Ο κόσμος μας δεν ήταν ποτέ άλλοτε τόσο χρεωμένος όσο είναι σήμερα, έπειτα από ένα χρόνο μάχης εναντίον της πανδημίας. Και όπως επισημαίνει το πρακτορείο Bloomberg ο δρόμος του δανεισμού είναι ακόμη μακρύς.
Κυβερνήσεις, εταιρείες και νοικοκυριά δανείστηκαν πέρυσι 24 τρισεκατομμύρια δολάρια για να αντισταθμίσουν τον οικονομικό βάρος της πανδημίας, ανεβάζοντας το συνολικό χρέος στο υψηλότερο επίπεδο όλων των εποχών, ήτοι στα 281 τρισ. δολάρια έως το τέλος του 2020, ή περισσότερο από το 355% του παγκόσμιου ΑΕΠ, σύμφωνα με το Διεθνές Χρηματοπιστωτικό Ινστιτούτο (IIF).
«Πολίτες, επιχειρήσεις και κράτη θα έχουν περιορισμένες επιλογές και το 2021», σημειώνουν οι οικονομολόγοι και εκτιμούν πως ο δανεισμός θα συνεχιστεί.
Αν και η διαδικασία εμβολιασμού κατά της νόσου COVID-19 είναι σε εξέλιξη, η διατήρηση χαμηλών επιτοκίων από τις περισσότερες κεντρικές τράπεζες αναμένεται να οδηγήσει τα επίπεδα δανεισμού σε πολλές χώρες και τομείς να «τρέξουν» πολύ πάνω από τα προ Covid-19 επίπεδα.
Τα κράτη με σημαντικά ελλείμματα στον προϋπολογισμό τους αναμένεται να αυξήσουν το χρέος κατά 10 τρισεκατομμύρια δολάρια φέτος, καθώς οι πολιτικές και κοινωνικές πιέσεις δυσκολεύουν τον περιορισμό των δαπανών, ωθώντας το χρέος αυτής της ομάδας κρατών να ξεπεράσει τα 92 τρισεκατομμύρια δολάρια μέχρι το τέλος του 2021, εκτιμά το IIF.
Σύμφωνα με τους οικονομολόγους, η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζουν οι οικονομίες σήμερα είναι να βρεθεί μια καλά σχεδιασμένη στρατηγική εξόδου από αυτά τα έκτακτα δημοσιονομικά μέτρα.
Τόσο οι αναπτυγμένες όσο και οι αναδυόμενες αγορές θα κληθούν να αναζητήσουν την τέλεια ισορροπία. Ενώ η οικονομική ανάκαμψη μπορεί να οδηγήσει ορισμένες κυβερνήσεις να αναπτύξουν στρατηγικές για το «μάζεμα» των μέτρων οικονομικής στήριξης, κάτι τέτοιο πολύ σύντομα θα μπορούσε να μεγιστοποιήσει τον κίνδυνο χρεοκοπίας και πτώχευσης.
Απ’ την άλλη, η παρατεταμένη στάση αναμονής θα μπορούσε να οδηγήσει σε τεράστια δημόσια χρέη.
Αν και τα spreads των κρατικών ομολόγων βρίσκονται στο ναδίρ, οι παγκόσμιες αγορές χρέους έχουν αρχίσει το «ξεπούλημα», αυξάνοντας τις αποδόσεις των κρατικών τίτλων. Τα ομόλογα πολυετούς διάρκειας των ΗΠΑ έφτασαν σε υψηλό έτους την τελευταία εβδομάδα.
Ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ «εκτοξεύθηκε» στη χώρα μας αλλά όχι μόνο. Το ίδιο συμβαίνει και σε άλλες χώρες του ευρωπαϊκού νότου όπως η Ισπανία, αλλά και στη Γαλλία, καθώς οι κυβερνήσεις αύξησαν τον δανεισμό.
Στις αναδυόμενες οικονομίες, η Κίνα σημείωσε τη μεγαλύτερη άνοδο λόγου χρέους προς ΑΕΠ πέρυσι, ακολουθούμενη από την Τουρκία, την Κορέα και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
Διαγραφή κρατικού χρέους ζητούν 100 οικονομολόγοι από την ΕΚΤ
Περισσότεροι από 100 οικονομολόγοι απευθύνουν σήμερα έκκληση να διαγραφούν τα δημόσια χρέη που διακρατά η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) ώστε να διευκολυνθεί η κοινωνική και οικολογική ανοικοδόμηση μετά την πανδημία της Covid-19.
