Το φθινόπωρο που μας πέρασε, μια ομάδα αστρονόμων προέβη σε έναν απίστευτο ισχυρισμό. Συγκεκριμένα, υποστήριξαν ότι έχουν ανακαλύψει σημαντικά στοιχεία που κατατείνουν στην ύπαρξη ζωής στα νέφη που τριγυρίζουν την Αφροδίτη.
Αν κάτι τέτοιο ήταν αλήθεια, θα ήταν καταπληκτικό. Θα ήταν η πρώτη φορά που οι άνθρωποι, μετά από αιώνες αναζήτησης και ενατένισης των ουρανών, θα ανακάλυπταν ζωή στο διάστημα.
Οι αστρονόμοι, με επικεφαλής τη Τζέιν Γκριβς του Πανεπιστημίου του Cardiff στην Ουαλία, δεν μπορούσαν να δουν τους μικροσκοπικούς… Αφροδιτιανούς με τα τηλεσκόπιά τους. Όμως σε άρθρο τους, που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Nature Astronomy, ανέφεραν ότι είχαν εντοπίσει ένα μόριο που λέγεται φωσφίνη, και τόνισαν ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος ύπαρξής του πέρα από το να αποτελεί υποπροϊόν των λυμάτων κάποιων μικροβίων.
Πέντε μήνες αργότερα, μετά από απροσδόκητες ανατροπές και εμμένουσες αμφιβολίες, οι επιστήμονες εξακολουθούν να μην είναι σίγουροι για τη σημασία αυτών των δεδομένων. Ίσως αυτό οδηγήσει στην αναγέννηση του επιστημονικού ενδιαφέροντος για την Αφροδίτη, την οποία ανθρωπότητα αγνοούσε επί δεκαετίες. Θα μπορούσε να παραπέμπει σε ηφαιστειότητα και νέους γεωλογικούς γρίφους. Θα μπορούσε να πρόκειται πράγματι για ένδειξη ζωής. Ή θα μπορούσε να μην σημαίνει και τίποτα απολύτως.
Η Γκριβς και οι συνάδελφοί της δηλώνουν σίγουροι για τα ευρήματά τους, ακόμη και αφού μείωσαν τις εκτιμήσεις τους για τις ποσότητες φωσφίνης που εκτιμούν ότι υπάρχουν στα νέφη της Αφροδίτης.
Εξακολουθούν, όμως, να αμφιβάλλουν για έναν σωρό άλλα πράγματα.
Στον ευρύτερο κύκλο των αστρονόμων, πολλοί είναι εκείνοι που δυσπιστούν. Ορισμένοι πιστεύουν ότι το σήμα δεν είναι παρά «θόρυβος» ή ότι θα μπορούσε να εξηγηθεί από την ύπαρξη διοξειδίου του θείου, ενός χημικού που είναι γνωστό ότι υπάρχει στην ατμόσφαιρα της Αφροδίτης. Για εκείνους, προς το παρόν δεν υπάρχουν πειστικά στοιχεία που να δείχνουν ότι υπάρχει στ’ αλήθεια φωσφίνη – πόσο μάλλον μικρόβια που την παράγουν.
«Ό, τι κι αν είναι, θα είναι αμυδρό», υποστηρίζει στους Times της Νέας Υόρκης ο Ίγκνας Σνέλεν, αστρονόμος στο πανεπιστήμιο του Λάιντεν στην Ολλανδία. Αν πράγματι το σήμα είναι αμυδρό, συνεχίζει, «δεν είναι ξεκάθαρο και αν είναι πραγματικό. Αλλά και να είναι πραγματικό, δεν είναι σίγουρο αν είναι ή όχι φωσφίνη».
Η διαφωνία αυτή θα μπορούσε να παραμείνει άλυτη επί χρόνια, όπως και οι παλιότεροι ισχυρισμοί για τη ζωή στον Άρη που έχουν πια διαψευσθεί.
