Η υπόθεση Λιγνάδη έχει προκαλέσει, όπως ήταν αναμενόμενο, μεγάλο θόρυβο. Αυτό δεν είναι παράλογο, εάν αναλογιστούμε τη σοβαρότητα των καταγγελιών για πρακτικές βιασμών και κακοποίησης ανηλίκων. Σε μια εποχή που έστω και καθυστερημένα η ελληνική κοινωνία αποκτά επίγνωση του πόσο διαδεδομένα ήταν τα φαινόμενα κακοποίησης από ανθρώπους που είχαν εξουσία ή θέση ευθύνης, είναι εύλογο να υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον για αυτή την υπόθεση. Ιδίως όταν υπάρχουν υποψίες ότι καταγγελίες γίνονταν εδώ και αρκετά χρόνια αλλά δεν διερευνήθηκαν στην κλίμακα που έπρεπε, κάτι στο οποίο συνέβαλε και ο φόβος που κρατούσε κλειστά τα στόματα πολλών θυμάτων που επιτέλους ανοίγουν, μιλούν και καταγγέλλουν.
Για την υπόθεση αυτή υπάρχουν αναμφίβολα σοβαρές πολιτικές ευθύνες. Ένας άνθρωπος για τον οποίο υπήρχαν τέτοιες υπόνοιες – και είναι σαφές ότι υπόνοιες υπήρχαν από καιρό – δεν θα έπρεπε να είχε αναλάβει μια τόσο σημαντική θέση ευθύνης. Αυτές οι ευθύνες αφορούν την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Πολιτισμού, και πρωτίστως την υπουργό Πολιτισμού κ. Λίνα Μενδώνη, που όφειλε να είχε ελέγξει καλύτερα πριν επιλέξει τον συγκεκριμένο σκηνοθέτη για τόσο σημαντική θέση. Η δικαιολογία ότι «εξαπατήθηκε» δεν μπορεί να σταθεί. Να το πούμε απλά: οι υπουργοί δεν έχουν το δικαίωμα να εξαπατώνται, αλλά να κάνουν όσους ελέγχους απαιτούνται για τα πρόσωπα που τοποθετούν σε θέσεις ευθύνης. Επιπλέον, η κα Μενδώνη υπέπεσε σε ένα ακόμα σφάλμα, ακόμα βαρύτερο θεσμικά, καθώς χαρακτηρίζοντας τον κ.Λιγνάδη «επικίνδυνο άνθρωπο» (κάτι που είναι πολύ πιθανό να είναι) εμφάνισε τον εαυτό της, δηλαδή έναν άνθρωπο που κατέχει εκτελεστική εξουσία να προκαταλαμβάνει την απόφαση της Δικαστικής εξουσίας. Ήταν η light εκδοχή των όσων ο κ.Πολάκης, ο κ.Παπαγγελόπουλος και σειρά άλλων υπουργών του Σύριζα έπραξε στο παρελθόν.
Προφανώς και υπάρχουν πολιτικές ευθύνες. Γιατί οι πράξεις ή παραλείψεις ενός υπουργού τον βαραίνουν. Αυτός είναι ένας κανόνας της πολιτικής που καλό είναι να μην τον ξεχνούν, όσοι πιστεύουν ότι όλα είναι υπόθεση ενός damage control.
Προφανώς επίσης και η αντιπολίτευση έχει κάθε δικαίωμα να κάνει κριτική και πολεμική στην κυβέρνηση όταν υπάρχουν τέτοιες αστοχίες και να αποδίδει πολιτικές ευθύνες, ή να κάνει πολεμική, ή να ζητάει την παραίτηση μίας υπουργού. Αυτός είναι επίσης ένας αναπόδραστος κανόνας του παιχνιδιού της πολιτικής αντιπαράθεσης.
Όλα αυτά, όμως, σε κανέναν βαθμό δεν σημαίνουν εργαλειοποίηση της υπόθεσης.
Και σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να γίνουν η απαρχή για μια στημένη μέχρι κεραίας «δολοφονία χαρακτήρων». Κι μ’ αυτό εννοώ τα δολοφονικά «πιστόλια» συγκεκριμένων κύκλων που έπιασαν ήδη δουλειά και ανέσυραν τον Γκέμπελς και τη λάσπη στον ανεμιστήρα μόνο και μόνο για να προσποριστούν μικροκομματικά οφέλη.
