Την πόρτα σε μία νέα εποχή έχει ανοίξει το κίνημα καταγγελιών από θύματα εργασιακής ή σεξουαλικής παρενόχλησης και κακοποίησης τείνοντας να αλλάξει την κουλτούρα της ντροπής που νιώθουν τα θύματα, τα οποία συνήθως σιωπούσαν νιώθοντας απροστάτευτοι απέναντι στην κοινωνία και το νόμο. Ακόμα και αν έγινε το μεγάλο βήμα να σπάσει ο φόβος το ζήτημα παραμένει για το αν τελικά είναι επαρκές το νομικό πλαίσιο στην Ελλάδα ή υπάρχουν κενά.
Οι πληροφορίες αναφέρουν πως η κυβέρνηση ετοιμάζει ένα πλέγμα παρεμβάσεων εξετάζει η κυβέρνηση για την ενίσχυση του θεσμικού πλαισίου. Καταρχάς, ο υφυπουργός Πολιτισμού Νικόλας Γιατρομανωλάκης ετοιμάζει Κώδικα Δεοντολογίας για τους εποπτευόμενους οργανισμούς του δημοσίου όπου θα συντάξει τον δικό του κώδικα και έναν μηχανισμό εφαρμογής, ενώ από το υπουργείο Εργασίας ο Κωστής Χατζηδάκης θα προχωρήσει το συντομότερο στην ενσωμάτωση της σχετικής σύστασης της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ILO) αναφορικά με τη σεξουαλική παρενόχληση και τη βία στους χώρους εργασίας για να είναι η σεξουαλική παρενόχληση αυτοτελές ποινικό αδίκημα και από το υπουργείο Δικαιοσύνης εξετάζεται παρέμβαση που θα αφορά το χρόνο παραγραφής σεξουαλικών αδικημάτων.
Νομικοί εξηγούν στο In.gr πως όχι μόνο υπάρχουν νομοθετικά κενά αλλά οι χρονοβόρες ποινικές προδικασίες, οι καθυστερημένες δικάσιμοι και το πολύ σοβαρό ζήτημα της απόδειξης αλλά και της (συνήθως) της υποδεέστερης οικονομικής θέσης του θύματος είναι αυτά που δίνουν το «θάρρος» στον εκάστοτε θύτη να δρα μέσω έκφρασης διαφόρων μορφών κακοποίησης, εκ του ασφαλούς.
Κατά το άρθρο 337 του Ποινικού Κώδικα περί προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας για την ποινική δίωξη απαιτείται έγκληση του παθόντος. Αν παρέλθει δηλαδή η αποκλειστική και σύντομη προθεσμία των τριών μηνών χάνεται το δικαίωμα προσφυγής στην ποινική δικαιοσύνη. Το διάστημα δε αυτό κρίνεται ασφυκτικά σύντομο αν λάβει κανείς υπόψη την ψυχολογική κατάσταση του θύματος μετά το συμβάν, την δυσκολία να συλλέξει στοιχεία και να πείσει π.χ και άλλους συναδέλφους που το έχουν υποστεί παρόμοια συμπεριφορά να καταθέσουν την μαρτυρία τους.
Παράλληλα η αποτροπή τέτοιων συμπεριφορών εντός του εργασιακού χώρου εμπίπτει και στην υποχρέωση πρόνοιας του εργοδότη και την Ευρωπαϊκή Οδηγία 76/207/ΕΟΚ. Ωστόσο συνήθως τα άτομα που βρίσκονται σε θέση ισχύος καταχρώνται την εξουσία τους και όταν ένα θύμα αποφασίσει να καταγγείλει π.χ τον ίδιο τον εργοδότη του θα βρεθεί αντιμέτωπο με απόλυση, δυσφήμιση του επαγγελματικής του υπόστασης, αγωγή για δήθεν συκοφαντική δυσφήμιση προς περαιτέρω εκφοβισμό και ταλαιπωρία του θέματος κλ.π. Γίνεται αντιληπτό λοιπόν ότι ο καταγγέλλων/ή καταγγέλλουσα μέχρι να εξεταστεί-εξισχνιαστεί η καταγγελία του/της δεν έχει ουσιαστική προστασία και ίσως θα πρέπει να προβλεφθεί π.χ αναστολή στην άσκηση κάποιων δικαιωμάτων της άλλης πλευράς, μέχρι η όποια καταγγελία φτάσει σε έναν ώριμο βαθμό εξέτασης.
