Στην ψηφιακή εποχή περνούν τα συναινετικά διαζύγια, με βάση διάταξη που περιλαμβάνεται στο νομοσχέδιο, το οποίο θα παρουσιάσει σήμερα στο υπουργικό Συμβούλιο ο υπουργός Δικαιοσύνης Κώστας Τσιάρας, και φέρνει σημαντικές αλλαγές στο οικογενειακό δίκαιο ύστερα από τέσσερις δεκαετίες.
Σύμφωνα με το εν λόγω νομοσχέδιο, μετά την έκδοση του διαζυγίου, που μπορεί να γίνει ακόμη και ηλεκτρονικά πλέον, οι γονείς σε περίπτωση που διαφωνούν για τα θέματα που αφορούν το ανήλικο παιδί θα καταφεύγουν αρχικά σε διαμεσολαβητή και σε περίπτωση που δεν βρεθεί λύση, τότε θα επιλαμβάνονται τα δικαστήρια.
Σε άλλο σημείο το νομοσχέδιο προβλέπει ότι πριν από κάθε απόφαση που θα αφορά τη γονική μέριμνα, το δικαστήριο μπορεί να ζητήσει την γνώμη του παιδιού, ενώ οι υποθέσεις αυτές θα εκδικάζονται πλέον από δικαστές οι οποίοι θα έχουν περάσει πρώτα από ειδικά προγράμματα επιμόρφωσης στην Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών.
Ακόμη, αναφέρει το νομοσχέδιο ότι κάθε απόφαση των γονέων σχετικά με την άσκηση της γονικής μέριμνας πρέπει να αποβλέπει στο συμφέρον του παιδιού. Και το δικαστήριο θα πρέπει να σέβεται την ισότητα μεταξύ των γονέων και να μην κάνει διακρίσεις εξαιτίας ιδίως του φύλου, του σεξουαλικού προσανατολισμού, της φυλής, της γλώσσας, της θρησκείας, των πολιτικών ή όποιων άλλων πεποιθήσεων, του γονέα. Μάλιστα, αναφέρεται ότι «ανάλογα με την ωριμότητα του τέκνου πρέπει να ζητείται και να συνεκτιμάται η γνώμη του, πριν από κάθε απόφαση σχετική με τη γονική μέριμνα και τα συμφέροντά του, εφόσον η γνώμη του τέκνου κριθεί από το δικαστήριο ότι δεν αποτελεί προϊόν καθοδήγησης ή υποβολής».
Στα άρθρα 6 και 15 ορίζεται ότι σε περίπτωση διαφωνίας κατά την άσκηση της γονικής μέριμνας «οι γονείς υποχρεούνται να καταβάλλουν προσπάθεια για την εξεύρεση κοινά αποδεκτών λύσεων, προσφεύγοντας, εάν είναι απαραίτητο, σε διαμεσολάβηση». Αν όμως διαφωνούν και «το συμφέρον του τέκνου επιβάλλει να ληφθεί απόφαση, αποφασίζει το δικαστήριο», ενώ ο ορισμός του διαμεσολαβητή από το δικαστήριο θα γίνεται από ειδικό «μητρώο οικογενειακών διαμεσολαβητών».
Αναφορικά με τα παιδιά εκτός γάμου
Στο άρθρο 9 του νομοσχεδίου αναφέρεται ότι η «γονική μέριμνα του ανηλίκου τέκνου που γεννήθηκε και παραμένει χωρίς γάμο των γονέων του ανήκει στην μητέρα του». Σε περίπτωση που το παιδί αναγνωρίστηκε από τον πατέρα αποκτά γονική μέριμνα και ο πατέρας. Ωστόσο, σε περίπτωση δικαστικής αναγνώρισης, στην οποία αντιδίκησε ο πατέρας, «αυτός δεν ασκεί γονική μέριμνα ούτε αναπληρώνει την μητέρα στην άσκησή της, εκτός αν υπάρχει συμφωνία των γονέων».
Παράλληλα, στο νομοσχέδιο αναφέρεται ότι όταν «η επιμέλεια ασκείται από τον ένα γονέα ή έχει γίνει κατανομή της μεταξύ των γονέων, οι αποφάσεις για την ονοματοδοσία του παιδιού, για το θρήσκευμα, για ζητήματα της υγείας του, εκτός από τα επείγοντα και τα εντελώς τρέχοντα, καθώς και για ζητήματα εκπαίδευσης που επιδρούν αποφασιστικά στο μέλλον του, λαμβάνονται και από τους δύο γονείς από κοινού».
Στο άρθρο 13 ορίζονται τα ζητήματα επικοινωνίας των γονέων με το παιδί. Συγκεκριμένα, το άρθρο 1520 του Α.Κ. αντικαθίσταται ως εξής: «Ο γονέας με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο έχει το δικαίωμα και την υποχρέωση της, κατά το δυνατό, ευρύτερης επικοινωνίας με αυτό, στην οποία περιλαμβάνεται τόσο η φυσική παρουσία και επαφή αυτού με το τέκνο όσο και η διαμονή του τέκνου στην οικία του. Ο γονέας με τον οποίο διαμένει το τέκνο οφείλει να διευκολύνει και να προωθεί την επικοινωνία του τέκνου με τον άλλο γονέα σε καθημερινή βάση. Ο χρόνος επικοινωνίας του τέκνου με φυσική παρουσία με τον γονέα, με τον οποίο δεν διαμένει, τεκμαίρεται στο ένα τρίτο του συνολικού, εκτός αν ο γονέας αυτός ζητά μικρότερο χρόνο επικοινωνίας, ή για λόγους, που αφορούν στις συνθήκες διαβίωσης ή στο συμφέρον του τέκνου, επιβάλλεται να καθορισθεί μικρότερος ή μεγαλύτερος χρόνος επικοινωνίας, εφόσον, σε κάθε περίπτωση, δεν διαταράσσεται η καθημερινότητα του τέκνου. Αποκλεισμός ή περιορισμός της επικοινωνίας είναι δυνατός μόνο για εξαιρετικά σοβαρούς λόγους, ιδίως όταν ο γονέας με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο έχει καταδικαστεί αμετάκλητα για ενδοοικογενειακή βία ή για εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας ή εγκλήματα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής». Την ίδια στιγμή, οι γονείς δεν έχουν το δικαίωμα να εμποδίζουν την επικοινωνία του τέκνου με τους ανώτερους ανιόντες και τους αδελφούς του, εκτός αν συντρέχει σπουδαίος λόγος, με τρίτους που έχουν αναπτύξει μαζί του κοινωνικοσυναισθηματική σχέση οικογενειακής φύσης, εφόσον με την επικοινωνία εξυπηρετείται το συμφέρον του τέκνου».