Δεν ήταν αναμφίβολα η καλύτερη στιγμή του Ζοσέπ Μπορέλ. Ο Ύπατος Εκπρόσωπος της ΕΕ για τις Εξωτερικές Υποθέσεις και την Πολιτική Ασφάλειας, βρέθηκε να δέχεται τα πυρά του ίδιου του επικεφαλής της Ρωσικής διπλωματίας Σεργκέι Λαβρόφ.
Την κρίσιμη «πάσα» την έκανε μια ερώτηση δημοσιογράφου του Sputnik κατά τη διάρκεια της κοινής συνέντευξης Τύπου των δύο ανδρών. Η ερώτηση αφορούσε την Κούβα, ο Μπορέλ έσπευσε να απαντήσει ότι η ΕΕ «απορρίπτει το εμπάργκο των ΗΠΑ στην Κούβα» και φυσικά ο Λαβρόφ δεν έχασε την ευκαιρία να καταγγείλει τη λογική των κυρώσεων και να κατηγορήσει την ΕΕ ότι χρησιμοποιεί τις μεθόδους των ΗΠΑ.
Ο Λαβρόφ δεν έμεινε μόνο σε αυτό. Υπογράμμισε ότι σταδιακά «συνηθίζουμε το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση προσπαθεί να επιβάλει μονομερείς περιορισμούς, παράνομους περιορισμούς και προχωράμε με βάση την εκτίμηση ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ένας αφερέγγυος εταίρος».
Και βέβαια μόνο τυχαίο δεν ήταν το ξέσπασμα του ιδιαίτερα έμπειρου Λαβρόφ. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι σε μεγάλο βαθμό αυτό ακριβώς επιδίωκε από αυτήν τη συνάντηση.
Ούτε ήταν τυχαίο ότι την ίδια μέρα, για να κάνει ακόμη πιο σαφές το μήνυμα, η Ρωσία απέλασε διπλωμάτες από τη Γερμανία, την Πολωνία και τη Σουηδία κατηγορώντας τους ότι είχαν παρευρεθεί στις κατά τη ρωσική κυβέρνηση παράνομες διαδηλώσεις σε υποστήριξη του αντιπολιτευόμενου πολιτικού Ναβαλνι που πρόσφατα καταδικάστηκε σε φυλάκιση από ρωσικό δικαστήριο, ύστερα από την επιστροφή του από τη Γερμανία όπου νοσηλευόταν, κατά τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις μετά από ρωσική επίθεση με κάποιου είδους νευροτοξικό παράγοντα, κάτι που η ρωσική κυβέρνηση αρνείται επίμονα όλο προηγούμενο διάστημα.
Η φόρτιση της υπόθεσης Ναβάλνι
Πλάι στις ήδη υπάρχουσες κυρώσεις σε σχέση με την προσάρτηση της Κριμαίας, η υπόθεση Ναβάλνι ήρθε να επιδεινώσει τις ρωσο-ευρωπαϊκές σχέσεις, ιδίως από τη στιγμή που ήταν η ίδια η Άνγκελα Μέρκελ που βγήκε και δήλωσε ότι «πέραν αμφιβολίας» ο Ναβάλνι ήταν θύμα απόπειρας δολοφονίας με νευροτοξικό παράγοντα και ζήτησε από τη Ρωσία να δώσει απαντήσεις.
Η ίδια η Ρωσική πλευρά επιμένει ότι όλα αυτά δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα και ότι η μεταχείριση του Ναβάλνι, όπως π.χ. η πρόσφατη καταδίκη του σε φυλάκιση, γίνεται στη βάση του ισχύοντος νομικού πλαισίου της Ρωσίας. Αντίστοιχα ως προς την καταστολή των αντικυβερνητικών διαδηλώσεων τις προηγούμενες μέρες, ο εκπρόσωπος του Ρώσου προέδρου Ντμίτρι Πεσκόφ υποστήριξε ότι υπάρχουν στη Ρωσία περιορισμοί ως προς τις διαδηλώσεις ως μέτρο για την πανδημία και θύμισε ότι στις περισσότερες χώρες έχουν απαγορευτεί οι συναθροίσεις εξαιτίας των περιορισμών για την πανδημία.
Γι’ αυτό και ο Πεσκόφ υπογράμμισε ότι το αίτημα του Τζο Μπάιντεν να αποφυλακιστεί ο Ναβάλνι είναι μια «πολύ επιθετική και καθόλου επικοικοδομητική ρητορική» και ότι «είναι απολύτως απαράδεκτοι οποιοιδήποτε υπαινιγμοί ενός τελεσιγράφου».