Οι 5+1 ερωτήσεις και απαντήσεις
Αντιγόνη Βαφείδου, Δικηγόρος
Γιάννης Κάπος, Δικηγόρος-Εργατολόγος
1. Ποιο είναι το νομικό πλαίσιο για την προστασία των εργαζομένων από το εργασιακό bullying; Τι προβλέπει και πως ορίζεται το bullying στην εργασία;
Γ. Κάπος: Γενικά, το δίκαιο μας, όλες τις μορφές κατάχρησης, τις αντιμετωπίζει μέσω γενικών ρητρών. Δηλαδή, ως επί το πλείστον και πλην συγκεκριμένων εξαιρέσεων, δεν υπάρχουν ειδικές νομοθετικές προβλέψεις που να ορίζουν τι είναι και τι δεν είναι μορφή κατάχρησης εξουσίας στο πλαίσιο κοινωνικών συναλλαγών και συμβατικών σχέσεων. Αυτό είναι και θετικό και αρνητικό. Αρνητικό γιατί δεν υπάρχουν κάποιοι συγκεκριμένοι κανόνες, οι οποίοι να γνωρίζουν όλοι οι εμπλεκόμενοι ότι πρέπει να τηρούνται. Π.χ. η λεκτική βία προς υφιστάμενο είναι μια εξαιρετικά αόριστη έννοια.
Η γραμμή που την οριοθετεί σήμερα από το όριο της κατάχρησης είναι σχεδόν η ίδια που την καθιστά και ποινικό αδίκημα. Δηλαδή εάν ένας εργοδότης εξυβρίσει κάποιον υπάλληλο του προσβάλλοντας την τιμή του, τότε πρόκειται για ποινικό αδίκημα και άρα για προφανή μορφή κατάχρησης. Όμως πολλές φορές λεκτική βία ασκείται χωρίς να έχει τελεστεί το ποινικό αδίκημα της εξύβρισης. Από την άλλη, εάν υπήρχαν συγκεκριμένοι κανόνες, ναι μεν θα καταλάμβαναν κάποιες περιπτώσεις πλην όμως, η αυστηρή οριοθέτηση θα απέκλειε κάποιες συμπεριφορές, οι οποίες μπορεί και να συνιστούν μορφές bullying ή κακοποίησης. Δηλαδή εάν υπήρχε ένας αυστηρός κατάλογος περιπτώσεων που συνιστούν κατάχρηση εξουσίας στις συμβάσεις εργασίας, το πεδίο εφαρμογής του καταλόγου αυτού θα ίσχυε μόνον για τις εργασιακές σχέσεις και όχι π.χ. για τις σχέσεις παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών. Ως εκ τούτου επί παραδείγματι, μία ασκούμενη δικηγόρος που δέχεται λεκτική βία ή bullying από τους συνεργάτες δικηγόρους της ή την/τον δικηγόρο που την απασχολεί δεν θα μπορούσε να προστατευτεί από τις ρυθμίσεις του εργατικού δικαίου.
Οπότε, bullying και κάθε ανάλογη μορφή εκμετάλλευσης δεσπόζουσας θέσης στην εργασία είναι η επ’ αφορμή ή στο πλαίσιο εργασιακής σχέσης συμπεριφορά δεσπόζοντος προσώπου εις βάρος εργαζομένου, η οποία ανεξαρτήτως του τρόπου εκδήλωσης της (ψυχολογική πίεση, λεκτικές διατυπώσεις, άσκηση σωματικής βίας) εξωτερικεύεται με την σιωπηρή ή ρητή δήλωση υπεροχής του δεσπόζοντος υπό μορφή βίας, με σκοπό την εκτέλεση ή παράλειψη ή ανοχή πράξης από τον εργαζόμενο κατά προφανή υπέρβαση των ορίων καλόπιστης άσκησης του διευθυντικού δικαιώματος ή/και δια κατάφωρης παράβασης των κανόνων κοινωνικής συμπεριφοράς, όπως αυτές γίνονται αντιληπτές από τον μέσο, συνετό άνθρωπο.
