Τα «Μαλαματένια λόγια», από τα τραγούδια που ξεχωρίζουν στην εργογραφία του Μάνου Ελευθερίου, έδωσαν τον τίτλο και στην αυτοβιογραφική αφήγησή του που κυκλοφορεί στις 25 του μήνα από το «Μεταίχμιο», τρία χρόνια μετά τον θάνατό του. Πρόκειται για «στιγμιότυπα» και θραύσματα της ζωής του, τα οποία συνέλεξαν από τον Αύγουστο του 2010 ως το 2013 οι Σπύρος Αραβανής και Ηρακλής Οικονόμου: από τα παιδικά χρόνια στη Σύρο και τη νεανική ηλικία στην Αθήνα, την περίοδο του στρατού και της Χούντας ως τα μεγάλα τραγούδια και τη γνωριμία με συνθέτες και ποιητές. Αποσπάσματα από την έκδοση, που ολοκληρώθηκε με τη σύμφωνη γνώμη της αδελφής του και κληρονόμου, Λιλής Ελευθερίου, παρουσιάζουν σήμερα «ΤΑ ΝΕΑ».
Για το Δημοτικό στη Σύρο:
Ημουν πολύ ήσυχος στην τάξη. Κάθε πρωί έπρεπε να έχουμε καθαρό μαντίλι απαραιτήτως. Η δασκάλα μας, η δεσποινίς Αντωνακοπούλου, μας κοίταζε στα νύχια, να είμαστε καθαροί. Επίσης κοίταζε τα αφτιά μας. Κυκλοφορούσαν κοριοί, ψείρες, ποντίκια και κατσαρίδες. Πρώτη ζήτηση σε όλη την Ελλάδα. Γι’ αυτό αναγκάστηκε και ο Μεταξάς να διατάξει να βαφτούν άσπρα τα νησιά. Ασβέστης μέσα-έξω για να φεύγουν τα μαμούνια, και έτσι έγιναν τα νησιά άσπρα.
Στο απολυτήριο έπαιρνα 10. Αιφνιδίως όμως κάποιοι έλεγχοι εμφάνιζαν βαθμούς 8 και 9 μια ορισμένη χρονιά. Μάλλον τετάρτη ή πέμπτη δημοτικού. Θυμάμαι ακόμα ότι ζωγράφιζα πολύ ωραία τα νησιά. Εσκιζα όμως τα έργα μου, για να έχω τη χαρά να τα ξαναζωγραφίσω. Ο τρόμος μου πάντως ήταν τα μαθηματικά. Δεν καταλάβαινα με τίποτα τη μέθοδο των τριών. Διάβαζα με πάθος τα σχολικά βιβλία και το «Μέγα Ωρολόγιον». Είχα μάθει απέξω όλους τους ύμνους. Το βιβλίο ανήκε στη μάνα του πατέρα μου – λίγα πράγματα μου έχουν μείνει από αυτή τη γυναίκα: ένα τραπέζι, μια φωτογραφία και ένα εκπληκτικό σακάκι γεμάτο χάντρες και πούλιες, που η αδελφή μου το έβαζε τις Απόκριες. Χάθηκε κι αυτό. Σε ηλικία έντεκα-δώδεκα χρονών διάβαζα με μανία μια εφημερίδα που ερχόταν καθημερινά. Ηταν μια δεξιά εφημερίδα, ο «Εθνικός Κήρυξ». Κάποια στιγμή έφυγε μια οικογένεια από δίπλα μας και μας άφησαν τα βιβλία τους. Εκεί διάβασα πρώτη φορά την «Ωραία του Πέραν». Μετά το είδα και στον κινηματογράφο. Διάβαζα επίσης τα λαϊκά φυλλάδια, τα εικονογραφημένα δηλαδή φυλλάδια των σαράντα σελίδων που πουλούσαν τα περίπτερα. Διάβαζα τα ψευτο-λαϊκά, τα ψευτο-αστυνομικά μυθιστορήματα, λαϊκά περιοδικά, τον «Θησαυρό», ό,τι έπεφτε στα χέρια μου. Τότε γνώρισα για πρώτη φορά τους «Αθλίους», που με τρόμαξαν. Δεν έχω κρατήσει όμως καμία παιδική έκθεση, τίποτα από εκείνα τα χρόνια.