Ενώ το δημόσιο χρέος αυξήθηκε πάρα πολύ για να προστατευθούν τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις, «οι πολίτες ανακαλύπτουν, ορισμένοι με τρόμο, πως σχεδόν το 25% του ευρωπαϊκού δημόσιου χρέους το διακρατά η κεντρική τράπεζά τους», αναφέρουν αυτοί οι οικονομολόγοι σε άρθρο τους που δημοσιεύεται από εννέα ευρωπαϊκές εκδόσεις.
«Οφείλουμε στον εαυτό μας 25% του χρέους μας και, αν αποπληρώσουμε αυτό το ποσό, θα πρέπει να το βρούμε αλλού, είτε δανειζόμενοι εκ νέου για να καλύψουμε το χρέος αντί να δανειζόμαστε για να επενδύσουμε, είτε αυξάνοντας τους φόρους ή μειώνοντας τις δαπάνες», εξηγούν αυτοί οι οικονομολόγοι, μεταξύ των οποίων ο Τομά Πικετί, ο βέλγος πρώην υπουργός Πολ Μανιέτ και ο ούγγρος πρώην επίτροπος της ΕΕ Άντορ Λάζλο.
Για την ΕΚΤ, η διαγραφή των χρεών των κρατών, η διαπραγμάτευση των οποίων γίνεται αυτή τη στιγμή με πολύ χαμηλά, ακόμη και αρνητικά επιτόκια, «δεν αποτελεί επιλογή», διότι «θα υπήρχε ο κίνδυνος οι πολίτες να χάσουν την εμπιστοσύνη στο νόμισμα», είχε δηλώσει τον Ιούνιο ο Ίταλός Φάμπιο Πανέτα, μέλος του διευθυντηρίου της ΕΚΤ.
Οι υπογράφοντες εκτιμούν αντιθέτως ότι ο θεσμός αυτός, που έχει την έδρα του στη Φρανκφούρτη, θα μπορούσε, διαγράφοντας τις πιστώσεις του, «να προσφέρει στα ευρωπαϊκά κράτη τα μέσα για την οικολογική ανοικοδόμησή τους, αλλά και για την αποκατάσταση της κονωνικής, οικονομικής και πολιτιστικής ζωής».
Η διαγραφή των δημόσιων χρεών ή η μετατροπή τους σε άτοκα χρέη εις το διηνεκές θα μπορούσε να γίνει με αντάλλαγμα τη δέσμευση των κρατών «να επενδύσουν τα ίδια ποσά στην οικολογική και κοινωνική ανοικοδόμηση».
«Τα ποσά αυτά ανέρχονται σήμερα, για το σύνολο της Ευρώπης, σε σχεδόν 2,5 τρισεκατομμύρια ευρώ», σύμφωνα με την έκκληση που δημοσιεύθηκε μεταξύ άλλων από τις Le Monde (Γαλλία), El Pais (Ισπανία), La Libre Belgique (Βέλγιο), Der Freitag (Γερμανία) και l’ Avvenire (Ιταλία).
Οι υπογράφοντες υποστηρίζουν πως «η διαγραφή δεν απαγορεύεται ρητά από τις ευρωπαϊκές συνθήκες» και πως «η ιστορία μας έχει δείξει πολλές φορές ότι οι νομικές δυσκολίες εξαφανίζονται μπροστά στις πολιτικές συμφωνίες».
Ανήσυχοι μπροστά σε μια ενδεχόμενη επιστροφή των πολιτικών λιτότητας που περιλαμβάνουν μειώσεις του δημόσιου χρέους, όπως αυτές που έγιναν από το 2015 μέχρι την αρχή της κρίσης της Covid-19, οι πανεπιστημιακοί καλούν επίσης για «μια νέα ευρωπαϊκή διακυβέρνηση, κυρίως με την υιοθέτηση της αυξημένης πλειοψηφίας όσον αφορά τα δημοσιονομικά ζητήματα».