Σε μια ομιλία οργανωμένη έτσι ώστε να εκπροσωπήσει όλες τις τάσεις του κυβερνητικού συνασπισμού και ταυτόχρονα να μπορέσει να δώσει μια προοπτική, ο Μάριο Ντράγκι δεν παρέλειψε να κάνει και μια αναφορά στα όσα συμβαίνουν στη Μεσόγειο και στην Τουρκία.
Από τη μια, υπογράμμισε τη σημασία της συνεργασίας με τις μεσογειακές χώρες, την Ισπανία, την Ελλάδα, τη Μάλτα, την Κύπρο, που μοιράζονται την ίδια «μεσογειακή ευαισθησία» και τα κοινά προβλήματα που σχετίζονται με τη μετανάστευση και το περιβάλλον.
Από την άλλη, δεν παρέλειψε να υπογραμμίσει ότι «θα συνεχίσουμε επίσης να εργαζόμαστε γΙα έναν πιο ενάρετο διάλογο μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Τουρκίας, εταίρου και συμμάχου στο ΝΑΤΟ» (Continueremo anche a operare affinché si avvii un dialogo più virtuoso tra l’Unione europea e la Turchia, partner e alleato Nato).
Η αναφορά μόνο τυχαία δεν ήταν αφού τόνισε τον ευρωτουρκικό διάλογο και τη διάσταση της κοινής συμμετοχής στο ΝΑΤΟ, παραβλέποντας όλα τα προβλήματα που έχουν προκύψει στις ευρωτουρκικές σχέσεις ακριβώς επειδή η Τουρκία επιμένει να αμφισβητεί κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας και της Κυπριακής Δημοκρατίας. Επιπλέον έρχεται σε συνέχεια προηγούμενων κινήσεων της Ιταλίας για αναβάθμιση των σχέσεων με την Τουρκία.
Η συστηματική προσπάθεια της Τουρκία να προσεταιριστεί την Ιταλία
Ήδη από όταν ανέβηκαν ξανά οι τόνοι στη νοτιοανατολική Μεσόγειο, μετά και από την κλιμάκωση των εξελίξεων στη Λιβύη, η Άγκυρα επένδυσε ιδιαίτερα στις καλές σχέσεις με τη Ρώμη.
Παρότι η Ιταλία αρχικά καταδίκασε τη συμφωνία ανάμεσα στην Τουρκία και την διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνησης της Λιβύης για την οριοθέτηση των ΑΟΖ, εντούτοις απέφυγε ένα δρόμο ρήξης με την Τουρκία, κυρίως επειδή ως χώρα με αποικιακό παρελθόν στη Λιβύη, διεκδίκησε ρόλο ρυθμιστή στην σπαρασσόμενη από τον εμφύλιο πόλεμο χώρα.
Δεν είναι τυχαίο ότι η Ιταλία επέλεξε να μη συμμετέχει στην υπογραφή της συμφωνίας για τον αγωγό East Med τον Ιανουάριο του 2020 ανάμεσα σε Ελλάδα, Κύπρο και Ισραήλ, παρότι είχε προσκληθεί, με τον υπουργό Εξωτερικών Λουίτζι ντι Μάιο να εκφράζει λίγο μετά εμμέσως προβληματισμούς για τη βιωσιμότητα του αγωγού, με το τουρκικό πρακτορείο Anadolu να «υπερτονίζει» τους προβληματισμούς αυτούς με αποτέλεσμα να υπάρξει ιταλοτουρκικό διπλωματικό επεισόδιο.
Πιο έντονα θα βγει αυτό το κλίμα και κατά την επίσκεψη του Ντι Μάιο στην Άγκυρα τον Ιούνιο του 2020, που έγινε λίγες μέρες μετά την υπογραφή της συμφωνίας για τον καθορισμό της ΑΟΖ ανάμεσα στην Ιταλία και την Ελλάδα. Τότε ο Ιταλός υπουργός Εξωτερικών τόνισε ότι «τα ενεργειακά αποθέματα αντί να αποτελούν στοιχείο διχασμού μπορούν να ευνοήσουν εντυπωσιακά την ευμάρεια της περιοχής, αλλά μπορούν να τύχουν πλήρους εκμετάλλευσης, μόνο διαμέσου μιας εποικοδομητικής προσέγγισης, η οποία να συγκεράσει με ισορροπημένο και βιώσιμο τρόπο όλα τα υπάρχοντα συμφέροντα». Μάλιστα της επίσκεψης αυτής είχε προηγηθεί και κοινή άσκηση Τουρκίας και Ιταλίας με υποβρύχια στη Μεσόγειο.
Αλλά και στην κορύφωση της ελληνοτουρκικής έντασης σε σχέση με τις έρευνες στην Νοτιοανατολική Μεσόγειο τον περασμένο Αύγουστο, τα τουρκικά μέσα ενημέρωσης είχαν προβάλει ιδιαίτερα τις κοινές ασκήσεις που πραγματοποίησαν οι τουρκικές φρεγάτες Γκιοκσού και Φατίχ και το ιταλικό αντιτορπιλικό Durand de la Penne.
Η ενίσχυση των ιταλοτουρκικών οικονομικών σχέσεων
Πρόσφατα το τουρκικό πρακτορείο ειδήσεων Anadolu ανακοίνωσε ότι στο διάστημα Ιανουαρίου – Νοεμβρίου 2020, το ύψος των ξένων άμεσων επενδύσεων στην Τουρκία ήταν 4,6 δισεκατομμύρια δολάρια.