Από την άλλη, τόσο για τις ΗΠΑ όσο και για αρκετές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, η υπόθεση αυτή αποδεικνύει ότι η Ρωσία συμπεριφέρεται με τρόπους που παραβιάζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα και αυτό καθιστά τη Ρωσία υπόλογη και επιβάλλει κυρώσεις.
Αυτό αντιστοιχεί σε ένα συνολικότερο μοτίβο των τελευταίων ετών που θέλει την εσωτερική πολιτική συγκρότηση, την τήρηση ή μη των κανόνων του κράτους δικαίου και την ύπαρξη ή όχι δημοκρατίας να αποτελεί στοιχείο καθοριστικό στην εξωτερική πολιτική και παράγοντας που μπορεί να σημάνει ακόμη και κυρώσεις.
Όμως, δεν μπορεί να σταματήσει ο Nord Stream 2
Βέβαια την ίδια στιγμή η ΕΕ δεν είναι ακριβώς έτοιμη για μια πλήρη ρήξη με τη Ρωσία. Ιδίως εκεί όπου ευρωπαϊκές κυβερνήσεις θεωρούν ότι διακυβεύονται μεγάλα οικονομικά συμφέροντα.
Το παράδειγμα με τον αγωγό Nord Stream 2 είναι πολύ χαρακτηριστικό. Ο νέος ηγέτης της CDU Άρμιν Λάσετ, πιθανότερος υποψήφιος της γερμανικής κεντροδεξιάς για την καγκελαρία στις εκλογές του Σεπτεμβρίου, έσπευσε να δηλώσει ότι η υπόθεση Ναβάλνι δεν είναι λόγος η Γερμανία να εγκαταλείψει το σχέδιο της ολοκλήρωσης του αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream 2.
Μιλώντας στο Reuters ο Λάσετ, που περιγράφει τον εαυτό του ως «ρεαλιστή», υποστήριξε ότι «Πρέπει να πάρουμε τον κόσμο όπως είναι για να τον κάνουμε καλύτερο», για να συμπληρώσει ότι «η ηθικολογία για να νιώσουμε καλύτερα και τα σλόγκαν για το εσωτερικό δεν είναι εξωτερική πολιτική». Γι’ αυτό το λόγο και ήταν σαφής για τον αγωγό: «Για 50 χρόνια, ακόμη και στους επιθετικούς καιρούς του Ψυχρού πολέμου, η Γερμανία αγόραζε φυσικό αέριο από τη Σοβιετική Ένωση και τώρα από τη Ρωσία. Η γερμανική κυβέρνηση είναι στη σωστή πορεία».
Βέβαια, για τον συγκεκριμένο αγωγό η διαπάλη υπερβαίνει κατά πολύ την υπόθεση Ναβάλνι. Οι ΗΠΑ ούτως ή άλλως δεν βλέπουν με καλό μάτι το να αυξηθεί η γερμανική ενεργειακή εξάρτηση από τη Ρωσία, την ώρα που η ίδια η Γερμανία χρειάζεται ακριβώς τις μεγάλες επιπλέον ροές φυσικού αερίου. Γι’ αυτό και στις ΗΠΑ συζητιέται το ενδεχόμενο νέων κυρώσεων για τον συγκεκριμένο αγωγό, κάτι που έχει προκαλέσει την αντίδραση της Γερμανίας και της καγκελαρίου Μέρκελ.
Οι απελάσεις και οι ταλαντεύσεις για νέες κυρώσεις
Όλα αυτά δημιουργούν μια ταλάντευση στο εσωτερικό της ΕΕ. Από τη μια, έχουμε τη στάση των ΗΠΑ όσο και αρκετών φωνών μέσα στην ΕΕ που θα ήθελαν μια πιο σκληρή αντιρωσική στάση και πιστεύουν ότι χρειάζονται κυρώσεις για την υπόθεση Ναβάλνι αλλά και μια σκληρή απάντηση στις απελάσεις διπλωματών.
Όμως, την ίδια στιγμή η Ρωσία δεν παύει να είναι σημαντικός εμπορικός και επενδυτικός εταίρος για πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Μια κλιμάκωση πρακτικών όπως οι κυρώσεις θα μπορούσε να έχει αρνητικές επιπτώσεις και για αρκετές ευρωπαϊκές εταιρείες.
