Λίγοι άνθρωποι στην Ελλάδα έχουν ασχοληθεί με το θέμα της σεξουαλικής κακοποίησης των παιδιών στην Ελλάδα, περισσότερο από τον ψυχίατρο Γιώργο Νικολαΐδη. Διευθυντής της Διεύθυνσης Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού, ενός φορέα του υπουργείου Υγείας, και εκπρόσωπος της Ελλάδας και πρώην Πρόεδρος της Επιτροπής Λανζαρότε του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία των παιδιών από τη σεξουαλική βία και εκμετάλλευση, ο Γ. Νικολαΐδης έχει συντονίσει μεγάλες έρευνες για το ζήτημα αυτό όπως και με όλο το πλέγμα της έρευνας αλλά και των πολιτικών για τα ζητήματα που αφορούν τα δικαιώματα και την προστασία των παιδιών απέναντι σε όλες τις μορφές παραμέλησης και κακοποίησης. Γι’ αυτό τον λόγο και συζητήσαμε μαζί του για τις διαστάσεις και τις μορφές του προβλήματος αλλά και για το ποια πρέπει να είναι οι αναγκαίες θεσμικές πρωτοβουλίες.
Το θέμα της σεξουαλικής κακοποίησης των παιδιών έχει έρθει με ποικίλους τρόπους στο προσκήνιο. Ποιες μορφές παίρνει το πρόβλημα;
Σύμφωνα με τον ορισμό του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, σεξουαλική κακοποίηση παιδιών «θεωρείται η συμμετοχή ή η έκθεση παιδιών και έφηβων σε πράξεις με σεξουαλικό περιεχόμενο υποκινούμενες από ενήλικα, που συνήθως έχει σχέση φροντίδας ή οικειότητας με το παιδί, και οι οποίες έχουν σκοπό τη σεξουαλική διέγερση ή/και ικανοποίηση του ενήλικα». Με αυτή την έννοια, δεν αποτελούν σεξουαλική κακοποίηση ούτε το φυσιολογικό ενδιαφέρον, η «περιέργεια» ή η ενασχόληση των παιδιών και των εφήβων με σεξουαλικά θέματα, ούτε οι φυσιολογικές εκδηλώσεις της σεξουαλικότητας των συνομήλικων παιδιών και των έφηβων, ούτε το σεξουαλικό «παιχνίδι» των παιδιών ακόμα και όταν υπερβαίνει όρια που οφείλουν να τηρούνται. Σεξουαλική κακοποίηση των παιδιών συμβαίνει όταν ένα μέρος (ο δράστης) που σαφώς υπερτερεί του άλλου μέρους (του παιδιού θύματος) κινεί τα νήματα, ξεκινάει και καθοδηγεί την όποια σεξουαλική πρακτική για τη δική του ικανοποίηση αξιοποιώντας την αδυναμία του άλλου μέρους.
Η σεξουαλική κακοποίηση των παιδιών ως φαινόμενο εμπεριέχει διαφορετικού τύπου περιστάσεις που έχουν πολύ διαφορετικούς χαρακτήρες μεταξύ τους. Έτσι, συμπεριλαμβάνονται οι σεξουαλικές παραβιάσεις μικρών παιδιών (που συμβαίνουν μέσα ή γύρω από την οικογένεια του παιδιού και έχουν συχνά αιμομικτικό χαρακτήρα) που είναι και το μεγαλύτερο μέρος των περιστατικών, η σεξουαλική κακοποίηση στους εφήβους (με μεγαλύτερο κομμάτι να λαμβάνει χώρα εξωοικογενειακά και με χαρακτηριστικά έμφυλης σεξουαλικής βίας), η σεξουαλική βία στα πολυθυματοποιημένα παιδιά (παιδιά του κοινωνικού αποκλεισμού, από δυσλειτουργικές οικογένειες, παιδιά των ιδρυμάτων κ.ο.κ. όπου η παραβίασή τους έρχεται ως αποτέλεσμα της έλλειψης φροντίδας για αυτά τα παιδιά) και η σεξουαλική θυματοποίηση των παιδιών μέσω διαδικτύου (μια μορφή που σε συνθήκες παρατεινόμενης καραντίνας φαίνεται να αυξάνεται αλματωδώς σύμφωνα και με τα στοιχεία της EUROPOL και της INTERPOL).