Όλα όσα αποκαλύπτονται δεν σημαίνουν για παράδειγμα ότι μπορεί κανείς να χαρακτηρίσει το κυβερνών κόμμα ως ένα κόμμα που «υποστηρίζει παιδόφιλους», ακόμη και εάν πρέπει να διερευνηθούν οι διασυνδέσεις που οδηγούν τέτοιες υποθέσεις σε συγκάλυψη, με βάση και τη διεθνή εμπειρία. Ούτε σημαίνουν ένα χυδαίο είδος πολεμικής, προερχόμενο από τις χειρότερες πρακτικές των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, που εστιάζει π.χ. στο ότι υπάρχουν φωτογραφίες του Δημήτρη Λιγνάδη με τον πρωθυπουργό και τη σύζυγό του, την ώρα που είναι προφανές ότι για έναν γνωστό σκηνοθέτη, θα υπάρχουν φωτογραφίες του με πολιτικούς όλου του φάσματος, εάν αναλογιστούμε ότι πάντα σε πρεμιέρες οι πολιτικοί επιδιώκουν να βγάλουν μια φωτογραφία με τους συντελεστές της παράστασης και οι συντελεστές της παράστασης επίσης θέλουν τη δημοσιότητα.
Και όμως αυτό ακριβώς κάνει ο Αλέξης Τσίπρας. Μια χυδαία εργαλειοποίηση της υπόθεσης Λιγνάδη. Έχει αποφασίσει ότι στο συγκεκριμένο θέμα όχι απλώς θα προσπαθήσει να αποδώσει στον πρωθυπουργό και συλλήβδην στη Νέα Δημοκρατία πολιτική ευθύνη για την επιλογή Λιγνάδη, αλλά λίγο πολύ θα επιδιώξει να πείσει την κοινωνία ότι ένα κόμμα που κυβερνά τη χώρα, έχοντας, καλώς ή κακώς, κερδίσει τις εκλογές και διατηρώντας σταθερό δημοσκοπικό προβάδισμα, κόμμα που έχει μια συγκεκριμένη ιστορική διαδρομή είναι κατά βάση ένα δίκτυο υποστήριξης παιδόφιλων. Μόνο που αυτό είναι η μετατροπή των πρωτοσέλιδων του «Μακελειού» σε αντιπολιτευτική γραμμή.
Κι όταν ακυρώνεται ο θεσμικός ρόλος της αντιπολίτευσης και αντικαθίσταται με εντολές για δημόσιο λιντσάρισμα ανθρώπων, σπίλωση υπολήψεων και «δολοφονία» χαρακτήρων τότε τα πράγματα γίνονται πολύ σοβαρά.
Ξέρουμε ότι στις επίσημες ανακοινώσεις του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν θα δούμε τέτοιες διατυπώσεις. Όμως, μια περιδιάβαση του διαδικτύου και ιδίως των μέσων κοινωνικής δικτύωσης θα δείξει ότι η κεντρική επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ είναι να δώσει αυτόν ακριβώς τον τόνο και να εργαλειοποιήσει με τον πιο χυδαίο τρόπο την υπόθεση Λιγνάδη. Θυμίζει η ρητορική των τρολ που υποστηρίζουν τον Σύριζα στο διαδίκτυο, τις χειρότερες περιόδους του Τραμπισμού. Ο ανορθολογισμός, η συνωμοσιολογία και οι τόνοι λάσπης είναι ευδιάκριτοι στους 280 χαρακτήρες των tweets τους. Και ας μην υποστηρίξει ΣΥΡΙΖΑ ότι δεν φέρει ευθύνη για το τόνο που δίνουν τα μέλη του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όταν είναι παραπάνω από εμφανής η προσπάθεια ενορχήστρωσης και ο χαρακτήρας «κεντρικής γραμμής» που υπάρχει.
Για να μην μιλήσουμε και για τον επίσημο ΣΥΡΙΖΑ που στοχοποιεί τον πρωθυπουργό διακινώντας φωτογραφίες του κ. Μητσοτάκη με τον Λιγνάδη μετά από κάποια παράσταση.
Η λογική «σε είδα στις φωτογραφίες με τον Λιγνάδη, άρα είσαι ίδιος», επιβεβαιώνει το χαμηλό επίπεδο της αντιπολιτευτικής τακτικής που επιλέγει να κάνει ο κ. Τσίπρας σε ένα τόσο ευαίσθητο ζήτημα. Διότι με αυτό τον τρόπο θα πρέπει να ενοχοποιήσουμε και την κ. Λυδία Κονιόρδου, σπουδαία ηθοποιό και υπουργό Πολιτισμού του ΣΥΡΙΖΑ, επειδή φωτογραφήθηκε με τον Λιγνάδη.