«Όταν η παρατήρηση αυτή δημοσιεύθηκε, μου φάνηκε ενδιαφέρουσα», δηλώνει στους Times η Μάρθα Σ. Γκίλμορ, καθηγήτρια γεωλογίας στο Πανεπιστήμιο Wesleyan στο Μίντλταουν του Κονέκτικατ. Η Γκίλμορ είναι η κύρια ερευνήτρια σε μελέτη που προτάθηκε στη NASA για μια φιλόδοξη ρομποτική αποστολή στην Αφροδίτη που θα μπορούσε να περιλαμβάνει την πτήση διαστημόπλοιου εντός των νεφών της για 60 ημέρες.
«Νομίζω ότι είμαστε επιφυλακτικοί», σημειώνει στους Times, «όμως προσωπικά δεν νιώθω ότι είναι ακόμη η στιγμή να απορρίψουμε πλήρως αυτή την παρατήρηση».
Στην εποχή μας, η επιφάνεια της Αφροδίτης είναι ένα μέρος που θυμίζει κόλαση, με τις θερμοκρασίες να ξεπερνούν τους 425 βαθμούς Κελσίου. Όμως στα εκατομμύρια χρόνια ιστορίας του ηλιακού μας συστήματος, δεν αποκλείεται να υπήρξε εποχή στην οποία να θύμιζε πολύ περισσότερο τον δικό μας πλανήτη, έχοντας ωκεανούς και εύκρατο κλίμα. Στην ίδια εποχή, ο παγωμένος και ξηρός Άρης του σήμερα, φαίνεται πως επίσης διέθετε νερό.
«Είναι πιθανό πριν από τέσσερα δισεκατομμύρια χρόνια, τόσο η Αφροδίτη, όσο και ο Άρης και η Γη να ήταν σε θέση να φιλοξενήσουν ζωή», υποστηρίζει ο Ντέρκ Σούλτσερ Μάκουχ, καθηγητής στο Τεχνικό Πανεπιστήμιο του Βερολίνου. «Και τώρα γνωρίζουμε ότι ο πλανήτης μας εξακολουθεί να διαθέτει μια βιώσιμη βιόσφαιρα που ακμάζει. Όμως στην Αφροδίτη κάνει υπερβολικά πολλή ζέστη. Στον Άρη υπερβολικά πολύ κρύο».
Όμως η ζωή, από τη στιγμή που εμφανίζεται, μοιάζει να αρπάζεται από τον κόσμο με όποιο τρόπο μπορεί, κατορθώνοντας να επιβιώσει στα πιο απίθανα περιβάλλοντα. «Θα μπορούσαν να υπάρχουν είδη μικροβιακής ζωής που αντέχουν», εξηγεί ο Σούλτσε Μάκουχ.
Όσον αφορά τον Άρη, ορισμένοι επιστήμονες πιστεύουν ότι είναι πιθανό να φιλοξενεί ακόμη ζωή στο υπέδαφός του, μέσα στα βράχια. Όμως η επιφάνεια της Αφροδίτης είναι υπερβολικά ζεστή για κάτι τέτοιο, σύμφωνα με τον Σούλτσε Μάκουχ που πριν από δύο δεκαετίες εξέτασε ενδελεχώς κάθε σημείο του πλανήτη που θα μπορούσε να φιλοξενήσει ζωή.
Αντ’ αυτού, η ζωή της Αφροδίτης θα αναγκαζόταν να κινηθεί προς τα πάνω. Προς τα σύννεφα. Τριάντα μίλια πάνω από την επιφάνειά της, η θερμοκρασία κυμαίνεται μόλις στους 29 βαθμούς Κελσίου. Τα μικρόβια σε αυτό το τμήμα της ατμόσφαιρας θα μπορούσαν να επιβιώσουν για πολλούς μήνες. Αρκετό διάστημα για να αναπαραχθούν και να αναπτύξουν βιώσιμους πληθυσμούς.
Όμως και τα νέφη του πλανήτη δεν είναι κανένας παράδεισος. Είναι γεμάτα με σταγονίδια διοξειδίου του θείου, ενώ τα χτυπά αλύπητα η υπέρυθρη ακτινοβολία του ήλιου. Και είναι ξηρά, μόνο με μερικές σταγόνες νερού, ενός συστατικού αναγκαίου για τη ζωή, τουλάχιστον στις μορφές της που γνωρίζουμε μέχρι σήμερα.