Πόσο διαδεδομένο είναι το πρόβλημα;
Υπάρχουν πολλοί κοινά αποδεκτοί μύθοι για τη σεξουαλική κακοποίηση των παιδιών. Για παράδειγμα, συχνά οι άνθρωποι τείνουν να πιστεύουν ότι η σεξουαλική κακοποίηση των παιδιών και εφήβων είναι ένα σπάνιο φαινόμενο. Η αλήθεια όμως είναι πως δεν είναι καθόλου σπάνιο. Σύμφωνα με την πανευρωπαϊκή καμπάνια του Συμβουλίου της Ευρώπης, περίπου ένα στα πέντε παιδιά πέφτει θύμα κάποιας μορφής σεξουαλικής βίας ή κακοποίησης. Στις δικές μας έρευνες του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού για την Ελλάδα βρίσκουμε πως ένα στα έξι παιδιά θα έχει μία τουλάχιστον εμπειρία σεξουαλικής θυματοποίησης στην παιδική του ηλικία, ενώ ένα στα είκοσι παιδιά θα έχει μία τουλάχιστον εμπειρία σεξουαλικής κακοποίησης με σωματική επαφή και ένα στα τριάντα παιδιά θα έχει μία εμπειρία βιασμού ή απόπειρας βιασμού μέχρι την ενηλικίωση.
Ποιο είναι το προφίλ των δραστών;
Πιστεύεται επίσης ότι τα παιδιά κακοποιούνται σεξουαλικά σχεδόν πάντα από αγνώστους. Η αλήθεια ωστόσο είναι ότι σε ποσοστό 85-90% ο δράστης είναι πρόσωπο εμπιστοσύνης, οικείο και γνώριμο στο θύμα, πρόσωπο που τα παιδιά αγαπούν, θαυμάζουν ή εκτιμούν. Οι δράστες μπορεί να είναι οι ίδιοι ο γονείς των παιδιών ή οι φροντιστές τους, εκπαιδευτικοί, ιερείς, προπονητές αθλητικών δραστηριοτήτων, εκπαιδευτές πολιτιστικών δράσεων, προσωπικό φροντίδας σε ιδρύματα ή υποστηρικτικές υπηρεσίες, ιδιαίτερα για παιδιά με αναπηρία. Με όλους αυτούς τα παιδιά συνδέονται συναισθηματικά. Γι’ αυτό άλλωστε και τα παιδιά θύματα δυσκολεύονται τόσο πολύ να αποκαλύψουν τι τους συμβαίνει. Με αυτή την έννοια, το να μαθαίνουμε στα παιδιά να προφυλάσσονται από τον κίνδυνο των αγνώστων δεν αρκεί – χρειάζεται να τους μαθαίνουμε το δικαίωμά τους στο σώμα τους και το δικαίωμά τους να μιλάνε και να αναζητούν βοήθεια οποιοσδήποτε κι αν αισθάνονται πως τους το παραβιάζει. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο τα παιδιά στις περισσότερες περιπτώσεις παγιδεύονται, εκβιάζονται, παραπλανιούνται, πιέζονται ψυχολογικά, ώστε να αφήσουν το δράστη να τα παραβιάσει, και δεν καταναγκάζονται με φυσική βία στην κακοποίησή τους. Απότοκος αυτού (καθώς και του ότι συχνά οι καταγγελίες έρχονται σε «ψυχρό» χρόνο πολύ μετά τα όποια συμβάντα) είναι ότι στα παιδιά θύματα ένα πολύ μικρό ποσοστό μόνο (κάτω του 5%) έχει σωματικά ιατροδικαστικά ευρήματα και μόνη ένδειξη για το τι τους συνέβη είναι ο λόγος τους όταν βρουν το θάρρος να αποκαλύψουν.
Αναλόγως πιστεύεται πως τα παιδιά σχεδόν πάντα κακοποιούνται σεξουαλικά από ενήλικες. Η αλήθεια είναι όμως ότι περίπου το 1/3 των περιπτώσεων σεξουαλικής κακοποίησης των παιδιών πραγματοποιείται από άτομα που είναι κάτω των 18 ετών. Φυσικά, από τη σκοπιά της παιδικής προστασίας, και οι ανήλικοι δράστες είναι κι αυτοί θύματα, αφού δεν ανατράφηκαν όπως πρέπει, δεν τους διδάχτηκε ποτέ ότι η σεξουαλικότητα είναι απόλαυση που πραγματώνεται με ελεύθερη συναίνεση και έτσι στράφηκαν σε μια αντίληψη της σεξουαλικότητας ως κυριαρχίας έναντι ενός άλλου και δη ενός αδυνάμου.