Και για να γίνει ακόμη πιο εμφανής ο παραλογισμός του Τσίπρα. Ο Λιγνάδης βλέπουμε στη φωτογραφία ότι φοράει κασκόλ της ΑΕΚ κι έχει δηλώσει και «άρρωστος ΑΕΚτζής». Άρα σύμφωνα πάντα με τον παρανοϊκό συλλογισμό του Αλέξη. Οι Αεκτζήδες είναι παιδεραστές. Ο διοικητικός ηγέτης της ΑΕΚ, ο Δημήτρης Μελισσανίδης είναι παιδεραστής.
Το γιατί το κάνει αυτό ο Αλέξης Τσίπρας είναι προφανές. Η χώρα αντιμετωπίζει μια πολύ σοβαρή υγειονομική κρίση και μια εξίσου σοβαρή οικονομική κρίση και η αξιωματική αντιπολίτευση αδυνατεί να κερδίσει σε απήχηση για τον απλούστατο λόγο ότι δεν μπορεί να πείσει ότι εάν ήταν στην εξουσία θα μπορούσε να είχε χειριστεί αυτές τις κρίσεις με καλύτερο τρόπο.
Ο ΣΥΡΙΖΑ κατηγορεί την κυβέρνηση για την κατάσταση στο ΕΣΥ και τα πραγματικά ελλείμματα σε ΜΕΘ, αλλά δεν δίνει καμιά απολύτως εξήγηση ως προς το γιατί όταν κυβέρνηση δεν κατάφερε να αφήσει πραγματικά ενισχυμένο το σύστημα υγείας, ούτε έχει να προτείνει κάτι διαφορετικό από αυτό που γίνεται τώρα. Μιλάει διαρκώς για την οικονομική δυσπραγία που φέρνουν τα περιοριστικά μέτρα, αλλά εξακολουθεί να μην μπορεί να προτείνει ένα σχέδιο για την οικονομική ανάπτυξη της επόμενης μέρας. Κατηγορεί την κυβέρνηση για πρωτοβουλίες όπως η πανεπιστημιακή αστυνομία, αλλά ούτε εξηγεί γιατί δεν άφησε σε καλή κατάσταση την ανώτατη εκπαίδευση ούτε ποια μέτρα θα έπαιρνε για να ξεπεραστεί η κρίση της.
Αυτή την εντυπωσιακή αποτυχία του να πείσει ότι έχει μια εναλλακτική πολιτική, σε μια συγκυρία όπου η κοινωνία αναζητά έξοδο από την κρίση, ο Αλέξης Τσίπρας προσπαθεί να την αντισταθμίσει με την εργαλειοποίηση της υπόθεσης Λιγνάδη και την πολιτική των φωτογραφιών και της «φωτογραφικής ευθύνης» που υποστηρίζει ότι όποιος έβγαλε φωτογραφία με έναν βιαστή, είναι επίσης βιαστής. Μας θυμίζει έτσι, ότι το είδος πολιτικής που μπορεί να ασκήσει, είναι αυτό της τυφλής σύγκρουσης, χωρίς κανόνες, χωρίς ιδεολογικό περιεχόμενο, αλλά, με μια ιδεολογικοποιημένη εικόνα του εαυτού του ως έναν αρχάγγελο της κάθαρσης. Οι πολίτες να βλέπουν μια καρικατούρα που προσπαθεί -και πάλι- να διαμορφώσει διαχωριστικές γραμμές με όρους διχασμού, αυτό όμως, δεν είναι ικανό να τον οδηγήσει σε αλλαγή στρατηγικής. Περισσότερο, ίσως, από αδυναμία να το πράξει παρά από μια επιθυμία που εδράζεται σε μια τέτοιου τύπου συγκρότηση.