Γιατί η Ρωσία κλιμακώνει
Σε αυτό το φόντο η επιλογή της Ρωσία να υιοθετήσει σκληρότερη ρητορική και να προχωρήσει σε κινήσεις όπως η απέλαση των ευρωπαίων διπλωματών αποτυπώνει την επιλογή του Κρεμλίνου να πιέσει και αυτό την Ευρώπη να πάρει θέση και να κάνει σαφές εάν θα ακολουθήσει τις ΗΠΑ στην κατεύθυνση μιας πιο επιθετικής εξωτερικής πολιτικής έναντι της Ρωσίας.
Μάλιστα, η ρωσική διπλωματία θεωρεί ότι η όλη στοχοποίηση της Ρωσίας είναι και ένας τρόπος να χειριστούν οι δυτικές κυβερνήσεις τις δικές τους αντιφάσεις. Αυτό άλλωστε είχε αποτυπώσει και η εκπρόσωπος του ρωσικού υπουργείο Εξωτερικών Μαρία Ζαχάροβα την παραμονή της επίσκεψης Μπορέλ, όταν δήλωσε υπάρχει μια συντονισμένη εκστρατεία παραπληροφόρησης κατά της Ρωσίας που δεν στρέφεται μόνο κατά της Ρωσίας και την οποία συντονίζουν οι ΗΠΑ. «Φαίνεται ότι οι Δυτικοί επίσημοι κύκλοι αρνούνται να δουν τι συμβαίνει στις δικές τους χώρες, τι συμβαίνει στην Ευρωπαϊκή Ένωση τώρα και αυτό που συμβαίνει τους περασμένους μήνες στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής», υποστήριξε και προσέθεσε ότι «συνειδητά αποσπούν την προσοχή της παγκόσμιας κοινότητας από την κατάσταση στις δικές τους χώρες, επικεντρώνοντας την οπτική τους στη κατάσταση στη Ρωσία».
Αποτυπώνει επίσης τα πραγματικά διλήμματα και την αμηχανία αρκετών ευρωπαϊκών κυβερνήσεων για μια λογική κυρώσεων και ρήξεων με τη Ρωσία που συγκρούεται με τις πραγματικές δυνατότητες οικονομικής και πολιτικής συνεργασίας που υπάρχουν στο ευρωπαϊκό επίπεδο και οι οποίες στα μάτια πολλών αποτέλεσαν τα προηγούμενα χρόνια και την προϋπόθεση της αποφυγής μια πόλωσης και σύγκρουσης ανάλογης με αυτής της εποχής του Ψυχρού Πολέμου
Το μήνυμα από τις ρωσικές κινήσεις είναι σαφές. Εάν η Ευρώπη επιμείνει σε ένα δρόμο κλιμάκωσης της επιθετικότητας, τότε αυτό θα έχει επιπτώσεις.
Από την άλλη, εάν η Ευρώπη αποφύγει τις ταλαντεύσεις, τηρήσει συμφωνίες και αρνηθεί το δρόμο των κυρώσεων που υπονομεύουν τις οικονομικές σχέσεις, τις εξαγωγές και τις επενδύσεις, τότε η Ρωσία είναι διατεθειμένη να «συνεχίσει τον πολιτικό διάλογο», καθώς «υπάρχει πολύ δουλειά να κάνουμε για να ωθήσουμε τη συνεργασία σε ένα μεγάλο φάσμα υποσχόμενων περιοχών , συμπεριλαμβανομένης της πάλης κατά της τρομοκρατίας και της απειλής των ναρκωτικών που συνεχίζει να έρχεται από το Αφγανιστάν και άλλες περιοχές», όπως δήλωσε χαρακτηριστικά ο Λαβρόφ.
Γι’ αυτό τον λόγο και ο Λαβρόφ δήλωσε ότι η Ρωσία αναμένει ότι η Ευρώπη θα επιλέξει «μια εποικοδομητική, επαγγελματική και πραγματιστική» σχέση με τη Ρωσία στη σύνοδο κορυφής που σχεδιάζεται για τον Μάρτιο.
Από την άλλη, μια Ευρώπη που με μεγάλη δυσκολία μπορεί να διαχειριστεί την εσωτερική της κατάσταση, ακόμη και όταν αποφασίζει να κινηθεί συντονισμένα, όπως έδειξε το φιάσκο με τα εμβόλια, και απέχει από το να έχει κοινή εξωτερική πολιτική, δύσκολα θα μπορέσει να κινηθεί σε τέτοιο βαθμό ανεξαρτησίας από τις ΗΠΑ σε αυτή τη φάση τουλάχιστον και άρα οι ταλαντεύσεις θα συνεχιστούν.