Επίσης πιστεύεται ότι τα παιδιά σχεδόν πάντα κακοποιούνται σεξουαλικά από άνδρες. Η αλήθεια όμως είναι ότι οι έρευνες τις τελευταίες δυο δεκαετίες δείχνουν ότι σημαντικό ποσοστό των περιπτώσεων σεξουαλικής κακοποίησης των παιδιών πραγματοποιείται από ενήλικες γυναίκες (και όχι αναγκαστικά μαζί με κάποιον ενήλικο άνδρα). Επίσης έχει σημειωθεί ότι σε αρκετές περιπτώσεις σεξουαλικής παραβίασης ανηλίκων με θύτες άνδρες, οι γυναίκες είτε γνωρίζουν αλλά σιωπούν είτε δεν «γνωρίζουν» (συνειδητά) αυτό που ωστόσο θα μπορούσαν (ασυνείδητα αποστρέφουν το βλέμμα τους από εκείνο που είναι ορατό μπροστά τους, μέσα στο ίδιο τους το σπίτι). Ακόμα πιστεύεται ότι τα παιδιά που κακοποιούνται σεξουαλικά από ενήλικες σχεδόν πάντα είναι κορίτσια. Η αλήθεια όμως είναι ότι με βάση τα ερευνητικά δεδομένα διεθνώς και στη χώρα μας φαίνεται ότι σημαντικό ποσοστό των περιπτώσεων σεξουαλικής κακοποίησης των παιδιών πραγματοποιείται με παιδιά θύματα αγόρια (ιδιαίτερα σε μικρές ηλικίες παιδιών).
Σύγχυση δημιουργείται επίσης καμιά φορά -εσφαλμένα- ανάμεσα στην παιδοφιλία και εναλλακτικούς σεξουαλικούς προσανατολισμούς ή ταυτότητες. Έχει αποδειχθεί ότι η παιδοφιλία δεν έχει καμία σχέση ούτε με την ομοφυλοφιλία ούτε με οποιαδήποτε άλλη προτίμηση: τους παιδόφιλους τους ελκύει η αφυλία, η παιδικότητα, η θέση αδυναμίας των θυμάτων και όχι το ένα ή το άλλο φύλο.
Αναπαράγεται επίσης συχνά η πεποίθηση ότι σε παλαιότερες εποχές, σε πιο παραδοσιακές κοινωνίες, η σεξουαλική κακοποίηση των παιδιών δεν υπήρχε, ενώ τώρα στις σύγχρονες, αναπτυγμένες κοινωνίες «γεμίσαμε» παιδόφιλους. Η αλήθεια είναι ωστόσο πως οι έρευνες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό δείχνουν ότι η σεξουαλική παραβίαση των παιδιών έχει περίπου παρόμοια ποσοστά στις διάφορες κοινωνίες, σε αγροτικές και αστικές περιοχές, και δεν φαίνεται να αλλάζουν αισθητά συν τω χρόνω. Αυτό που μάλλον δίνει την εντύπωση πως αίφνης «γεμίσαμε» τέτοια περιστατικά είναι το ότι τα τελευταία χρόνια ολοένα και περισσότερα θύματα βρίσκουν το θάρρος να μιλήσουν, να καταγγείλουν και έτσι τα κρούσματα γίνονται γνωστά.
Σε ποιο βαθμό αποκαλύπτονται τα κρούσματα σεξουαλικής κακοποίησης;
Λέγεται επίσης, καμιά φορά μάλιστα και από επίσημα χείλη, ότι ο αριθμός των κρουσμάτων σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών μπορεί να διαπιστωθεί από τα επίσημα στοιχεία των δικαστηρίων και της αστυνομίας. Η αλήθεια είναι όμως ότι σε όλες τις σχετικές έρευνες σε όλο τον κόσμο φαίνεται πως ο πραγματικός αριθμός των κρουσμάτων είναι υπερπολλαπλάσιος από τα κρούσματα εκείνα που θα αποκαλυφθούν – γι’ αυτό το φαινόμενο έχει παρομοιασθεί με «παγόβουνο» του οποίου μόνο μικρό μέρος είναι ορατό. Στη χώρα μας χαρακτηριστικά σε έρευνά μας του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού βρήκαμε πως η αναλογία μεταξύ των επισήμως καταγεγραμμένων κρουσμάτων αφενός και των ανεπιθύμητων σεξουαλικών εμπειριών των παιδιών όπως μας τις ανέφεραν σε ανώνυμο ερωτηματολόγιο σε τυχαίο δείγμα του παιδικού πληθυσμού της χώρας αφετέρου ήταν ένα στα 136, για το σύνολο των ανεπιθύμητων τέτοιων εμπειριών στα παιδιά, και ένα στα 29 για τις απόπειρες βιασμού και τους βιασμούς παιδιών. Γίνεται δηλαδή αντιληπτό ότι τα επίσημα νούμερα απεικονίζουν ένα μικρό ποσοστό από ό,τι γίνεται έξω στην κοινωνία.
