Σε αρκετές χώρες που είχαν εμπειρία πραξικοπημάτων στην περίοδο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο δεν είναι παράλογο να τίθεται το ερώτημα εάν υπάρχει αμερικανική ανάμειξη σε ένα πραξικόπημα.
Αυτό ισχύει ως ένα βαθμό και στην Τουρκία. Υπάρχουν αρκετές ενδείξεις ότι οι ΗΠΑ είχαν έγκαιρη γνώση για το πραξικόπημα που ανέτρεψε την κυβέρνηση Μεντερές το 1960, όπως και για το ότι είδαν με καλό μάτι το πραξικόπημα του 1980.
Αυτό μπορεί να εξηγήσει και γιατί δεν ήταν λίγοι αυτοί που έκαναν ανάλογες σκέψεις τον Ιούλιο του 2016 όταν έγινε το αποτυχημένο πραξικόπημα ενάντια στην κυβέρνηση Ερντογάν.
Άλλωστε, παρότι είχαν περάσει πάρα πολλά χρόνια από πραξικόπημα σε ευρωπαϊκή χώρα ή σε χώρα μέλος του ΝΑΤΟ (το τελευταίο ήταν αυτό στην Τουρκία το 1980 και το προηγούμενο στην Ελλάδα το 1967), θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι θα υπήρχε αν όχι ανάμειξη ή συμμετοχή, τουλάχιστον μια «θετική γνώμη» στο ενδεχόμενο να αποκατασταθεί μια φιλοδυτική κατεύθυνση σε μια χώρα τόσο σημαντική όπως η Τουρκία.
Το ίδιο το γεγονός ότι η τουρκική πλευρά επιμένει ότι αυτοί που οργάνωσαν στο πραξικόπημα ήταν μέλη της οργάνωσης του Φετουλάχ Γκιουλέν (που στην Τουρκία αναφέρεται ως FETO – Fethullahçı Terör Örgütü), του συντηρητικού ισλαμιστή πρώην συμμάχου Ερντογάν που σήμερα βρίσκεται στις ΗΠΑ οι οποίες αρνούνται να τον εκδώσουν στην Τουρκία, παρά τα επανειλημμένα τουρκικά αιτήματα, απλώς επιτείνει αυτή την αίσθηση.
Η τουρκική κοινή γνώμη επιμένει να θεωρεί τις ΗΠΑ υπεύθυνες για το πραξικόπημα
Αυτή, άλλωστε, παραμένει η γνώμη της μεγάλης πλειοψηφίας της τουρκικής κοινής γνώμης, που σύμφωνα με έρευνα του περασμένου Δεκεμβρίου κατά 70% πιστεύει ότι οι ΗΠΑ έχουν ευθύνη για το πραξικόπημα του 2016. Το ποσοστό είναι χαμηλότερο από το 81% που είχε φτάσει τον Σεπτέμβριο του 2016, όμως δεν είναι τυχαίο ότι όλα αυτά τα χρόνια έχει κυμανθεί ανάμεσα στο 67% και το 73%.
Άλλωστε, ένας αντιαμερικανισμός υπάρχει από αρκετά χρόνια στην τουρκική κοινωνία, ήδη από την εποχή που θεωρούσαν ότι οι ΗΠΑ στη δεκαετία του 1960 υπονόμευαν τα συμφέροντα της Τουρκίας σε σχέση με το Κυπριακό. Αλλά και αργότερα συχνά υπήρχε ένα κλίμα καταδίκης των αμερικανικών επεμβάσεων, παρότι για δεκαετίες η Τουρκία ήταν ένας κρίσιμος σύμμαχος των ΗΠΑ στην περιοχή.
Βέβαια από τη μεριά τους οι ΗΠΑ έχουν αρνηθεί δια στόματος Μπαράκ Ομπάμα κάθε ανάμειξη στο πραξικόπημα, ενώ ήταν ο ίδιος ο σημερινός πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν που τον Αύγουστο του 2016 ως αντιπρόεδρος των ΗΠΑ προσέφερε την αλληλεγγύη και την «απόλυτη και αταλάντευση υποστήριξη» της αμερικανικής κυβέρνησης στον Ερντογάν.