Για την εφηβεία:
Δεν θα ήθελα, πάντως, με τίποτα να είμαι ξανά έφηβος. Να ήμουν σήμερα πεντέξι χρόνια νεότερος, ναι, αλλά έφηβος όχι. Γιατί ήταν πολύ δύσκολα τα χρόνια εκείνα που ήμουν έφηβος. Δεν θα ήθελα με τίποτα, με τίποτα. Γιατί είχα υπαρξιακές ανησυχίες πρώτα απ’ όλα. Δεν είχα έναν άνθρωπο να με συμβουλέψει, και αυτό ήταν πάρα πολύ δυσάρεστο. Πού και πού κατάφερνα να αρπάξω μια λέξη. Τα βιβλία δεν είχαν τη δυνατότητα να με συμβουλέψουν. Οτιδήποτε και να διάβαζες έβλεπες ότι ο συγγραφέας ήταν κλειστός και αναφερόταν μόνο στον εαυτό του. Ακόμα και αριστουργήματα να διάβαζες, δεν σε βγάζανε πουθενά. Ελάχιστα πράγματα σου δίνανε μια ανάσα. Μου έλειψε η επαφή που έχει ένας μεγαλύτερος με έναν νεότερο, που του πιάνει το χέρι και του λέει: «Μην κάνεις αυτό, να κάνεις το άλλο, εκείνο θα σε σώσει» ή «αν σ’ αρέσει αυτό, προσπάθησε να το προχωρήσεις προς αυτή την οδό και θα έχεις συμπαραστάτες τον τάδε, το έργο του τάδε». Αυτή τη συμβουλή δεν την είχα ποτέ. Εκείνος ίσως που ήταν σημαντικός και μπορούσε να σε συμβουλεύσει ήταν ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος. Αυτός ήταν από τότε σοφός. Μπορούσε να σου πει πέντε πράγματα για τη δουλειά σου, ήταν δάσκαλος. Οι άλλοι όχι. Είναι τελικά αυτό που λέει ο Σεφέρης, ότι είμαστε όλοι τραγικά αυτοδίδακτοι.
Για τα «Παραπονεμένα λόγια»:
Το κλίμα του τραγουδιού είναι καζαντζιδικό· ξέρω ότι του άρεσε του Καζαντζίδη αυτό το τραγούδι. Νομίζω ότι τα «Παραπονεμένα λόγια» είναι ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Εκείνα τα χρόνια, τέλη του ’70 και αρχές του ’80, τελειώνει μια εποχή καζαντζιδική, μια εποχή παράπονου. Ο Καζαντζίδης έκλαιγε για να κλάψει κι ο ακροατής. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν ήταν μεγάλος τραγουδιστής. «Ανοιγε το στόμα του κι αναγαλλιάζαν τα πέλαγα». Βέβαια, εγώ είμαι μπιθικωτσικός… Δεν είμαι εναντίον του Καζαντζίδη, απλώς μου πηγαίνει πιο πολύ ο Μπιθικώτσης, είναι πιο αδρός. Κι αυτός είπε πολλά ασήμαντα τραγούδια, αλλά όχι με τον ρυθμό και την ποσότητα που το είχε κάνει ο Καζαντζίδης. Ο Καζαντζίδης μπορούσε να πει τρελά πράγματα. Μην ξεχνάμε ότι στο μυαλό του Μίκη ήταν να τραγουδήσει και αυτός στο «Αξιον εστί».
Από το «Ημερολόγιό» του
ΚΥΡΙΑΚΗ 24 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1994
Ξαναδιαβάζω: Ο Παλαμάς στις τελευταίες ώρες της ζωής του παραμιλούσε ζητώντας από τη μητέρα του τη σάκα του για να πάει σχολείο. Με σκοτώνει κάτι τέτοιο. Με σκοτώνει.