Χρειάζεται ένα πιο αυστηρό ποινικό πλαίσιο;
Λέγεται συχνά πως το πρόβλημα μπορεί να λυθεί με την αυστηροποίηση των ποινών για τους δράστες. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη αυταπάτη από αυτό. Γιατί ακριβώς επειδή τα παιδιά θύματα συχνά παραβιάζονται από οικείους τους για τους οποίους ακόμα τρέφουν αισθήματα αγάπης, θαυμασμού και εκτίμησης, όταν γνωρίζουν ότι μιλώντας θα τους εξοντώσουν μάλλον αποθαρρύνονται από το να το πράξουν. Αυτό άλλωστε έχει δείξει και εμπειρία χωρών που δοκίμασαν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα με αυτό τον τρόπο (ιδιαίτερα χώρες που έχουν ακόμα θανατική ποινή) και απέτυχαν γιατί ακριβώς μειώθηκαν οι καταγγελίες από τα παιδιά θύματα. Φυσικά οι ποινές για τέτοια εγκλήματα οφείλουν να είναι αυστηρές αλλά όχι εξοντωτικές. Στη χώρα μας, σε γενικές γραμμές, οι ποινές που ισχύουν για τέτοια αδικήματα είναι αρκούντως αυστηρές. Το πρόβλημα είναι όμως ότι δεν εκτίονται ως τέτοιες. Για παράδειγμα, στη μεγαλύτερη υπόθεση παιδοφιλίας μέχρι σήμερα, ο παιδόφιλος του Ρεθύμνου καταδικάστηκε μεν σε 401 χρόνια φυλακή και κατά συγχώνευση σε 220 αλλά αφέθηκε ελεύθερος σε 8 χρόνια πριν το Συμβούλιο εφετών ανακαλέσει την απόφαση και επιστρέψει στη φυλακή. Αυτό δεν «φτιάχνεται» με το να καταδικαζόταν στα διπλάσια χρόνια: κατά πάσα πιθανότητα, πάλι στον ίδιο χρόνο θα αποφυλακιζόταν.
Πώς εκτιμάτε το γεγονός ότι επιτέλους αρχίζουμε και μιλάμε για αυτό το θέμα και υπάρχουν τόσες επώνυμες καταγγελίες;
Όταν την άνοιξη του 2018 εγκαινιάζαμε (τότε όντας εκλεγμένος πρόεδρος της Επιτροπής Λανζαρότε του Συμβουλίου της Ευρώπης) μαζί με την κ. Elda Moreno, επικεφαλής του Τμήματος Δικαιωμάτων του Παιδιού και Αθλητικών Αξιών του Συμβουλίου της Ευρώπης, την πανευρωπαϊκή εκστρατεία του Συμβουλίου “Start to Talk” για την προστασία των παιδιών από την κακοποίηση στο χώρο του αθλητισμού, δεν μπορούσα να φανταστώ πόσο εύγλωττος θα ήταν ο τίτλος αυτός για την κατάσταση στη χώρα μας λίγα χρόνια μετά. Και πράγματι, αρχής γενομένης με τις αποκαλύψεις της Σοφίας Μπεκατώρου λίγο καιρό πριν, σήμερα οι αποκαλύψεις μοιάζουν να συμπαρασύρουν όλους τους χώρους της κοινωνικής ζωής: αθλητισμός, πολιτιστικά ιδρύματα, εκπαιδευτήρια, πολιτικοί παράγοντες.