Βέβαια, ξεκινώντας την προεκλογική εκστρατεία του ο Μπάιντεν, σε συνέντευξή του, είχε χαρακτηρίσει «αυταρχικό ηγέτη» (autocrat) τον Ερντογάν και είχε εκφράσει την υποστήριξη του στην αντιπολίτευση στην Τουρκία και την ανάγκη να ηττηθεί ο Ερντογάν.
Ο θόρυβος από τις δηλώσεις Σοϊλού
Σε αυτό τον φόντο μπορούμε να αντιληφθούμε τον θόρυβο που προκάλεσαν οι δηλώσεις του Τούρκου υπουργού Εσωτερικών Σουλεϊμάν Σοϊλού στις αρχές Φεβρουαρίου που επανέφεραν στο προσκήνιο τις κατηγορίες για ανάμειξη των ΗΠΑ στο πραξικόπημα του 2016.
«Είναι ολοφάνερο ότι η Αμερική ήταν πίσω από την απόπειρα πραξικοπήματος στις 15 Ιουλίου. Η FETO το έκανε με βάση τις υποδείξεις της», ήταν η χαρακτηριστική του δήλωση, για να επιμείνει μετά ότι συναντούν προβλήματα ακόμη και στα αιτήματα που στέλνουν στην Ιντερπόλ και ότι είναι λογικό «αυτός που υποκινεί τον δολοφόνο μετά να τον προστατεύει».
Οι δηλώσεις αυτές προκάλεσαν έντονη αμερικανική αντίδραση. «Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είχαν καμία ανάμειξη στην απόπειρα πραξικοπήματος στην Τουρκία το 2016 και αμέσως το καταδίκασαν. Πρόσφατες αναφορές στο αντίθετο που έγιναν από υψηλά ιστάμενους Τούρκους αξιωματούχους είναι πλήρως εσφαλμένες. Αυτές οι δηλώσεις και άλλες ανυπόστατες και ανεύθυνες αναφορές σε αμερικανική υπευθυνότητα για γεγονότα στην Τουρκία, είναι ασύμβατα με το στάτους της Τουρκίας ως συμμάχου του ΝΑΤΟ και ως στρατηγικού εταίρου των ΗΠΑ», αναφέρει ανακοίνωση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ.
Πρόσφατα είχαμε και αντιπαράθεση σε κοινοβουλευτικό επίπεδο. 54 Γερουσιαστές, η πλειοψηφία δηλαδή της Γερουσίας, υπέγραψαν πρόσφατα επιστολή προς τον πρόεδρο Μπάιντεν, ζητώντας του να ασκήσει ακόμη μεγαλύτερη πίεση στην Τουρκία πάνω σε θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, σε ένα κείμενο που άσκησε οξεία κριτική και στον τρόπο που αντιμετωπίζει την αντιπολίτευση ο Ερντογάν και στην εξωτερική πολιτική του.
Η απάντηση ήρθε με επιστολή 87 μελών της Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης (και της κοινοβουλευτικής ομάδας φιλίας Τουρκίας – ΗΠΑ) που διαμαρτυρήθηκαν για την επιστολή των Γερουσιαστών και υπογράμμισαν την κατά τη γνώμη τους αντίφαση ανάμεσα στο να θεωρούνται «τρομοκράτες» οι διαδηλωτές που εισέβαλαν στο αμερικανικό Κογκρέσο στις 6 Ιανουαρίου και «αθώοι υποστηρικτές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων» τα μέλη της FETO που ευθύνεται για το πραξικόπημα του 2016.
Ρητορική έξαρση και αναζήτηση συνεννόησης
Ωστόσο, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι αυτού του είδους η όξυνση των τόνων δεν σημαίνει και άρνηση της συνεννόησης αλλά προετοιμασία του εδάφους γι’ αυτήν, εάν αναλογιστούμε ότι ο Ερντογάν αναζητά τρόπο επικοινωνίας με τις ΗΠΑ και σε σχέση με το ζήτημα των S-400 όπου ήδη υπάρχουν συμβιβαστικές τουρκικές προτάσεις και σε σχέση με τη Συρία όπου θέλει να δει να μειώνεται η αμερικανική υποστήριξη στις κουρδικές πολιτοφυλακές.
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, οι ρητορικές εξάρσεις θα είναι το αντίβαρο στην πραγματική αναζήτηση ενός πιο «υποχωρητικού» σημείου ισορροπίας.