Οικογενειακά φωτογραφικά άλμπουμ υπάρχουν σχεδόν σε κάθε σπίτι.
Αλλού σε περίοπτη θέση, αλλού κρυμμένα μέσα σε ντουλάπια ανάμεσα σε σκόρπιες φωτογραφίες.
Αρχειοθετημένα ή μη, «κρατάνε» μέσα ασπρόμαυρες ή έγχρωμες στιγμές -συνήθως- χαράς.
Στα τέλη του 20ου αιώνα, ένα συνοικιακό φωτογραφείο μπορεί να τύπωνε μέχρι και 700 φωτογραφίες καθημερινά.
Σήμερα, στην εποχή των αναρίθμητων ψηφιακών εικόνων, τυπώνει περίπου 100 κάθε εβδομάδα, σύμφωνα με τον Βασίλη Τσεσμετζή, ιδιοκτήτη ενός από τα παλαιότερα φωτογραφεία της Θεσσαλονίκης, το οποίο λειτουργεί από το 1948 στην περιοχή της Χαριλάου.
«Είναι ελάχιστοι πλέον οι άνθρωποι που έρχονται να εκτυπώσουν φωτογραφίες. Ίσως 5-10 εικόνες κυρίως με τα παιδιά», εξηγεί.
«Παλιά έρχονταν να τυπώσουν, ζητούσαν τεχνικές συμβουλές, σχολιάζαμε μαζί ό,τι είχαν τραβήξει. Έχει χαθεί αυτή η προσωπική σχέση», σημειώνει ο κ. Τσεσμετζής.
«Ο κόσμος τύπωνε φωτογραφίες και χαιρότανε», προσθέτει ο φωτογράφος-φωτορεπόρτερ Γιάννης Κουιτζόγλου, ο οποίος διατηρεί φωτογραφείο στο κέντρο της Θεσσαλονίκης από τα τέλη της δεκαετίας του 70.
«»Κλειδώνεις» τις αναμνήσεις τυπώνοντας στο χαρτί», σημειώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο φωτογράφος-φωτορεπόρτερ Μιχάλης Παππούς. Με τα περίπου εξήντα χρόνια εμπειρία στο χώρο, ο κ. Παππούς εκτιμά ότι η εκτύπωση φωτογραφιών αποτελεί μια «ασφαλιστική δικλείδα» που ακινητοποιεί τις στιγμές στη μνήμη.
Πήρε φως…
Ο υπολογιστής μπορεί να «κρασάρει», το κινητό να χαθεί αλλά οι εκτυπωμένες φωτογραφίες μένουν λένε συχνά οι λάτρεις της τυπωμένης φωτογραφίας.
Όμως και τα φιλμ είχαν τα προβλήματά τους.
Ο Μιχάλης Παππούς θυμάται αρχές του ’60 όταν δούλευε σε ένα φωτογραφείο στις Σέρρες:
«Είχε αναλάβει ένας κύριος από το Νέο Σούλι να τυπώσει καμιά δεκαριά φιλμ -12 στάσεων τότε το καθένα- από εκδηλώσεις της ευρύτερης περιοχής. Του είχαν αναθέσει να τις τυπώσει και του είχαν υποδείξει το φωτογραφείο μας. Εκείνος, περίεργος να δει τις φωτογραφίες, άνοιξε τα φιλμ και μας τα έφερε κατεστραμμένα. Φυσικά και δεν τυπώθηκε τίποτε…».
Στις περισσότερες περιπτώσεις όταν κάτι «παίρνει φως» είναι καλό. Στην περίπτωση των φιλμ είναι καταστροφικό.
Είναι βέβαιο ότι όποιος θυμάται τα φιλμ, θυμάται και περιπτώσεις που είτε «φαγώθηκαν»- καθώς δεν ήταν εύκολο να τοποθετηθούν- είτε «πήραν φως» και χάλασαν, «εξαφανίζοντας» δεκάδες στιγμές που οι πρωταγωνιστές τους ήθελαν να κρατήσουν, όπως μια πενταήμερη σχολική εκδρομή που δεν «εμφανίστηκε» ποτέ ή τα πρώτα γενέθλια του παιδιού.
«Οι περισσότεροι ερασιτέχνες φωτογράφοι μπορεί να κρατούσαν ένα 36άρι φιλμ όλη τη χρονιά και μετά το έφερναν για εκτύπωση. Επτά στα δέκα που έφταναν σε μας ήταν χαλασμένα», θυμάται ο κ. Παππούς.