Κι όμως, αν τα μικρόβια της Αφροδίτης αναγκάζονταν να επιβιώσουν μέσα τους, υπάρχει περίπτωση να κατάφερναν να εξελιχθούν με τρόπο που θα το επέτρεπε.
Η φωσφίνη είναι ένα απλό μόριο. Μια πυραμίδα τριών ατόμων υδρογόνου που συνδέονται με ένα άτομο φωσφόρου. Όμως απαιτούνται σημαντικές ποσότητες ενέργειας προκειμένου αυτά τα άτομα να ενωθούν και συγκεκριμένες συνθήκες για να πραγματοποιηθεί η χημική αντίδραση, οι οποίες δεν φαίνονται να υπάρχουν στον αφιλόξενο αυτό πλανήτη.
Η φωσφίνη θα μπορούσε να παράγεται και από τη ζέστη και τις απίστευτες πιέσεις του εσωτερικού της Αφροδίτης. Ακόμη και οι χαμηλότερες ποσότητες των τελευταίων εκτιμήσεων της Γκριβς, όμως, θα ήταν παράξενο να προκύπτουν από ηφαιστειακές εκρήξεις τόσο έντονες ώστε να στέλνουν τα μόρια αυτά στην περιοχή όπου τα εντόπισε η Γκριβς: Στα νέφη που βρίσκονται 30 μίλια πάνω από την επιφάνειά της.
Στη γη, η φωσφίνη δημιουργείται από αναερόβια μικρόβια. Βρίσκεται στα εντόσθιά μας, στις απεκκρίσεις των πιγκουίνων και σε κάποια σκουλήκια της θάλασσας.
Αρκετοί επιστήμονες παραμένουν δύσπιστοι απέναντι στα δεδομένα που συγκέντρωσε η Γκριβς και η ομάδα της, υποστηρίζοντας ότι το σήμα κυμάτων φωτός που εντόπισαν θα μπορούσε να είναι λανθασμένο, καθώς δεν απείχε πολύ από άλλες ανωμαλίες στις μετρήσεις.
Δείτε αναλυτικά πώς πραγματοποιήθηκε η έρευνα της Γκριβς.
Άλλοι επιστήμονες σημειώνουν ότι ακόμη και αν υπήρξε σήμα, αυτό είναι πιθανότερο να προερχόταν από το διοξείδιο του θείου, που απορροφά το φως σχεδόν στο ίδιο μήκος κύματος.
Όμως η Γκρίβς είναι σίγουρη για τις μεθόδους και τον έλεγχο των δεδομένων της.
Καθώς η διαμάχη συνεχιζόταν, μια ανατροπή ήρθε να τους εκπλήξει τον Οκτώβριο. Το παρατηρητήριο ALMA είχε παραχωρήσει λάθος σταθμισμένα δεδομένα στην Γκριβς. Επί εβδομάδες η ομάδα της περίμενε με αγωνία.
Όταν όμως τα στοιχεία έγιναν και πάλι διαθέσιμα τον Νοέμβριο, ο «θόρυβος» μειώθηκε –το ίδιο όμως και η φωσφίνη, και μάλιστα σημαντικά. Πλέον βρισκόταν περίπου ένα μέρος ανά δισεκατομμύριο ή το πολύ 5 μέρη ανά δισεκατομμύριο σε συγκεκριμένες περιοχές.
Η Γκριβς δήλωσε ικανοποιημένη από τα αποτελέσματα. Μπορεί η νέα «γραμμή» της φωσφίνης να ήταν λιγότερο έντονη, όμως ήταν πιο ξεκάθαρη.
Όμως άλλοι επιστήμονες δεν μπορούν καν να διακρίνουν τη φωσφίνη. «Υποστηρίζουν ότι τη βλέπουν και εμείς λέμε ότι δεν τη βλέπουμε», εξηγεί στους Times ο Μπράιαν Μπάτλερ, αστρονόμος στον Εθνικό Παρατηρητήριο Ραδιοαστρονομίας στο Σορόκο του Νιου Μέξικο. «Καθαρά από την οπτική του επιστήμονα δεδομένων, κανείς δεν τους υποστηρίζει γιατί κανείς δεν έχει καταφέρει να αναπαράγει τα αποτελέσματά τους».
