεί για να δοθεί απάντηση. Υποτίθεται, όμως, ότι η Ευρώπη έχει ένα ανώτερο σύστημα κοινωνικής πρόνοιας. Πόσο ανώτερο, εφόσον δεν μπορεί να προστατεύσει τους πολίτες της από την πανδημία, είναι πλέον κάτι ανοικτό στην αμφισβήτηση και θα εξαρτηθεί από την τελική έκβαση του «success story» της κ. Ούρσουλας…