Πολύ σύντομα η Τουρκία πρόκειται να αποκτήσει νέο πρεσβευτή στην Ουάσιγκτον. Εάν μάλιστα δεν μεσολαβήσει κάποια έκπληξη, αυτός που θα κληθεί να καθίσει στη «φλεγόμενη» καρέκλα είναι ο Μουράτ Μερκάν, ο οποίος από το 2017 ηγείται της αμερικανικής διπλωματικής αποστολής στο Τόκιο. Είναι γεγονός βεβαίως ότι ο 62χρονος πρώην ακαδημαϊκός Μερκάν δεν ανήκει στους διπλωμάτες καριέρας. Διαθέτει όμως άλλα προσόντα, τα οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση μπορούν να κάνουν τη διαφορά – με κυριότερο απ’ όλα ότι απολαμβάνει την απόλυτη εμπιστοσύνη του Ταγίπ Ερντογάν και έχει απευθείας δίαυλο επικοινωνίας μαζί του.
Η σημασία αυτού του διορισμού – ο οποίος ανακοινώθηκε στις 8 Δεκεμβρίου, περίπου έναν μήνα μετά τη νίκη Μπάιντεν στις εκλογές – είναι σαφής. Ο Ερντογάν γνωρίζει καλά ότι τώρα που δεν υπάρχει ο Τραμπ για να συνεννοείται προσωπικά μαζί του, πρέπει να βρει άλλον τρόπο για να διασφαλίσει ότι δεν θα έχει τις Ηνωμένες Πολιτείες απέναντί του, καθώς έτσι θα είναι ευάλωτος ανά πάσα στιγμή – πολιτικά, στρατιωτικά και οικονομικά. Ο Αμερικανοί και ο νέος πρόεδρός τους, από την άλλη, είναι σαφές πως δεν προτίθενται να χαρίσουν στους ανταγωνιστές και αντιπάλους τους, όπως η Ρωσία, την παραδοσιακή τους σύμμαχο και μια χώρα με τόσο μεγάλη επιρροή και σε καίρια θέση.
Το συμπέρασμα είναι περίπου αυτονόητο: Πριν από οτιδήποτε άλλο, Ουάσιγκτον και Αγκυρα θα εξαντλήσουν τις δυνατότητες να βρουν κοινό τόπο και να ξαναφτιάξουν τις σχέσεις τους. Θα το κάνουν δε όχι με βάση τα δεδομένα του προηγούμενου αιώνα, όταν τα πραξικοπήματα στην Τουρκία διαδέχονταν το ένα το άλλο και η χώρα ήταν αδύναμη οικονομικά, αλλά στο φόντο των νέων δεδομένων.
Τι απαιτείται λοιπόν, ανάμεσα σε όλα τα άλλα, για να ξεκινήσει ένας τέτοιου τύπου διάλογος; Μα φυσικά, κλίμα εμπιστοσύνης και άνθρωποι οι οποίοι όχι απλώς θα εννοούν αυτά που θα λένε, αλλά θα εκφράζουν χωρίς… αστερίσκους και ενδιαμέσους τις προθέσεις και τη βούληση των ηγετών των δύο χωρών. Οπως δε εύκολα μπορεί να καταλάβει κανείς, αυτό ισχύει πρωτίστως για την Τουρκία, μια και στην περίπτωση των ΗΠΑ υπάρχει ένα δομημένο θεσμικό σύστημα που δεν επιτρέπει ιδιαίτερες αποκλίσεις του εκάστοτε υπουργού Εξωτερικών από τον πρόεδρο – στη συγκεκριμένη περίπτωση, του Αντονι Μπλίνκεν από τον Τζο Μπάιντεν.
Το προφίλ του
Ο Μερκάν λοιπόν φαίνεται πως πληροί τις αναγκαίες προϋποθέσεις. Υπήρξε ιδρυτικό στέλεχος του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ), βρέθηκε στο επιτελείο του νυν προέδρου από τότε που εξελέγη δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης το 1993, ενώ διαθέτει και διεθνή εμπειρία.
Παρά δε το γεγονός ότι η σύζυγός του, Ιντσί, θα είναι πιθανότατα η πρώτη από αυτή τη θέση η οποία θα εμφανιστεί στην Ουάσιγκτον φορώντας ισλαμική μαντίλα, ο ίδιος θεωρείται σχετικά μετριοπαθής ισλαμιστής. «Είμαστε συντηρητικοί δημοκράτες και όχι ισλαμιστές. Ξέρετε, όπως οι Χριστιανοδημοκράτες στη Γερμανία» είχε πει ο ίδιος μιλώντας σε ξένους δημοσιογράφους τα 2002, λίγο μετά την εκλογική νίκη του ΑΚΡ που το έφερε στην κυβέρνηση.
«Υστερα από μια περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας η Αγκυρα έμοιαζε σχεδόν να επιδιώκει να ανταγωνιστεί την Ουάσιγκτον, η υιοθέτηση μιας πιο διπλωματικής προσέγγισης στη διπλωματία αποτελεί ένα καλό σημάδι, έστω και εάν δεν θα είναι αρκετό για να αποκαταστήσει τις σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας» σχολίασε ο Νίκολας Ντάνφορθ, συνεργάτης του ΕΛΙΑΜΕΠ, μιλώντας στο δίκτυο Al-Monitor και στην Αμπερίν Ζαμάν.
Η αλήθεια βεβαίως είναι πως η επιλογή του Μερκάν προκάλεσε έκπληξη σε ορισμένους – άλλωστε έχει συνεργαστεί στενά και με τον πρώην πρόεδρο και νυν πολιτικό αντίπαλο του Ερντογάν, Αμπντουλάχ Γκιουλ – και αντιδράσεις σε κάποιους άλλους. Ο «σουλτάνος» ωστόσο φαίνεται να ξέρει τι θέλει.
Αφήστε που, εκτός των άλλων, κάποιες πληροφορίες θέλουν τον εκλεκτό του να έχει στενές σχέσεις και με την Τεχεράνη, κάτι που σημαίνει ότι μπορεί να προσφέρει πολύτιμες υπηρεσίες και σε αυτό το μέτωπο, μια και ο Μπάιντεν έχει διαμηνύσει πως θέλει να βάλει ξανά το Ιράν στο παιχνίδι…