Ενας από τους μεγάλους της αμερικανικής δημοσιογραφίας, ο Μάρτιν Μπάρον, που οδήγησε την Washington Post, την Boston Globe και τη Miami Herald σε πολλά βραβεία Πούλιτζερ στη διάρκεια μιας μεγάλη καριέρας, στην οποία πρωτοστάτησε στην αποκάλυψη μυστικών προγραμμάτων παρακολούθησης από την Εθνική Υπηρεσία Ασφαλείας και σειράς σεξουαλικών κακοποιήσεων παιδιών μέσα στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, ανακοίνωσε χθες ότι συνταξιοδοτείται στις 28 Φεβρουαρίου. Τα τελευταία οκτώ χρόνια ήταν διευθυντής της Washington Post.
«Στα 66 μου αισθάνομαι έτοιμος να προχωρήσω» ανέφερε σε σημείωμά του προς τους εργαζομένους της εφημερίδας. Οπως είχε πει παλαιότερα, εντάχθηκε στην Post «με μεγάλο σεβασμό στην παράδοση θάρρους και ανεξαρτησίας που είχε η εφημερίδα, και με αίσθηση ότι πρέπει να τηρήσω τις αξίες της». Και πρόσθεσε απευθυνόμενους στους δημοσιογράφους: «Προσφέρετε την καλύτερη δημοσιογραφία. Αντισταθήκατε σε ατελείωτες κυνικές επιθέσεις στα γεγονότα και τα στοιχεία».
Ξεκίνησε ως διευθυντής της Washington Post τον Ιανουάριο του 2013, μερικές εβδομάδες πριν αρχίσει τη δεύτερη θητεία του στην προεδρία ο Μπαράκ Ομπάμα, και ολοκληρώνει την καριέρα του λίγο αφότου ο Ντόναλντ Τραμπ εγκατέλειψε τον Λευκό Οίκο. Ο Τραμπ έκανε συχνές επιθέσεις στην εφημερίδα στο πλαίσιο της προσπάθειάς του να υπονομεύσει την αξιοπιστία των Μέσων που του ασκούσαν κριτική, λέγοντας ότι δημοσιεύουν «fake news» και είναι «εχθροί του λαού». Το 2017 η Post υιοθέτησε το πρώτο επίσημο μότο της, στα 140 χρόνια της λειτουργίας της: «Η Δημοκρατία πεθαίνει στο σκοτάδι».
Ο Μάρτι, όπως τον λένε οι συνάδελφοί του, πριν μπει στην Post ήταν διευθυντής της Boston Globe επί 11 χρόνια, στη διάρκεια των οποίων η εφημερίδα κέρδισε 6 βραβεία Πούλιτζερ. Ηταν συντονιστής της ερευνητικής ομάδας της Boston Globe που αποκάλυψε σεξουαλικές κακοποιήσεις από ρωμαιοκαθολικούς ιερείς, αλλά και την προσπάθεια της Εκκλησίας να σκεπάσει το σκάνδαλο. Μια σειρά περισσότερων από 20 άρθρων χάρισε στην εφημερίδα το Πούλιτζερ του 2003. Η έρευνα αυτή αποτέλεσε και τη βάση του σεναρίου για την ταινία «Spotlight» που κέρδισε το Οσκαρ το 2015 – τον ρόλο του Μπάρον είχε υποδυθεί ο Λιβ Σράιμπερ.
Σε άρθρο του το 2016, ο Μπάρον παραδέχθηκε ότι ο Σράιμπερ είχε αποτυπώσει πολύ καλά τον χαρακτήρα του. «Με παρουσίασε ως στωικό, χωρίς χιούμορ, λίγο κατηφή τύπο. Πολλοί συνάδελφοί μου μού είπαν ότι έτσι ακριβώς είμαι και οι στενοί μου φίλοι το επιβεβαίωσαν» είχε γράψει.
Η Σάσα Φάιφερ, που είχε συνεργαστεί μαζί του σε εκείνη την έρευνα, χαρακτηρίζει τον Μπάρον ως «έναν σπάνιο, ιδεώδη συνδυασμό» χαρακτηριστικών που πρέπει να έχει ένας διευθυντής εφημερίδας. «Είναι γνωστό ότι Μάρτι δεν είναι θερμός» λέει. «Ομως είναι ένας από τους καλύτερους διευθυντές που είχα ποτέ, επειδή έχει μια εξαιρετική ηθική πυξίδα, ένα απίθανο ένστικτο του τι φτιάχνει μια ενδιαφέρουσα ιστορία και δείχνει να μην φοβάται τίποτα. Ξέρει πόσο δύσκολη είναι η καλή δημοσιογραφία».
Λίγο καιρό αφότου πήγε στην Washington Post, επέβλεψε μια έρευνα που θα κέρδιζε άλλο ένα Πούλιτζερ: μια σειρά άρθρων που αποκάλυψαν τις παγκόσμιες προσπάθειες παρακολούθησης πολιτών από την Εθνική Υπηρεσία Ασφαλείας των ΗΠΑ. Στην έρευνα συμμετείχαν 28 δημοσιογράφοι και βασίστηκε σε απόρρητα έγγραφα που διέρρευσε ο Εντουαρντ Σνόουντεν. «Δεν διστάσαμε στιγμή» είπε. «Αυτή η αποκάλυψη έγινε για το δημόσιο συμφέρον».
Στη διάρκεια της θητείας του «ανέστησε» την Washington Post, την οποία αγόρασε το 2013 ο Τζεφ Μπέζος της Amazon. H εφημερίδα πλέον έχει τρία εκατομμύρια ψηφιακούς συνδρομητές και απασχολεί περίπου 1.000 δημοσιογράφους – από 580 όταν ανέλαβε ο Μπάρον. Και τώρα; «Τώρα θα πάρω μια ανάσα και θα σκεφτώ πώς θέλω να περνάω τον χρόνο μου. Θα προσπαθήσω να μείνω ενεργός. Θα συνεχίσω να ασχολούμαι με τη δημοσιογραφία, από άλλo πόστο».