Κι αυτό, για όλους εμάς τους επαγγελματίες του χώρου της παιδικής προστασίας, είναι βέβαια θετικό καθώς επιτέλους γίνεται γνωστή η έκταση του φαινομένου και ευαισθητοποιείται η κοινωνία και οι θεσμικοί παράγοντες. Η παρούσα κατάσταση όμως εγκυμονεί και κινδύνους που είναι αναμφίβολα ορατοί: η επικράτηση ενός ηθικού πανικού (ότι τα παιδιά μας απειλούνται παντού και πάντα), το να αιωρούνται για όλους και όλες κατηγορίες που δεν διαλευκαίνονται (συχνά λόγω τεχνικών εμπλοκών στην απονομή δικαιοσύνης), το victim-blaming, τα γενικευμένα τουιτεροδικεία, η σχετικοποίηση των καταγγελιών στο φόντο των αντιθέσεων στον αθλητικό, πολιτιστικό ή πολιτικό χώρο (όπου δεν θα υπάρχουν αθώοι και ένοχοι αλλά «δικοί μας» και «άλλοι»), όλα αυτά δημιουργούν ένα νοσηρό κλίμα και οπωσδήποτε χρήζουν επιτακτικής αντιμετώπισης.
Ειδάλλως υπάρχει το ορατό ενδεχόμενο και η σεξουαλική κακοποίηση των παιδιών να εργαλειοποιηθεί σχετικοποιούμενη κατά τα ειωθότα. Συνηθίσαμε ως κοινωνία να ακούμε ότι όλοι είναι «ψεύτες», όλοι είναι «κλέφτες», όλοι είναι «υποκριτές», τώρα κινδυνεύουμε να εθιστούμε και στο ότι «όλοι είναι παιδόφιλοι» και πως, ως συνήθως, ο καθένας απλώς στηρίζει τους «δικούς του» έναντι των «άλλων». Κάτι τέτοιο όχι μόνο δεν θα συμβάλει στην πραγματική προστασία των παιδιών από τη θυματοποίηση, αλλά μπορεί να έχει τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα συντείνοντας στη γενικευμένη ατιμωρησία των ενόχων και την πέραν των ορίων ανοχή των θεσμών.
Τι πρέπει να γίνει απέναντι στο φαινόμενο της σεξουαλικής κακοποίησης των παιδιών;
Η κοινωνία σήμερα χρειάζεται γενναίες πρωτοβουλίες που να διασφαλίζουν την προστασία των παιδιών και να τη διαβεβαιώνουν πως θα γίνει ότι είναι δυνατό γι’ αυτό. Και πρώτα από όλα χρειάζεται προφανώς να διερευνηθούν οι συγκεκριμένες καταγγελίες που διατυπώνονται αυτό τον καιρό δημοσίως, να τιμωρηθούν οι ένοχοι και να εγκλιθούν αναλόγως όσοι γνώριζαν και συγκάλυπταν τέτοια εγκλήματα. Αυτό φυσικά είναι έργο της δικαιοσύνης, η οποία ωστόσο σε αυτή την περίσταση οφείλει να αντιληφθεί πως αυτό το έργο της είναι ορατό από το κοινωνικό σύνολο και πως η ίδια κρίνεται για το αν και πόσο ενεργεί.
Κατά δεύτερον πρέπει να ληφθούν άμεσα μέτρα που να θωρακίζουν τους θεσμούς της κοινωνικής ζωής από τέτοια κρούσματα. Σήμερα υπάρχει τεχνογνωσία από τη διεθνή εμπειρία για μέτρα και πρακτικές που αποδεδειγμένα βοηθούν στη μείωση των κρουσμάτων, στην αύξηση των καταγγελιών και στην αξιοποίηση των τελευταίων έτσι ώστε οι δράστες να τιμωρούνται και τα θύματα να προστατεύονται.