Καλύτερο backup, το παραδοσιακό άλμπουμ
Οι φωτογράφοι, οι οποίοι οικονομικά επιβιώνουν πλέον κυρίως από εκδηλώσεις όπως γάμους και βαφτίσεις, προτρέπουν τους πελάτες τους να εκτυπώνουν φωτογραφίες, όχι για οικονομικούς λόγους.
«Το κέρδος μας είναι ελάχιστο», υπογραμμίζουν όλοι, αλλά για να μείνουν οι στιγμές.
«Αυτό που λέμε στους μεγαλύτερους πελάτες είναι ότι όλοι έχουν εκτυπωμένες φωτογραφίες από τα παιδικά τους χρόνια. Τα παιδιά τους θα έχουν;», επισημαίνει ο κ. Τσεσμετζής. «Έχει μαλλιάσει η γλώσσα μου να το λέω», προσθέτει ο κ. Κουιτζόγλου.
«Το κέρδος είναι πολύ μικρό για μας. Το προτείνω επειδή το πιστεύω. Έτσι θα σώσουν τις μνήμες τους. Τα παιδιά των παιδιών μας δε θα ανοίξουν ένα σκληρό δίσκο του ΄90, αν λειτουργεί, για να δουν εκείνες τις φωτογραφίες. Θα πρέπει να μετατρέπουν τα αρχεία και ελάχιστοι μπαίνουν σε αυτή τη διαδικασία», σημειώνει ο κ. Κουιτζόγλου και ο κ. Παππούς τονίζει ότι «καλύτερο back up από το παλιό παραδοσιακό άλμπουμ δεν υπάρχει».
Ο επιμελητής, προϊστάμενος συλλογών στο Momus-Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης Ηρακλής Παπαϊωάνου από την πλευρά του σημειώνει:
«Είναι ένα ερώτημα το πόσοι άνθρωποι θα τακτοποιήσουν τις εκκρεμότητές του με την ιστορική τους μνήμη».
Δηλώνει «μοιρασμένος ανάμεσα και στον υλικό κόσμο και τον άυλο», αλλά θεωρεί «μη αντιστρεπτή» την κυριαρχία των άυλων εικόνων.
Το τέλος της ιδιωτικότητας
Οι περισσότεροι κυρίως νέοι φωτογράφοι έχουν όλο το αρχείο τους σε ψηφιακή μορφή. «Δε νομίζω ότι θα είναι εύκολη η επιστροφή σε κάτι πιο υλικό.
Επειδή αυτό έχει ένα κόστος και επειδή είναι πολύ πιο εύκολα ανταλλάξιμη μέσω των κοινωνικών δικτύων», υπογραμμίζει ο κ. Παπαϊωάννου. Σύμφωνα με τον ίδιο για τη νέα γενιά η συζήτηση για εκτύπωση των φωτογραφιών είναι κάτι αφηρημένο.
«Οι νέοι θα διεκδικήσουν τη διατήρηση των αναμνήσεών τους με το δικό τους τρόπο. Με έναν υπολογιστή ή ένα νέφος».
Ο επιμελητής, προϊστάμενος συλλογών στο Momus-Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης, βάζει ακόμη μία διάσταση στο θέμα: Το τέλος της τυπωμένης φωτογραφίας σηματοδοτεί και το τέλος της ιδιωτικότητας.
«Ό,τι είναι τυπωμένο και αναλογικό είναι πραγματικά ιδιωτικό. Δεν μπορούμε να ισχυριστούμε το ίδιο και για το ψηφιακό», σημειώνει ο κ. Παπαϊωάννου.
Δεν είναι τυχαίο ότι οι περισσότεροι είχαν το φωτογραφείο της γειτονιάς, αλλά όταν ήθελαν να τυπώσουν φωτογραφίες ιδιαίτερα προσωπικές κατέφευγαν σε κάποιο… άγνωστο για να διατηρήσουν αυτήν ακριβώς την ιδιωτικότητα.
«Η ιδιωτικότητα έχει περιοριστεί και με δικιά μας πρωτοβουλία, ανοχή ή άγνοια», σημειώνει ο καθηγητής Φωτογραφίας στο Τμήμα Εικαστικών και Εφαρμοσμένων Τεχνών του ΑΠΘ Γιώργος Κατσάγγελος, προτρέποντας και ο ίδιος για εκτύπωση επιλεγμένων εικόνων.
«Ένα ζωγραφικό έργο μπορείς να το δεις στο ίντερνετ, αλλά είναι διαφορετικό να το δεις στο Μουσείο. Αντίστοιχο είναι και με τη φωτογραφία. Έχει διαφορετική δύναμη και αξία το αντικείμενο», επισημαίνει.