Στα τέλη Αυγούστου του 2021 η Μεγάλη Βρετανία θα μπορεί να υποστηρίζει ότι απολαμβάνει ένα από τα πρώτα πλεονεκτήματα της εξόδου της από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Και αυτό γιατί τότε θα μπορεί να έχει καλύψει εμβολιαστικά έως και το 97% του ενήλικου πληθυσμού της. Την ίδια στιγμή η ευρωπαϊκή χώρα με τις καλύτερες επιδόσεις, η Μάλτα, θα έχει καλύψει μόλις το 35%, ενώ χώρες όπως η Γερμανία και η Γαλλία θα βρίσκονται στο 17% και 21% αντίστοιχα.
Εάν δούμε τα ίδια στοιχεία σε σχέση με το πότε οι χώρες θα έχουν πετύχει εμβολιασμό του 70% του ενήλικου πληθυσμού τους, ποσοστό που θεωρείται ότι προσφέρει μια σημαντική ανοσία στην κοινότητα, τότε θα δούμε ότι με τους σημερινούς ρυθμούς εμβολιασμού ενώ η Βρετανία θα το έχει πετύχει στο τέλος του καλοκαιριού, η Μάλτα θα το πετύχει τον Ιούλιο του 2022, η Γαλλία τον Μάιο του 2023 και η Γερμανία τον Ιανουάριο του 2024.
Για να δώσουμε και ένα άλλο μέτρο σύγκρισης: στις 31 Ιανουαρίου η Βρετανία είχε εμβολιάσει το 14,42% του πληθυσμού της σε σύγκριση με το 2,95% της Γερμανίας και το 2,25% της Γαλλίας.
Φυσικά, τα στοιχεία αυτά «φωτογραφίζουν» μια δεδομένη στιγμή και είναι πιθανό με την αύξηση της παραγωγής εμβολίων σταδιακά αυτοί οι ρυθμοί να τροποποιηθούν. Όμως, η πραγματικότητα είναι ότι η Ευρώπη απέτυχε να δείξει ότι μπορούσε να κινηθεί συντονισμένα και ταυτόχρονα αποτελεσματικά.
Η αποτυχία της αλληλεγγύης
Υποτίθεται ότι η λέξη κλειδί στη στρατηγική της ΕΕ για τα εμβόλια για την Covid-19 ήταν η αλληλεγγύη. Άλλωστε, στην ένωση είχε στοιχίσει ακριβά τόσο το γεγονός ότι στην αρχή της πανδημίας είχε υπάρξει πολύ μεγάλη απουσία συντονισμού και αλληλοϋποστήριξης, με τις χώρες να κλείνουν σύνορα μονομερώς και διαγκωνίζονται για την προμήθεια μασκών και προστατευτικού εξοπλισμό ενώ κόστος είχε και η παρατεταμένη διαπραγμάτευση για το «Ταμείο Ανάκαμψης» που θα μπορούσε κάπως να αντισταθμίσει τις αρνητικές οικονομικές επιπτώσεις των περιοριστικών μέτρων.
Στην πραγματικότητα μέτρησε ιδιαίτερα το γεγονός ότι οι ΗΠΑ φάνηκαν ιδιαίτερα γρήγορες στο να απευθυνθούν πολύ νωρίς σε φαρμακοβιομηχανίες υποσχόμενες γενναίες χρηματοδοτήσεις και η Ευρώπη φαινόταν να μένει πίσω σε μια κούρσα για το εμβόλιο που ξεκίνησε σχεδόν με το ξέσπασμα της πανδημίας. Ιδίως όταν υπήρξαν περιστατικά όπως η ταχύτητα με την οποία οι ΗΠΑ προσέγγισαν εταιρείες όπως η γερμανική CureVac προσφέροντας μεγάλα ποσά. Για «τραυματική εμπειρία» θα μιλήσει η γερμανική εφημερίδα Die Welt. Τα πράγματα έγιναν ακόμη χειρότερα όταν οι αμερικανοί πλησίασαν και την Sanofi, το «πετράδι του στέμματος» της γαλλικής φαρμακοβιομηχανίας.
Στην Ευρώπη κυριάρχησε ένας φόβος ότι θα μείνει έξω από την πρόσβαση στα εμβόλια. Απέναντι σε αυτό η σκέψη ήταν ότι θα μπορούσε να συνενωθεί η αγοραστική δύναμη αθροιστικά των χωρών της ΕΕ για να μπορέσουν να διαπραγματευθούν αποτελεσματικότερα.