Ακόμη χειρότερα: αντί να επικεντρώνει στο πώς μπορεί να υπάρξει πρόληψη των φαινομένων κακοποίησης, ιδίως της παιδικής, στο πώς μπορούν να υπάρξουν θεσμοί και δομές που να μπορούν να αντιμετωπίσουν τέτοια περιστατικά, στο πώς μπορεί να βελτιωθεί το νομικό πλαίσιο, ο ΣΥΡΙΖΑ απλώς κάνει «δολοφονία χαρακτήρων». Δηλαδή, στην πραγματικότητα εκμεταλλεύεται πολιτικά το ζήτημα, αλλά δεν προτείνει ουσιαστικά βήματα για την αντιμετώπιση ενός πραγματικού προβλήματος. Αυτό βέβαια, ελάχιστους παρατηρητές θα μπορούσε να εκπλήξει. Ο Σύριζα του Αλέξη Τσίπρα, είναι το κόμμα που κατά δήλωσή του «κέρδισε τις εκλογές αλλά δεν πήρε την εξουσία». Ποιος αλήθεια θα περίμενε ότι σε ένα κόμμα με τέτοια αντίληψη η θεσμική θωράκιση, η δημιουργία διαδικασιών καταγγελίας και προστασίας, όλα όσα στην πραγματικότητα αποτελούν καταφύγιο των αδυνάτων, θα ήταν προτεραιότητα;
Ούτε είναι τυχαίο ότι όλα αυτά τα κάνει ο Αλέξης Τσίπρας σε μια περίοδο όπου έρχονται στο προσκήνιο οι πιο προβληματικές πλευρές της δικής του διακυβέρνησης. Η άφιξη της υπόθεσης Καλογρίτσα στη Βουλή, με το ερώτημα των ευθυνών του στενού συνεργάτη του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ Νίκου Παππά, υπενθυμίζει τις χειρότερες μέρες της «αριστερής διαπλοκής», όταν το «ηθικό πλεονέκτημα» της Αριστεράς χάθηκε στα βοσκοτόπια του Καλογρίτσα και στην προσπάθεια να φτιαχτεί το διαβόητο SYRIZA Channel, αποδεικνύοντας ότι ο κυνισμός της εξουσίας δεν γνωρίζει από παραταξιακά όρια.
Το θέμα της σεξουαλικής κακοποίησης γενικά και της κακοποίησης παιδιών ειδικά, είναι από τις πιο μεγάλες προκλήσεις των σύγχρονων κοινωνιών. Χρειάζεται έμφαση στην πρόληψη, στις δομές που μπορούν να υποδεχτούν και να χειριστούν την καταγγελία, στην προστασία και υποστήριξη των θυμάτων και προφανώς στο ξερίζωμα των μηχανισμών συγκάλυψης. Γύρω από αυτό το θέμα υπάρχει ανάγκη διακομματικής συνεννόησης και εθνικού σχεδίου. Η αξιωματική αντιπολίτευση θα έπρεπε να συνεισφέρει καθοριστικά σε αυτό, χωρίς αυτό να της στερεί το δικαίωμα να κάνει κριτική για ελλείμματα και καθυστερήσεις.
Αντί για αυτό η αξιωματική αντιπολίτευση και ο Αλέξης Τσίπρας προτιμούν να εργαλειοποιούν μια υπόθεση, να κάνουν πολεμική που θυμίζει τα χυδαία και ομοφοβικά πρωτοσέλιδα του «Μακελειού» και θεωρούν ότι όλα κρίνονται στο ποιος φωτογραφήθηκε με ποιον και πιστεύοντας ότι θα βρει «θεωρίες συνωμοσίας» σε δημόσιες φωτογραφίες.
Με αυτό τον τρόπο ο Αλέξης Τσίπρας αντί να συνεισφέρει στην αναμέτρηση με ένα πραγματικό και σοβαρό πρόβλημα, απλώς επιλέγει να κάνει ακόμη πιο τοξικό το κλίμα της πολιτικής αντιπαράθεσης. Μόνο που αυτό τον τρόπο προσφέρει κακή υπηρεσία και στην αναμέτρηση με το πρόβλημα της κακοποίησης και στη δημοκρατία και την ποιότητα της δημόσιας συζήτησης γενικότερα.
Η δημοσίευση είναι η ψυχή της δημοκρατίας. Ειδικά στις περιπτώσεις όπως το ελληνικό #metoo, και ακόμη περισσότερο όταν έχουμε να κάνουμε με σκάνδαλα που εμπλέκουν μικρά παιδιά και περιπτώσεις παιδεραστίας.
Από την πρώτη στιγμή ο όμιλος Alter Ego, το Βήμα, τα Νέα, το Mega και τo in.gr, το μεγαλύτερο ενημερωτικό site της χώρας, με 1,3 – 1,5 εκατ. μοναδικούς χρήστες ημερησίως, πρωτοστατούν στις αποκαλύψεις.
Βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της ενημέρωσης για την υπόθεση Λιγνάδη, για τις υποθέσεις όλων εκείνων που εκμεταλλεύτηκαν την εξουσία τους και τη δύναμή της και προκάλεσαν ανεπούλωτες πληγές σε ανθρώπους.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι από το Mega και την εκπομπή Πάμε Δανάη η Σοφία Μπεκατώρου έκανε την αποκάλυψη του δικού της βιασμού και από τότε άνοιξαν τα στόματα.
Θα συνεχίσουμε να είμαστε απέναντι στις αθλιότητες, στους εκβιασμούς, στους εκβιαστές και σε όλους εκείνους που εμπλέκονται σε βρόμικες υποθέσεις οι οποίες παίρνουν διαστάσεις καταιγίδας και αναδεικνύουν τη σημαντικότητα του ελληνικού #metoo.