Το μεγαλύτερο μέρος αυτών των επενδύσεων προερχόταν από την Ευρώπη, αγγίζοντας τα 3,3 δισεκατομμύρια δολάρια ή το 70,8% των συνολικών άμεσων επενδύσεων στην Τουρκία.
Εάν δούμε τα δεδομένα ανά χώρα, θα διαπιστώσουμε ότι προηγείται σαφώς η Ιταλία, με 970 εκατομμύρια δολάρια άμεσων επενδύσεων στην Τουρκία και ακολουθούν οι ΗΠΑ με 769 εκατομμύρια δολάρια και μετά η Ολλανδία με 491 εκατομμύρια δολάρια.
Ούτως ή άλλως Τουρκία και Ιταλία έχουν σημαντικές οικονομικές σχέσεις. Το 2018 οι Ιταλικές εξαγωγές στην Τουρκία έφτασαν τα 9,6 δισεκατομμύρια δολάρια και οι εισαγωγές τα 10,1 δισεκατομμύρια, πριν υποχωρήσουν ελαφρά το 2019 σε 9,3 και 8,6 δισεκατομμύρια δολάρια αντίστοιχα.
Το 2019 η Ιταλία ήταν ο τέταρτος πιο δημοφιλής προορισμός των τουρκικών εξαγωγών μετά τη Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο και το Ιράκ.
Περίπου 1500 ιταλικές εταιρείες δραστηριοποιούνται στην Τουρκία ενώ η Τουρκία παραμένει ψηλά στις τουριστικές προτιμήσεις των ιταλών, με τις αφίξεις Ιταλών τουριστών στην Τουρκία να αυξάνουν το 2019 σε 365.000.
Η τουρκική κυβέρνηση θέλει να αυξήσει σημαντικά το διμερές εμπόριο από περίπου 20 δισεκατομμύρια δολάρια που είναι σήμερα ετησίως, σε 30 δισεκατομμύρια. Αυτό είχε υποστηρίξει η υπουργός Διεθνούς Εμπορίου της Τουρκίας Ρουχσάρ Πεκτζάν τον περασμένο Δεκέμβριο.
Το ερώτημα της ιταλικής στάσης
Όλα αυτά μπορούν να εξηγήσουν γιατί η Ιταλία είναι από τις ευρωπαϊκές χώρες που διατηρούν επιφυλακτική στάση σε ζητήματα όπως οι κυρώσεις σε βάρος της Τουρκίας, σε αντιδιαστολή με χώρες όπως η Γαλλία που έχουν μια περισσότερο επιθετική στάση.
Αυτό φάνηκε και στη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ τον περασμένο Δεκέμβρη όταν η Ιταλία μαζί με τη Γερμανία και την Ισπανία ήταν από τις χώρες που είχαν αποτρέψει την εφαρμογή αυστηρότερων κυρώσεων.
Το σημείο αυτό ανέδειξε και ο έλληνας ΥΠΕΞ κ. Νίκος Δένδιας κατά τη συνάντησή του στις 13 Ιανουαρίου 2021 με τον Ιταλό ομόλογό του Λουίτζι ντι Μάιο.
«Νομίζω ότι είναι εξαιρετικά χρήσιμο να έχουμε μία διαρκή και ειλικρινή ανταλλαγή απόψεων με την Ιταλία. Του κατέστησα, επίσης, σαφές ότι παρά το ότι σεβόμαστε την απόφασή τους και τη στάση τους η ελληνική πλευρά θα επιθυμούσε μία ισχυρότερη Ιταλική στήριξη στο θέμα των κυρώσεων» σημείωσε μεταξύ άλλων στη δήλωσή του ο Νίκος Δένδιας μετά την συνάντηση του με τον Ντι Μάιο.
Θα επιμείνει ο «Σούπερ Μάριο» στην ίδια πολιτική απέναντι στην Τουρκία;
Σε αυτό το φόντο η αποστροφή του Μάριο Ντράγκι κατά την ομιλία του στην Ιταλική Γερουσία αποκτά μια διάσταση που υπερβαίνει την απλή γενικόλογη αναφορά στην ανάγκη διαλόγου ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Τουρκία. Εύλογα θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι π.χ. ο Εμανουέλ Μακρόν μάλλον θα απέφευγε να έκανε μια αντίστοιχη δήλωση ή ότι θα τη συμπλήρωνε με κάποια αναφορά στις πιο προβληματικές πλευρές της τουρκικής συμπεριφοράς στη Μεσόγειο.
Όμως, για μια σειρά από χώρες της ΕΕ, ακόμη και εάν αναγνωρίζουν διακηρυκτικά την ανάγκη να εκφράζεται η «ευρωπαϊκή αλληλεγγύη» και ακόμη και εάν εκφράζουν και επικρίσεις για την τουρκική πολιτική, επιμένουν ότι πρέπει να διατηρηθεί ένας βαθμός συνεργασίας με την Τουρκία και στο οικονομικό επίπεδο και σε ζητήματα όπως το μεταναστευτικό, προτιμώντας εμμέσως πλην σαφώς τα πιο ακανθώδη ζητήματα να παραμένουν στο διμερές ελληνοτουρκικό και όχι ευρωτουρκικό επίπεδο.
Ιδίως όταν έχουν να αντιμετωπίσουν πολύ πιο σοβαρά εσωτερικά ζητήματα.