Εννοείται συνεπώς ότι bullying στην εργασία μπορεί να υφίσταται κάποιος όχι μόνον από τον εργοδότη του αλλά και από συναδέρφους του. Και εδώ τίθεται ένα σοβαρό θέμα, κατά πόσον ο εργοδότης λαμβάνει μέτρα που αποτρέπουν και δεν ενθαρρύνουν την τέλεση κακοποιητικών συμπεριφορών εντός του χώρου εργασίας.
2. Πως μπορεί ένας εργαζόμενος που δέχεται λεκτική ή άλλη κακοποίηση να καταγγείλει;
Γ. Κάπος: Η προφανής απάντηση στην ερώτηση αυτή είναι ότι για την περίπτωση που η κακοποίηση συνιστά και ποινικό αδίκημα, μπορεί να στραφεί στον αρμόδιο εισαγγελέα για την άσκηση ποινικής δίωξης. Επίσης για κάθε μορφής κακοποίησης είτε συνιστά είτε όχι ποινικό αδίκημα, μπορεί να ζητήσει την επέμβαση του οικείου τμήματος Επιθεώρησης Εργασίας. Η δημόσια αυτή υπηρεσία λειτουργεί αρχικώς συμφιλιωτικά προς επίλυση του προβλήματος αλλά έχει και τη δυνατότητα επιβολής διοικητικών κυρώσεων.
Σε κάθε περίπτωση, οι σχετικές μορφές κακοποίησης, υπό προϋποθέσεις συνιστούν και προσβολή της προσωπικότητας, οπότε είναι δυνατή και η προσφυγή στα πολιτικά δικαστήρια για την επιδίκαση χρηματικής αποζημίωσης.
3. Είναι επαρκές το νομικό πλαίσιο στην Ελλάδα για τα ζητήματα κακοποίησης ή έχει κενά και απαιτούνται νέες πρωτοβουλίες και νομοθετικές ρυθμίσεις;
Α. Βαφείδου: Δυστυχώς, όχι μόνο υπάρχουν νομοθετικά κενά αλλά οι χρονοβόρες ποινικές προδικασίες, οι καθυστερημένες δικάσιμοι και το πολύ σοβαρό ζήτημα της απόδειξης αλλά και της (συνήθως) της υποδεέστερης οικονομικής θέσης του θύματος είναι αυτά που δίνουν το «θάρρος» στον εκάστοτε θύτη να δρα μέσω έκφρασης διαφόρων μορφών κακοποίησης, εκ του ασφαλούς.
Επιβάλλεται να ληφθούν νομοθετικές πρωτοβουλίες που θα επιταχύνουν τις διαδικασίες δικαστικής προστασίας σε περιπτώσεις κακοποίησης με στόχο την καταστολή αφενός και άλλες με στόχο την πρόληψη αφετέρου. Π.χ σε πολλές εταιρείες στο εξωτερικό για παράδειγμα ιδιωτικές εταιρείες για να ελέγξουν την αποδοτικότητα των υπαλλήλων τους προσλαμβάνουν ειδικούς επαγγελματίες υποδυόμενους τους πελάτες, για να ελέγξουν την ποιότητα παροχής υπηρεσιών. Θα μπορούσαν να υπάρχουν αντιστοίχως θεσμικοί «τοποπαρατηρητές» φερόμενοι ως προσληφθέντες εργαζόμενοι ώστε να υπάρχει διαπιστευμένος εντοπισμός κακοποιητικής συμπεριφοράς. Ένας απλώς εργαζόμενος θα χρειαστεί συνήθως για να στηρίξει τον ισχυρισμό του τη συμμαχική κατάθεση ενός συναδέλφου, ο οποίος αντίστοιχα θα φοβάται π.χ εργοδοτικά αντίποινα ή ακόμη και την απώλεια της δικής του θέσης. Είναι η συνθήκη όπου δυστυχώς η σιωπή μεταφράζεται ως ανάγκη και όχι ως συνενοχή, όπως και πράγματι είναι.
