Σε εγρήγορση βρίσκεται η κυβέρνηση καθώς καλείται να διαχειριστεί τις εκτιμήσεις των ειδικών που φοβούνται εκτίναξη των κρουσμάτων και την κραυγή αγωνίας του εμπορικού κόσμου που προεξοφλούν ότι ένα νέο κλείσιμο θα οδηγήσει σε νέα, μαζικά λουκέτα.
Η επιδείνωση της επιδημιολογικής κατάστασης της χώρας έχει προκαλέσει πονοκέφαλο στους λοιμωξιολόγους οι οποίοι μελετούν ποιο θα είναι το αποτελεσματικότερο κοκτέιλ μέτρων που θα πρέπει να επιβληθεί προκειμένου να ελεγχθεί η πανδημία του κοροναϊού.
Η Αττική στη μάχη με την πανδημία συνεχίζει να βρίσκεται σε οριακή κατάσταση, με το ενδεχόμενο λήψης νέων μέτρων μέχρι το τέλος της εβδομάδας να φαντάζει πιο πιθανό από ποτέ.
Χθες ΕΟΔΥ ανακοίνωσε για δεύτερο συνεχόμενο 24ωρο τετραψήφιο αριθμό νέων κρουσμάτων και η Αττική «μετρούσε» ξανά περισσότερες από τις μισές νέες μολύνσεις (σ.σ. και συγκεκριμένα 612 από τις συνολικές 1.151) με την εικόνα στην «καρδιά» της πρωτεύουσας να είναι αποκαρδιωτική.
Στο τραπέζι νέα μέτρα
Βλέποντας τα κρούσματα να κυμαίνονται σε ιδιαίτερα ανησυχητικά επίπεδα -μάλιστα για δεύτερη συνεχή ημέρα ο αριθμός τους ήταν τετραψήφιος– και τις μεταλλάξεις να εξαπλώνονται, οι λοιμωξιολόγοι βρίσκονται σε επαγρύπνηση, παρουσιάζοντας την Πέμπτη και την Παρασκευή την εισήγησή τους προς την κυβέρνηση, η οποία θα έχει τον τελευταίο λόγο, για έκτακτα μέτρα, τα οποία δεν αποκλείεται να θυμίζουν… εποχές Μαρτίου.
Οι ειδικοί εμφανίζονται διχασμένοι ως προς την αυστηρότητα των μέτρων που πρέπει να επιβληθούν. Τα σχολεία είναι το κύριο πεδίο διαφωνίας τους, με κάποιους από αυτούς να ζητούν άμεσο κλείσιμο όλων των σχολικών μονάδων – σενάριο που δεν φαίνεται να προκρίνεται πάντως.
Στο τραπέζι βρίσκεται το σενάριο η απαγόρευση της κυκλοφορίας να ξεκινά από τις 6:00 το απόγευμα και στο λεκανοπέδιο, ενώ η πιθανότητα ενός νέου κλεισίματος της αγοράς και των σχολείων βρίσκεται προ των πυλών.
Αρκετοί είναι αυτοί, δε, που ζητούν και ολικό lockdown στη χώρα για δύο με τρεις εβδομάδες ώστε να μειωθεί το ιικό φορτίο και να μην πιεστεί το Σύστημα Υγείας.
«Καμπανάκι» Τσιόδρα
Την ανησυχητική επιδημιολογική εικόνα που παρουσιάζει η Αττική περιέγραψε ο Σωτήρης Τσιόδρας, ενημερώνοντας την Επιτροπή Διαφάνειας και Θεσμών της Βουλής για την εξέλιξη της πανδημίας.
«Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι δεν έχουμε τελειώσει με τον ιό, είναι εδώ και θα μας ταλαιπωρήσει και θα μας πιέσει ακόμη» ανέφερε o καθηγητής, εκφράζοντας την άποψη πως τελικά θα επικρατήσουν οι μεταλλάξεις. Εμφανίστηκε ιδιαίτερα ανήσυχος για την κατάσταση στην Αττική, όπου -όπως είπε – τα ενεργά κρούσματα είναι πάνω από 4.000, ενώ υπάρχει αυξητική τάση στις νέες νοσηλείες.
Όπως εξάλλου είπε, οι εκτιμήσεις είναι ότι αυτήν την εβδομάδα τα κρούσματα θα είναι 7.000 έως 8.000 πανελλαδικά. Για τις μεταλλάξεις είπε ότι έχει δημιουργηθεί δίκτυο και τα ποσοστά σε επιλεγμένα δείγματα έφτασαν, κάποια στιγμή, και το 40%. «Το δεύτερο κύμα ήταν διαφορετικό από το πρώτο, όσον αφορά τις μεταλλάξεις» είπε ο κ. Τσιόδρας και ζήτησε να τηρούνται τα μέτρα και να υπάρχει επαγρύπνηση μέχρι το τέλος Μαρτίου, γιατί «μπορεί να έχουμε πρόβλημα», με τις μεταλλάξεις.
Η κατάσταση στη χώρα
Σύμφωνα με χθεσινή ανακοίνωση του Εθνικού Οργανισμού Δημόσιας Υγείας (ΕΟΔΥ), το τελευταίο 24ωρο καταγράφηκαν 1.151 νέα κρούσματα της λοίμωξης του νέου κοροναϊού (COVID-19), εκ των οποίων 8 εντοπίστηκαν κατόπιν ελέγχων στις πύλες εισόδου της χώρας.
Ο συνολικός αριθμός των κρουσμάτων ανέρχεται στα 159.866, εκ των οποίων 52.0% άνδρες. Κατά την ιχνηλάτιση βρέθηκε ότι 5.999 (3.8%) θεωρούνται σχετιζόμενα με ταξίδι από το εξωτερικό και 50.438 (64.1%) είναι σχετιζόμενα με ήδη γνωστό κρούσμα.
Την ίδια στιγμή, 246 άτομα νοσηλεύονται διασωληνωμένοι. Η διάμεση ηλικία τους είναι 70 έτη. 177 (72.0%) εκ των διασωληνωμένων είναι άνδρες.
To 86.6% των διασωληνωμένων έχει υποκείμενο νόσημα ή είναι ηλικιωμένοι 70 ετών και άνω.
Στο μεταξύ, 1.138 ασθενείς έχουν εξέλθει από τις ΜΕΘ από την αρχή της πανδημίας.
Τέλος, έχουμε 27 νέους θανάτους από τη νόσο COVID-19, φθάνοντας τους 5.878 θανάτους συνολικά στη χώρα, εκ των οποίων 3.457 (58.8%) άνδρες.
Η διάμεση ηλικία των θανόντων συμπολιτών μας ήταν τα 79 έτη και το 95.5% είχε κάποιο υποκείμενο νόσημα ή/και ηλικία 70 ετών και άνω.