Είναι ένα έργο στο οποίο δεν έπεσε το φως που του αναλογούσε – ίσως αναπόφευκτα στους χαλεπούς καιρούς της πανδημικής κρίσης, του αυτοεγκλεισμού και της καλλιτεχνικής αγωνίας. Κι όμως, «Ο νοητός λύκος» που μελοποίησε ο Γιώργος Ανδρέου (το άλμπουμ κυκλοφόρησε από τη Walnut τον περασμένο Δεκέμβριο) κουβαλάει μια ιστορία 25 χρόνων. Οσα ήταν εκείνα που αφιέρωσε ο Μάνος Ελευθερίου για να συνθέσει μια τοιχογραφία της νεότερης Ελλάδας και να την παραδώσει τελικά το 2010 (εκδ. Μεταίχμιο). Την εσωτερική φωνή αυτού του έργου, που αποκτά πλέον ξεχωριστό ενδιαφέρον ενόψει της επετείου για τα 200 χρόνια από την Επανάσταση, αναλύει στο «Νσυν» ο συνθέτης.
Οι πρώτες λέξεις του «Νοητού λύκου» γράφτηκαν το 1986 και το έργο εκδόθηκε το 2010. Δεδομένου ότι είχατε στενή επαφή με τον Μάνο Ελευθερίου, πώς εξηγείτε αυτή τη διάρκεια;
Γνώρισα το έργο σε ιδιόχειρη γραφή από τον Μάνο Ελευθερίου, πολύ καιρό πριν από την έκδοση. Ο κεντρικός πυρήνας του παρέμεινε σταθερός από την πρώτη – πιστεύω – εκδοχή του: είναι μια Νέκυια, μια κάθοδος στον Αδη, στον Κάτω Κόσμο, στα πρότυπα της μεγάλης Νέκυιας της «Οδύσσειας», όπου ο Οδυσσέας συναντά τη μάνα του – το ίδιο και ο ήρωας του «Νοητού λύκου», που είναι και δεν είναι ο ίδιος ο Ελευθερίου. Συγχρόνως είναι μια αναφορά στη «Θεία Κωμωδία» του Δάντη, στο Καθαρτήριό της, αφού κατά την κάθοδό του στον Αδη ο ήρωας του «Νοητού λύκου» συναντά διάφορα πρόσωπα (της φαντασίας του ή υπαρκτά) με τα οποία «συνομιλεί». Και κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στον Κάτω Κόσμο αποφασίζει – αυτό είναι το εξαιρετικό εύρημα του Ελευθερίου – να μείνει εκεί: «…Δεν θέλω να γυρίσω στη φοβέρα / και μιας πατρίδας σάπιας τον αέρα…». Τον μεταπείθει ωστόσο η μητέρα του, ζητώντας του να δώσει τον καλό αγώνα: «…Πώς ζήσαμε, ποιοι ζήσαμε, τι ζούμε; Πώς έγινε κι οι έσχατοι νικούν;». «Στη γη να ξαναπάς, αυτό σου τάζω. Πολέμησε με το ένα σου φτερό – το φως για τη γενιά μου ήταν γκρίζο…». Αυτός ο στίχος χαρακτηρίζει, πιστεύω, το σύνολο της λογοτεχνικής προοπτικής των έργων του Ελευθερίου. Αλλά και της δημόσιας και ιδιωτικής του πολιτείας.
Μιλά για τη σχέση του με τον χρόνο αλλά και την αίσθησή του για τον Ελληνισμό. Το «ιδεώδες» της ελευθερίας, το πνεύμα της Επανάστασης του 1821, πώς αποτυπώνεται;
Στον «Νοητό λύκο» ο Ελευθερίου «ζει» μέσα στον υπεριστορικό χρόνο του Ελληνισμού και της ελληνικής γλώσσας, των παραδόσεων και των ζωτικών μυθολογιών του «Γένους», της «Φυλής», του «Εθνους». Οι περισσότερες αναφορές ξεκινούν από τον βυζαντινό Μεσαίωνα. Είναι φανερό πως ο ενδεκασύλλαβος του «Νοητού λύκου» δεν είναι τυχαία επιλογή. Παραπέμπει στον Χορτάτζη, τον Μπουνιαλή, τον Σολωμό αλλά και τον Δάντη. Στο έργο αναφέρεται ο Διγενής – χωρίς το «Ακρίτας» -, ενώ συνυπάρχουν οι Παλαιολόγοι με τον Σαγγάριο, την Προποντίδα και τον Μαραθώνα, η Σμύρνη. «Και Κάτω Κόσμος θα ‘ναι πάντα η Σμύρνη / Πλαστήρας, Βενιζέλος, το Γουδί…» γράφει. Κι η Βασιλεύουσα («…στο αίμα…») με τον αυτοκράτορά της («…στο ναδίρ…»), με τον Σολωμό και τον Κάλβο. Γιορτάζουμε ήδη τα 200 χρόνια από την Παλιγγενεσία του 1821 – ας διαβάσουμε προσεκτικά τον «Νοητό λύκο». Ο Ελευθερίου δεν χαρίζεται σε κανέναν, πολύ περισσότερο στους Νεοέλληνες: «…μες στων Ελλήνων πάντα τους λαούς – που κακουργούσαν ό,τι αγαπούσα». Κι ακόμα – όταν θέλει να θεμελιώσει την άρνησή του να επιστρέψει στον Επάνω Κόσμο – ο θυμωμένος Αφηγητής ξεσπά: «…Δεν θέλω να γυρίσω στη φοβέρα / και μιας πατρίδας σάπιας τον αέρα…».