Να επισημανθεί ωστόσο και το εξής: όσο και να ληφθούν νέες νομοθετικές πρωτοβουλίες αυτό που θα πρέπει να αλλάξει εκ θεμελίων είναι η κουλτούρα, η εργασιακή νοοτροπία ευρύτερα και η διάχυτη παρουσία ενός οργανωμένου κράτους μη κατακερματισμένου από συντεχνιακά συμφέροντα και ρηχές σκοπιμότητες. Και αυτό είναι ένα στοίχημα που πρέπει να κερδηθεί με ειδική και συγκεκριμένη στόχευση καταρχήν μέσω της παιδείας
4. Για τη σεξουαλική παρενόχληση είναι επαρκές το νομικό πλαίσιο; Προστατεύεται αυτός/αυτή που καταγγέλλει;
Α.Βαφείδου: Κατά το άρθρο 337 του Ποινικού Κώδικα περί προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας για την ποινική δίωξη απαιτείται έγκληση του παθόντος. Αν παρέλθει δηλ. η αποκλειστική και σύντομη προθεσμία των τριών μηνών χάνεται το δικαίωμα προσφυγής στην ποινική δικαιοσύνη. Το διάστημα δε αυτό, κρίνεται ασφυκτικά σύντομο αν λάβει κανείς υπόψη την ψυχολογική κατάσταση του θύματος μετά το συμβάν, την δυσκολία να συλλέξει στοιχεία και να πείσει π.χ και άλλους συναδέλφους που το έχουν υποστεί παρόμοια συμπεριφορά να καταθέσουν την μαρτυρία τους.
Παράλληλα η αποτροπή τέτοιων συμπεριφορών εντός του εργασιακού χώρου εμπίπτει και στην υποχρέωση πρόνοιας του εργοδότη και την Ευρωπαϊκή Οδηγία 76/207/ΕΟΚ. Ωστόσο, όπως προαναφέρθηκε συνήθως τα άτομα που βρίσκονται σε θέση ισχύος καταχρώνται την εξουσία τους και όταν ένα θύμα αποφασίσει να καταγγείλει π.χ τον ίδιο τον εργοδότη του θα βρεθεί αντιμέτωπο με απόλυση, δυσφήμιση του επαγγελματικής του υπόστασης, αγωγή για δήθεν συκοφαντική δυσφήμιση προς περαιτέρω εκφοβισμό και ταλαιπωρία του θέματος κλ.π. Γίνεται αντιληπτό λοιπόν ότι ο καταγγέλλων/ή καταγγέλλουσα μέχρι να εξεταστεί-εξισχνιαστεί η καταγγελία του/της δεν έχει ουσιαστική προστασία και ίσως θα πρέπει να προβλεφθεί π.χ αναστολή στην άσκηση κάποιων δικαιωμάτων της άλλης πλευράς, μέχρι η όποια καταγγελία φτάσει σε έναν ώριμο βαθμό εξέτασης. Όλα αυτά βέβαια με πολύ προσοχή, με σεβασμό σε συνταγματικές αρχές και κοινωνικές αξίες ώστε να μη φτάσει ο κακός εννοούμενος «δικαιωματισμός» να οδηγήσει σε παράδοξα αποτελέσματα.
5. Πιστεύετε ότι χρειάζονται συμπληρωματικές ρυθμίσεις για τους κώδικες δεοντολογίας ανα κλάδο;
Α. Βαφείδου: Οι όποιες συμπληρωματικές ρυθμίσεις ως προς τους κώδικες δεοντολογίας και τα πειθαρχικά καταστατικά, φοβούμαι ότι θα καταστούν γράμμα κενού περιεχομένου εάν δεν νοηματοδοτήσουμε τους ήδη πλούσιους και λεπτομερέστατους κώδικες δεοντολογίας του κάθε εργασιακού κλάδου. Χρειάζεται πολιτική βούληση ώστε να σπάσουν κλίκες, να υπάρξει αυστηρή απόσταση από κάθε αντιδεοντολογική, κακόπιστη και απαράδεκτη συμπεριφορά είτε από εργοδότη είτε από συνάδελφο. Όλοι γνωρίζουμε τις πενιχρές δυνατότητες ευδοκίμησης μια καταγγελίας ενός νεαρού δικηγόρου, γιατρού, ηθοποιού κλ.π κατά ενός συναδέλφου του εντός του ίδιου κλάδου, καθώς στην χώρα μας εμποτίζεται δυστυχώς από εξισορροπητικές πολιτικές νοοτροπίες σε μεγάλο βαθμό. Αυτό όμως, γυρνά εις βάρος της ίδιας της κοινωνίας, των άξιων και στελεχωμένων ανθρώπων που προσπαθούν με αξιοπρέπεια να επιβιώσουν. Δεν μπορεί διαρκώς το υγιές κομμάτι κάθε κλάδου να είναι περιθωριοποιημένο από κάποιο συστημικό «φέουδο». Ίσως θα πρέπει τους εκάστοτε επαγγελματικούς συλλόγους που επιλαμβάνονται τον καταγγελιών να πρέπει να μετέχουν από το πρώτο κιόλας στάδιο μέλη ανεξάρτητης αρχής, ώστε να μην «κουκουλώνονται» προσφυγές και καταγγελίες.