Ενδιαμέσως βέβαια ξαναζήσαμε εικόνες της Ευρώπης των πολλών ταχυτήτων. Γερμανία και Γαλλία και αργότερα Ολλανδία και Ιταλία, ανακοίνωσαν μια συμφωνία για 300-400 εκατομμύρια δόσεις του εμβολίου της AstraZeneca. Παρότι αυτοπαρουσιάστηκε ως μια «συμπεριληπτική συμμαχία», η κίνηση αυτή θα προκαλέσει αρκετή οργή στις άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.
Ως αποτέλεσμα των αντιδράσεων επιλέχτηκε τελικά να είναι η ΕΕ αυτή που θα προμηθευόταν τα εμβόλια. Όμως, οι τέσσερις χώρες της «συμπεριληπτικής συμμαχίας» διατήρησαν πρωτεύοντα ρόλο. Η διαπραγμάτευση με τις εταιρείες ανατέθηκε στην αναπληρώτρια διευθύντρια του τμήματος εμπορίου της Επιτροπής, που είχε διαπραγματευτεί και την εμπορική συμφωνία με τις χώρες της Mercosur.
Η διαπραγμάτευση δεν ήταν εύκολη, σε μεγάλο βαθμό γιατί η ΕΕ ήθελε ευνοϊκές τομές και δεν ήθελε να προσφέρει στις εταιρείες μια απαλλαγή από τη νομική ευθύνη κατά τρόπο ανάλογο με αυτόν απολαμβάνουν στις ΗΠΑ, με δεδομένο και το «αντιεμβολιαστικό» ρεύμα στην Ευρώπη.
Αναπαραγωγή ανταγωνισμών
Την ίδια στιγμή διάφορα προβλήματα προέκυπταν. Οι αρχικές συμφωνίες έγιναν στον ορίζοντα του εμβολίου της AstraZeneka που χρησιμοποιούσε μια σχετική συμβατική τεχνολογία, ήταν φτηνότερο και ήταν εύκολο στη μεταφορά.
Όμως, η Γερμανία ήθελε να στηρίξει ιδιαίτερα την παραγωγή εμβολίων mRNA στη Γερμανία και ανακοίνωσε μεγάλες χρηματοδοτήσεις και στην BioNTech και την CureVac, παρά τις αντιδράσεις χωρών που υποστήριζαν ότι ήταν προτιμότερο να ευνοηθούν πιο φτηνά εμβόλια που παράγονται από δοκιμασμένες τεχνολογίες.
Τελικά οι ανακοινώσεις πρώτα της BioNTech/Pfizer και λίγο αργότερα της Moderna θα επιταχύνουν και την ευρωπαϊκή κίνηση.
Ωστόσο, σε όλα αυτά μέτρησε και το μέγεθος της σχετικής αγοράς αλλά και ο τρόπος που κινήθηκαν οι αμερικανικές αρχές που έδωσαν μεγάλη έμφαση στο να επιταχύνουν τη διαδικασία αλλά και να προσεταιριστούν ουσιαστικά τις εταιρείες.
Χαρακτηριστικό το παράδειγμα της BioNTech/Pfizer. Η Pfizer δεν είχε λάβει χρηματοδοτήσεις από την αμερικανική κυβέρνηση, όμως η BioNTech είχε λάβει δάνειο από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και χρηματοδότηση από τη γερμανική κυβέρνηση. Παρ’ όλα αυτά προτίμησαν να συντονιστούν για τις κλινικές δοκιμές με την αμερικανική FDA παρά με την αντίστοιχη ευρωπαϊκή αρχή EMA). Ούτε είναι τυχαίο ότι η εταιρεία υπέβαλε την πρώτη αίτηση έγκριση στις αμερικανικές αρχές και στη συνέχεια στις ευρωπαϊκές.
Χαρακτηριστική και η αντιπαράθεση ανάμεσα σε Βερολίνο και Παρίσι. Γερμανοί πολιτικοί κατηγόρησαν τη Γαλλία ότι δεν επέτρεψε να αγοραστεί μεγαλύτερος αριθμός εμβολίων της Pfizer/BioNTech για να υπάρξει και μεγάλος αριθμός δόσεων από το εμβόλιο της γαλλικής Sanofi (που δεν έχει ακόμη ολοκληρώσει τις δοκιμές του), κάτι που προκάλεσε οργισμένες διαψεύσεις της γαλλικής πλευράς.