Πώς σας οδήγησε συνθετικά ο Κάτω Κόσμος έτσι όπως τον αφηγήθηκε ο Μάνος Ελευθερίου;
Ζήτησα από τον Μάνο την άδεια για να δημιουργήσω ένα πρώτο «λιμπρέτο», μια εκδοχή του ποιήματος που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως μελοποιημένο μουσικό δράμα. Προτιμώ αυτόν τον ορισμό από την «όπερα». Του το παρουσίασα, το ενέκρινε και το συμπλήρωσε. Συμφωνήσαμε σε ένα κρίσιμο εύρημα: χωρίσαμε τον Αφηγητή σε δύο πρόσωπα – ένα θεατρικό, τον Ηθοποιό, κι ένα μουσικό, τον Τραγουδιστή. Για τον ρόλο του Τραγουδιστή ο Ελευθερίου εξαρχής διάλεξε τον Γιώργο Νταλάρα. Συμφώνησα στο δευτερόλεπτο και επειδή είχα φανταστεί τον Τραγουδιστή ως καταγόμενο από την καθ’ ημάς Ανατολή – βυζαντινό και δημοτικό μέλος μαζί με Σμύρνη, ρεμπέτικο και έντεχνο των προπατόρων μου συνθετών, το ευλογημένο μείγμα δηλαδή του ελληνικού τραγουδιού. Δίπλα του ο Αγγελός του, που τον ξεναγεί στον Κάτω Κόσμο, δεν θα μπορούσε να είναι άλλος από τον Χρήστο Θηβαίο, παιδί του Νίκου και της Μαρίας – ηθοποιών και τραγουδιστών της σκηνής. Στον Αγγελο έδωσα διαφορετικό μουσικό ύφος, εκείνο του πολιτικού καμπαρέ του Μεσοπολέμου – Βάιλ, Αϊσλερ, Ντεσάου -, η τόσο αγαπητή και στον Ελευθερίου μπρεχτική «σκιά». Η Μάρθα Φριντζήλα ντύθηκε τη Μάνα που συνέθεσα σε ύφος «μεικτόν και νόμιμον», κατά τη σολωμική ρήση, ανάμεσα στην παραλογή και την όπερα.
Σας βοήθησαν ή σας δυσκόλεψαν οι πολλαπλές κειμενικές αναφορές – από την ευχή του Ιωάννη του Χρυσοστόμου έως τον Ομηρο και τον Δάντη;
Γνωρίζοντας για πολλά χρόνια προσωπικά, «ιδιωτικά», τον Ελευθερίου, είχα την ευκαιρία να συζητήσω διεξοδικά μαζί του τις λογοτεχνικές του αγάπες κι εμμονές. Με βοήθησε και συγχρόνως με δυσκόλεψε περισσότερο το απόσπασμα από μια ευχή του Ιωάννη του Χρυσοστόμου που έδωσε τον τίτλο στο έργο: «Ινα μη, επί πολύ αφιστάμενος της κοινωνίας σου, θηριάλωτος υπό του νοητού λύκου γένωμαι». Ποιος είναι αυτός ο φαντασιακός φονικός λύκος της νόησης, κατά τον Ελευθερίου; Και ποιος είναι εκείνος ή, καλύτερα, εκείνα που όταν απομακρύνεσαι καιρό πολύ από την επικοινωνία μαζί τους γίνεσαι βορά του θηρίου; Η απάντηση (μου) είναι όλο το μουσικοθεατρικό έργο «Ο νοητός λύκος».
Τι σκέφτεστε όταν ακούτε το απόσπασμα από τον «Νοητό λύκο»: «Το νόημα της τέχνης μου θαρρούσα / πως ήταν φεγγαριού βυζαντινού / κι αυτό που από παιδί αιμορραγούσα. / Στα μήπως και τα τίποτα πενθούσα / γιατί σαν ακροβάτης τ’ ουρανού / στην αίρεση του κόσμου ισορροπούσα»;
«Ο νοητός λύκος» τελειώνει με την πνευματική διαθήκη του Ελευθερίου: «Ο Σολωμός κι ο Κάλβος. Η Σελήνη». Το απόσπασμα στο οποίο αναφέρεστε, γι’ αυτούς τους δύο μιλά – και για όλους τους εμπνευσμένους ομοίους τους, Ελληνες και ξένους. Και για τον δημιουργό του «Νοητού λύκου», του ιδιοφυούς αυτού ποιητικού κειμένου, αναμφίβολα.