Αλλαγή σελίδας στο Οικογενειακό Δίκαιο και στον τρόπο με τον οποίο ρυθμίζονται μία σειρά από σύνθετα και ευαίσθητα ζητήματα, με επίκεντρο το παιδί, μετά το διαζύγιο των γονέων του, σηματοδοτεί το νομοσχέδιο που προωθεί ο υπουργός Δικαιοσύνης Κώστας Τσιάρας και με το οποίο επέρχονται σημαντικές αλλαγές στην επίλυση των οικογενειακών διαφορών.
Στις σχεδόν τέσσερις δεκαετίες που έχουν μεσολαβήσει από τη θέσπιση του υφιστάμενου νομικού πλαισίου έχουν αλλάξει πλέον πολλά σε σχέση με τις κοινωνικές συνθήκες και ως εκ τούτου επιχειρείται η νομοθετική αλλαγή, ώστε να επιτευχθεί ο εκσυγχρονισμός του Οικογενειακού Δικαίου αλλά και να ενταχθούν στο εσωτερικό δίκαιο διατάξεις που με επιτυχία εφαρμόζονται ήδη σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Το νομοσχέδιο που επεξεργάστηκε αρμόδια επιτροπή υπό την προεδρία του επίτιμου εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Τέντε, εκτός απροόπτου, αναμένεται να τεθεί στο τραπέζι του Υπουργικού Συμβουλίου ακόμα και στην επόμενη συνεδρίασή του και αμέσως μετά να πάρει τον δρόμο για ψήφιση στη Βουλή.
Με τις διατάξεις του νομοθετικού εγχειρήματος εισάγονται νέες διαδικασίες, με γνώμονα πάντα το συμφέρον του παιδιού, αλλά και τη δημιουργία ενός περιβάλλοντος χωρίς εντάσεις – όσο αυτό βέβαια είναι δυνατό – για την ολοκληρωμένη ανάπτυξη της προσωπικότητας του ανηλίκου, που πολλές φορές, όπως έχει δείξει η δικαστηριακή πρακτική, βρίσκεται στη μέση σφοδρής αντιδικίας ανάμεσα στους γονείς.
Οι αλλαγές
Οι βασικότερες αλλαγές που περιλαμβάνονται στο προωθούμενο νομοσχέδιο, σύμφωνα με πληροφορίες, είναι οι εξής:
1. Καθιερώνεται η από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας και από τους δύο γονείς ακόμα και μετά τη διάσπαση του εγγάμου βίου. Οι γονείς, δηλαδή, από κοινού θα αποφασίζουν για όλα τα κρίσιμα ζητήματα που αφορούν τη ζωή των παιδιών τους, όπως για παράδειγμα την επιλογή σχολείου, την ιατροφαρμακευτική του περίθαλψη και την ονοματοδοσία.
2. Για πρώτη φορά θεσπίζεται το ελάχιστο μαχητό τεκμήριο του 1/3 για την επικοινωνία του τέκνου με τον γονέα που δεν διαμένει μαζί του. Εξασφαλίζεται έτσι αυξημένη επικοινωνία, η οποία, σε κάθε περίπτωση, είναι επωφελής για το τέκνο.
3. Αξιοποιείται ο θεσμός της διαμεσολάβησης, δηλαδή του διακανονισμού και της επίλυσης των όποιων τριβών και αντιδικιών μεταξύ των πρώην συζύγων με σημείο αναφοράς το παιδί, εκτός δικαστηρίων, από ειδικούς διαμεσολαβητές που ήδη υπάρχουν και στους οποίους ανατίθεται η λύση και αυτών των ευαίσθητων οικογενειακών διαφορών. Αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με την Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης οι διάδικοι που ακολουθούν τη μέθοδο αυτή για τις οικογενειακές διαφορές καταφέρνουν σε ποσοστό 20% να επιλύουν τις διαφορές τους αποφεύγοντας το επόμενο στάδιο, αυτό της προσφυγής στα δικαστήρια. Επιπλέον, το 86% των διαδίκων που επιλέγουν εκουσίως τη διαμεσολάβηση καταφέρνουν να βρουν τη «χρυσή τομή» στη διαφορά τους.
4. Ιδιαίτερη βαρύτητα έχει και η νομοθετική ρύθμιση που αφορά την άσκηση κακής επιμέλειας με συνέπειες για τον γονιό εκείνον που δεν τηρεί τον νόμο. Η υπαίτια μη συμμόρφωση προς αποφάσεις και πράξεις δικαστικών αρχών που αφορούν τα παιδιά, η υπαίτια παράβαση των όρων της συμφωνίας των γονιών ή της δικαστικής απόφασης για την επικοινωνία του παιδιού με τον γονιό, η αδικαιολόγητη άρνηση του γονιού να καταβάλει τη διατροφή που επιδικάστηκε από το δικαστήριο ή συμφωνήθηκε μεταξύ των γονέων, η τέλεση υπό οποιαδήποτε μορφή οικογενειακής βίας από τον γονιό σε βάρος του παιδιού, είναι μερικές από τις περιπτώσεις που μπορεί να εμπίπτουν στο πλέγμα της «κακής άσκησης της επιμέλειας».
Σε περίπτωση πάντως που οι γονείς δεν καταφέρουν να τα βρουν μεταξύ τους σε σχέση με κρίσιμα ζητήματα για το παιδί μπορούν να προσφεύγουν στα δικαστήρια. Γεγονός που εκ των πραγμάτων σημαίνει ότι ένας δικαστικός λειτουργός ενδέχεται να κληθεί να λάβει ουσιαστικές αποφάσεις για το μέλλον ενός παιδιού, όπως σε ποιο σχολείο θα φοιτήσει αν οι γονείς δεν καταφέρουν να τα βρουν μεταξύ τους προτού φτάσουν στη Δικαιοσύνη.
Τέλος, παρέχεται η δυνατότητα στους γονείς για τους οποίους οι δικαστικές αποφάσεις για την επιμέλεια των παιδιών τους δεν έχουν καταστεί αμετάκλητες να προσφύγουν δικαστικά και να αξιοποιήσουν τα νέα δεδομένα.