Είναι γεγονός ότι ο αγροδιατροφικός τομέας είναι από τους τομείς εκείνους της ελληνικής οικονομίας με μικρές απώλειες από την πανδημία, συγκριτικά με τον τουρισμό, την εστίαση και την ψυχαγωγία. Βεβαίως, η δραματική μείωση της δραστηριότητας στον τουρισμό περίπου κατά 80% περιόρισε τη ζήτηση αγροδιατροφικών προϊόντων, με αποτέλεσμα να σημειωθεί μείωση των εισαγωγών και αύξηση των εξαγωγών. Οι εξελίξεις αυτές δεν αφορούν όλα τα αγροτικά προϊόντα. Σε μερικά προϊόντα αυξήθηκε η ζήτηση και σε άλλα μειώθηκε, αλλά φαίνεται ότι με τις παρεμβάσεις του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων (ΥΠΑΑΤ) δεν δημιουργήθηκαν μείζονα προβλήματα στα αγροτικά εισοδήματα.
Οσον αφορά στις επιλογές του ΥΑΑΤ στο ζήτημα των αλλαγών της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, αυτές φαίνονται ισορροπημένες. Ειδικότερα, στο ζήτημα της στρεμματικής ενίσχυσης, η οποία αποτελεί εξαιρετικά σημαντική συμβολή στο αγροτικό εισόδημα, η διατήρηση των ιστορικών δικαιωμάτων ενίσχυσης των ελλήνων αγροτών είναι η κατάλληλη επιλογή στη σημερινή συγκυρία. Η αναστάτωση που θα προκαλούσε η αλλαγή του συστήματος ενισχύσεων στην εποχή της πανδημίας θα ήταν ενδεχομένως μεγαλύτερη από τα οφέλη.
Ωστόσο, πέρα από την πανδημία και την αντιμετώπισή της, πρέπει να γίνει κοινός τόπος ότι η σημαντικότερη μεταρρύθμιση στον αγροτικό τομέα είναι η ριζική βελτίωση της αγροτικής επαγγελματικής εκπαίδευσης (μόνο το 3% των αγροτών μας διαθέτει τέτοια εκπαίδευση – μ.ό. της ΕΕ 40%) και η πλήρης αναδιάρθρωση του συστήματος της συμβουλευτικής στήριξης των αγροτών μας, οι οποίοι σήμερα καταφεύγουν συνήθως για συμβουλές στα καταστήματα αγροτικών εισροών. Μια τέτοια μεταρρύθμιση μπορεί να περιληφθεί στο Σχέδιο Ανάπτυξης της χώρας και να χρηματοδοτηθεί από την ΕΕ.
Κανένας εκσυγχρονισμός, και μάλιστα με χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας, όπως πολύ σωστά επιδιώκει το ΥΠΑΑΤ, δεν πρόκειται να επιτύχει χωρίς να υπάρξει ενδυνάμωση των τεχνικών και διαχειριστικών δεξιοτήτων των ελλήνων παραγωγών. Καμιά προσπάθεια των αγροτών μας για δημιουργία ατομικών ή συλλογικών επιχειρηματικών σχημάτων (εταιρείες, ομάδες παραγωγών, συνεταιρισμοί κ.λπ.) δεν θα αναπτυχθεί χωρίς βελτίωση των γνώσεών τους για το διεθνές και εγχώριο περιβάλλον και την προσαρμογή τους στα νέα δεδομένα, ώστε να αντιμετωπίσουν τον εντεινόμενο διεθνή ανταγωνισμό. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το ανθρώπινο κεφάλαιο στον αγροδιατροφικό τομέα, όπως σε όλους τους τομείς της οικονομίας, αποτελεί τον πιο κρίσιμο παράγοντα ανάπτυξης και εκσυγχρονισμού.
Στη χώρα μας για ιστορικούς λόγους ο αγροτικός τομέας σχεδόν ποτέ δεν βρέθηκε στο κέντρο του πολιτικού ενδιαφέροντος, ούτε επιχειρήθηκαν διαρθρωτικές αλλαγές, ώστε, μεταξύ άλλων, να αναβαθμιστεί και το ανθρώπινο κεφάλαιο με ένα σύγχρονο σύστημα της αγροτικής εκπαίδευσης και συμβουλευτικής στήριξης, όπως έγινε σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Για τους ίδιους ιστορικούς λόγους, εξάλλου, το γενικότερο ενδιαφέρον για τα αγροτικά ζητήματα είναι πάντοτε περιορισμένο, παρότι αυτός ο τομέας είναι ζωτικής σημασίας για τη διατροφική ασφάλεια, για την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος και για την ανάπτυξη των πολιτιστικών παραδόσεων του λαού μας. Ενδιαφέρον προκαλείται δυστυχώς μόνον όταν οι αγρότες κλείνουν τους δρόμους, ενώ σε άλλες χώρες με πολύ λιγότερους αγρότες, όπως π.χ. στη Γαλλία ή στη Γερμανία, τα αγροτικά θέματα βρίσκονται συνεχώς στην πρώτη γραμμή του ενδιαφέροντος ολόκληρης της κοινωνίας.