Οι καθυστερήσεις
Παρότι η διαπραγμάτευση εξασφάλισε σχετικά καλές τιμές, εντούτοις υπήρξε καθυστέρηση σε σχέση με τις ΗΠΑ και τη Βρετανία.
Πιο γρήγορη χώρα ήταν η Βρετανία κατά βάση γιατί δεν ακολούθησε τυπική διαδικασία έγκρισης. Η αρμόδια ρυθμιστική αρχή έδωσε προσωρινή άδεια στο εμβόλιο της BioNTech/Pfizer στη βάση των στοιχείων από την Γ΄ Φάση των κλινικών δοκιμών.
Το αποτέλεσμα ήταν οι εμβολιασμοί στην ΕΕ να ξεκινήσουν σχεδόν τρεις εβδομάδες μετά τη Βρετανία και δύο εβδομάδες μετά τις ΗΠΑ.
Αντίστοιχες καθυστερήσεις αποτυπώνουν και οι προγραμματισμένοι ρυθμοί παράδοσης. Η Ευρωπαϊκή Ένωση είχε κάνει μεγαλύτερες αρχικές παραγγελίες σε σχέση με τις ΗΠΑ εντούτοις οι προγραμματισμένες παραλαβές δείχνουν ότι οι ΗΠΑ θα παραλαμβάνουν τις δικές τους δόσεις γρηγορότερα.
Την ίδια στιγμή εμφανίστηκαν και οι πρώτες αναγγελίες των εταιρειών για δυσκολίες στην παράδοση του συνόλου των δόσεων στις συμφωνημένες ημερομηνίες. Αποκορύφωμα η αντιπαράθεση ανάμεσα στην AstraZeneka και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τους ρυθμούς παράδοσης που μετατράπηκε και σε αντιπαράθεση ΕΕ και Βρετανίας με τις δύο πλευρές να συζητούν ακόμη και για φραγμούς στα σύνορα για να εξασφαλίσουν τα σχετικά εμβόλια. Άλλες χώρες θα κατηγορήσουν τη Γερμανία για τις διμερείς συμφωνίες που έχει κάνει για να προμηθευθεί σημαντικό αριθμό επιπλέον δόσεων εμβολίων της Pfizer/BioNTech και της Moderna.
Τα όρια της διαπραγμάτευσης
Πολλοί θα κατηγορήσουν την Ευρωπαϊκή Ένωση για τον τρόπο που προνομιμοποίησε μια διαπραγμάτευση που εκτός όλων των άλλων επικέντρωσε και στη φτηνή τιμή σε μια αγορά που σε μεγάλο βαθμό θα καθοριζόταν και από το πόσο γρήγορα θα κινούνταν οι χώρες και πόσο διατεθειμένες θα ήταν να πληρώσουν παραπάνω.
Για αναλυτές όπως ο Wolfgang Münchau το πρόβλημα είναι ότι μπορεί να υπήρξε εξοικονόμηση χρημάτων αλλά η παράταση των περιοριστικών μέτρων εξαιτίας της έλλειψης εμβολίων, τελικά θα έχει μεγαλύτερο κόστος, ενώ επιπλέον με την όλη εικόνα που διαμόρφωσε μάλλον προσέφερε επιχειρήματα στους πολέμιους της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης παρά στους υποστηρικτές της.
Όλα αυτά θα έχουν και κόστος στους πολιτικούς που διαχειρίστηκαν την όλη υπόθεση. Σύμφωνα με το αρθρογράφο των Financial Times Gideon Rachman στη μεν Γερμανία ο Άρμιν Λάσετ, πιθανότερος υποψήφιος καγκελάριος των Χριστιανοδημοκρατών, μετά την εκλογή του στην ηγεσία της CDU εν μέρει χρεώνεται την επιλογή να ανατεθεί στην Ευρώπη η διαχείριση της προμήθειας εμβολίων, ενώ και στη Γαλλία ο Εμανουέλ Μακρόν εισπράττει το σχετικό κόστος, σε συνδυασμό με την αποτυχία να υπάρξει μέχρι τώρα και γαλλικό εμβόλιο.