Άρθρο ομάδας αστρονόμων με επικεφαλής την Βικτόρια Σ. Μέντοουζ του Πανεπιστημίου της Ουάσινγκτον υποστηρίζει ότι ένα πιο λεπτομερές μοντέλο της ατμόσφαιρας της Αφροδίτης που αναπτύχθηκε στη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 δείχνει ότι η φωσφίνη στο επίπεδο των νεφών δεν θα μπορούσε να είναι ανιχνεύσιμη από τη γη. η ομάδα διαπίστωσε ότι η φωσφίνη θα έπρεπε να βρίσκεται 15 μίλια ψηλότερα προκειμένου να μπορεί να απορροφήσει το ηλιακό φως. Η έρευνα πρόκειται να δημοσιευθεί στο επιστημονικό περιοδικό The Astrophysical Journal Letters.
«Αυτό που δείχνουμε είναι ότι τα αέρια από πάνω ουσιαστικά δεν κρυώνουν αρκετά ώστε να μπορούν να απορροφήσουν μέχρι τα 75 ή 80 χιλιόμετρα πάνω από την επιφάνεια του πλανήτη», εξηγεί η Μέντοουζ. «Δηλαδή πιο ψηλά από το επίπεδο των νεφών».
Κι άλλοι επιστήμονες άρχισαν να αναζητούν ενδείξεις φωσφίνης σε παρελθοντικές μελέτες. Μια εξέλιξη που μοιάζει παράξενη με την πρώτη ματιά, είναι ότι ορισμένες εξ αυτών περιλαμβάνουν πράγματι ενδείξεις φωσφίνης, ενώ άλλες όχι.
Όμως δεν είναι η πρώτη φορά που ένα πλανητικό φαινόμενο μπερδεύει με τέτοιους τρόπους τους επιστήμονες. Αντίστοιχα ήταν, για παράδειγμα, τα ευρήματα μεθανίου στον Άρη. Πριν από περίπου μια δεκαετία, τηλεσκόπια από τη γη, αλλά και ένα διαστημόπλοιο σε τροχιά διαπίστωσαν την ύπαρξη του συγκεκριμένου αερίου, που σε ορισμένες περιπτώσεις συνδέεται με την ύπαρξη ζωής και σε άλλες όχι, στην ατμόσφαιρα του πλανήτη. Όμως οι ενδείξεις ήταν αμυδρές και πιο λεπτομερής έλεγχος, του 2012, δεν κατάφερε να ανιχνεύσει απολύτως τίποτα.
Όμως το Curiosity κατάφερε να εντοπίσει μεθάνιο, το οποίο μάλιστα ήταν ανιχνεύσιμο επί ολόκληρες εβδομάδες πριν εξαφανιστεί. Και αργότερα εντόπισε μια ακόμη ισχυρότερη έκλυση του αερίου.
Ακόμη η ύπαρξή του στην ατμόσφαιρα του πλανήτη δεν έχει εξηγηθεί και σε περίπτωση που η φωσφίνη της Αφροδίτης αποδειχθεί εξίσου πρόσκαιρη, ενδέχεται να αποτελέσει έναν ακόμη μακροχρόνιο γρίφο.
Για να λύσουν το δεύτερο μυστήριο, οι αστρονόμοι ετοίμαζαν περαιτέρω έρευνες στην ατμόσφαιρα της Αφροδίτης, οι οποίες όμως έχουν μέχρι στιγμής διακοπεί λόγω της πανδημίας.
Αυτή τη στιγμή η NASA εξετάζει το ενδεχόμενο δύο μεγάλων και αρκετών μικρότερων αποστολών στην Αφροδίτη, ενώ ενδιαφέρον έχει εκδηλώσει και μία τουλάχιστον ιδιωτική εταιρεία.
«Είναι σίγουρο ότι θα υπάρξουν περαιτέρω έρευνες», δήλωσε ο Μπάτλερ στους Times. «Δεν υπάρχει τρόπος να πεις ότι σίγουρα υπάρχει φωσφίνη στην Αφροδίτη, όμως είναι εξαιρετικά δελεαστικό πεδίο έρευνας».
Και όπως τονίζει, «δεν θα στοιχημάτιζα την περιουσία μου ότι δεν υπάρχει».