Μέτρα όπως η καθιέρωση της σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης και της εκμάθησης των δικαιωμάτων του παιδιού στο σώμα του ως καθολικού και υποχρεωτικού μαθήματος σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, η εφαρμογή προληπτικών προγραμμάτων πρώιμου εντοπισμού σε σχολεία και πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, η καθιέρωση της υποχρέωσης όλων των φορέων και υπηρεσιών που έρχονται σε επαφή με παιδιά να εφαρμόζουν συστηματικές πολιτικές παιδικής προστασίας και η εφαρμογή προληπτικού ελέγχου για προηγούμενες ανάλογες καταγγελίες σε επαγγελματίες και εθελοντές που απασχολούνται σε αυτούς, η προτυποποιημένη, ταχεία και ενιαία εξέταση των τυχόν καταγγελιών, η προσμέτρηση της περιόδου παραγραφής των αδικημάτων όχι από το χρόνο που συνέβησαν αλλά από την ενηλικίωση του παιδιού θύματος, η εισαγωγή πρωτοκόλλων και στη διερεύνηση αλλά και στη θεραπευτική υποστήριξη των παιδιών θυμάτων εντάσσονται ανάμεσα σε άλλα τα οποία εφαρμόζονται δεκαετίες διεθνώς και προστατεύουν τεκμηριωμένα τα παιδιά από κάθε επιβουλή. Γιατί, πέραν της αντιμετώπισης των όποιων συγκεκριμένων περιστατικών, η κοινωνία δεν θα αισθανθεί ασφαλής παρά μόνο αν υπάρξει μια αναβάθμιση των θεσμών που προστατεύουν το κάθε παιδί από τη βία και τη θυματοποίηση. Προς τούτο η πολιτεία πρέπει να αναλάβει αμέσως σχετικές πρωτοβουλίες. Υπάρχει και τεχνογνωσία και φορείς που μπορούν να στηρίξουν ένα τέτοιο εγχείρημα.
Τέλος, χρειάζεται μια πανκοινωνική συστράτευση και συμφωνία πως σε αυτό το πεδίο οι όποιες συνήθεις αντιπαραθέσεις πρέπει να παραμεριστούν. Για την κοινωνία, δεν μπορεί να υπάρχουν ομάδες, σπορ, θρησκευτικά δόγματα, πολιτικές παρατάξεις, πολιτιστικοί όμιλοι ή ομάδες διανοουμένων που ανέχονται ή συγκαλύπτουν την παιδοφιλία. Και γνωρίζουμε πως τέτοια κρούσματα δυστυχώς υπάρχουν σε όλες τις ομάδες, τα δόγματα, τις παρατάξεις κ.λπ. Άρα και η αντιμετώπισή τους απαιτεί τη συμβολή όλων με το μέρος που αναλογεί στον καθένα. Άλλωστε και για την επιτυχή εφαρμογή των αναγκαίων θεσμικών μέτρων ενίσχυσης της παιδικής προστασίας απαιτείται μακρόπνοος σχεδιασμός με τη συμμετοχή του πολιτικού κόσμου, φορέων όπως οι θρησκευτικές και αθλητικές ηγεσίες, η διανόηση, ακόμα και παραγόντων της επιχειρηματικής ζωής (όπως π.χ. οι πάροχοι τηλεπικοινωνιών). Για να γίνει κάτι τέτοιο, απαιτείται θάρρος, καινοτομία και αποφασιστικότητα να ξεπεράσουν όλοι και όλες τους συνήθεις ρόλους τους και τις όποιες διαφορές τους και να συμφωνήσουν σε ένα πλαίσιο στήριξης των θεσμικών τομών, ταχείας και αποτελεσματικής διερεύνησης κάθε καταγγελίας και ουσιαστικής στήριξης των θυμάτων.
Και να συμφωνήσουν όλοι πως σε αυτό το εγχείρημα το ζητούμενο δεν είναι ούτε έργα «βιτρίνας» ούτε απλώς νομοθετήματα που δεν θα εφαρμοστούν ποτέ (αλλά θα εγκαλούνται αλλήλοις οι διαχειριστές των εξουσιών για το «τις πταίει;» που δεν εφαρμόζονται). Γιατί δυστυχώς η χώρα μας τα τελευταία 30 χρόνια ψηφίζει ταχύτατα κάθε διεθνή σύμβαση προστασίας των δικαιωμάτων του παιδιού (σε πολλές περιπτώσεις υπήρξε και η πρώτη χώρα στον κόσμο που τις κύρωσε με νόμο), όμως δεν κάνει απολύτως τίποτα για να τις εφαρμόσει στην πράξη. Δεν χρειάζονται λοιπόν πολλά λόγια, έργα χρειάζονται και πράξεις που να στηρίζουν τα παιδιά, να διασφαλίζουν τα δικαιώματά τους και να διαβεβαιώνουν τις οικογένειες ότι μπορούν να τα στέλνουν με ασφάλεια στις δραστηριότητες και στους διάφορους θεσμούς χωρίς κίνδυνο.