6. Από την εμπειρία σας, οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα μπορούν τελικά δικαιωθούν όταν έχουν υποστεί εργασιακό μπουλινγκ ή έχουν κακοποιηθεί;
Γ. Κάπος: Η προβληματική της προστασίας ή της δικαίωσης των κακοποιηθέντων προσώπων είναι δυστυχώς τα ζητήματα απόδειξης των συμπεριφορών κακοποίησης. Επειδή, συνήθως, τα πρόσωπα που προβαίνουν σε ανάλογες συμπεριφορές φροντίζουν να μην γίνονται ενώπιον τρίτων προσώπων, υπάρχει σοβαρό αποδεικτικό θέμα, καθόσον τα θύματα σπανίως έχουν κάποιο άλλο μέσο απόδειξης πέραν της δικής του μαρτυρίας. Από εκεί και πέρα το θέμα της δικαίωσης είναι κάτι σχετικό.
Εάν πρόκειται για ποινικά αδικήματα, η ποινική καταδίκη συνιστά κάποια μορφή εξιλέωσης. Όσον αφορά όμως στην αποκατάσταση του ίδιου του θύματος, δυστυχώς η χώρα μας έχει μείνει πίσω καθώς, η μόνη μορφή αποκατάσταση που προβλέπεται είναι η αποζημιωτική. Και μάλιστα η κουλτούρα των ελληνικών δικαστηρίων δεν έχει αναπτυχθεί, ώστε να επιδικάζονται μεγάλα ποσά αποζημιώσεων για ηθική βλάβη. Κάτι το οποίο θα λειτουργούσε και αποτρεπτικά ως προς την τέλεσης κακοποιητικών πράξεων. Πέραν όμως αυτού, ουδεμία πρόβλεψη υπάρχει για την ηθική και ουσιαστική αποκατάσταση του θύματος, μέσω ψυχολογικής υποστήριξης και παροχής μέσων επανόδου στον εργασιακό βίο. Αλλά δυστυχώς ακόμη και στην περίπτωσης τιμωρίας των δραστών, η τιμωρία αυτή δεν εξασφαλίζει την μη επανάληψη των πράξεων στον μέλλον. Και στον τομέα αυτό, ελλείπει παντελώς η υποχρεωτική ψυχολογική παρακολούθηση των θυτών και η προσπάθεια επανένταξης αυτών.
Εξάλλου δικαίωση του ίδιου του θύματος είναι και επαλήθευση της ύπαρξης του περί δικαίου αισθήματος, το οποίο εντοπίζεται όχι μόνο στην καταδίκη του δράστη αλλά και στην έμπρακτη αποκατάσταση που οφείλει ο δράστης προς την κοινωνία. Τέτοια είδη αποκατάστασης, η κοινωνία μας και το δίκαιο μας δυστυχώς δεν έχει υιοθετήσει επαρκώς. Σε κάθε περίπτωση το πρόβλημα δεν είναι μόνο η έλλειψη νομοθέτησης ή η κακή νομοθέτηση. Προφανώς και αυτό είναι ένα σοβαρό θέμα, όμως το πιο ουσιαστικό είναι η έλλειψη πρόληψης αλλά και ανάπτυξης κουλτούρας αντιμετώπισης των συμπεριφορών κακοποίησης.