Στην ψηφιακή εποχή περνούν τα συναινετικά διαζύγια, με βάση διάταξη που περιλαμβάνεται στο νομοσχέδιο, το οποίο θα παρουσιάσει σήμερα στο Υπουργικό Συμβούλιο ο υπουργός Δικαιοσύνης Κώστας Τσιάρας, και φέρνει σημαντικές αλλαγές στο οικογενειακό δίκαιο ύστερα από τέσσερις δεκαετίες.
Τα συναινετικά διαζύγια, βάσει του ισχύοντος νόμου, εκδίδονται από τους συμβολαιογράφους παρουσία δικηγόρων και οι πρώην σύζυγοι ρυθμίζουν με κοινή συμφωνία (συμβολαιογραφική πράξη) τα θέματα διατροφής και γονικής μέριμνας των παιδιών.
Το προωθούμενο νομοσχέδιο, όμως, αλλάζει τα δεδομένα στο κομμάτι των συναινετικών διαζυγίων. Το e-διαζύγιο ή το «άυλο διαζύγιο», όπως όλα δείχνουν, είναι θέμα χρόνου να εφαρμοστεί και στη χώρα μας διευκολύνοντας τα ζευγάρια που έχουν αποφασίσει να τραβήξουν χωριστούς δρόμους να μην μπλέκουν σε γρανάζια γραφειοκρατίας και διαδικασιών που μπορούν να απλουστευθούν χάρη στα σύγχρονα μέσα τεχνολογίας, χωρίς να χρειάζεται ούτε καν η βεβαίωση του γνήσιου της υπογραφής τους.
Το… άυλο διαζύγιο
«Οι σύζυγοι μπορούν με έγγραφη συμφωνία να λύσουν τον γάμο τους (…). Η συμφωνία λύσης του γάμου γίνεται και ηλεκτρονικά με χρήση τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών, μη απαιτούμενης της βεβαίωσης του γνήσιου της υπογραφής των συζύγων. Η λύση του γάμου επέρχεται με την κατάθεση αντιγράφου της συμβολαιογραφικής πράξης στο ληξιαρχείο, όπου έχει κατατεθεί η σύσταση του γάμου» προβλέπεται στη σχετική διάταξη με τίτλο «Συναινετικό διαζύγιο».
Αλλαγή σελίδας, όμως, σηματοδοτεί το νομοσχέδιο και στις σχέσεις γονέων και παιδιών μετά το διαζύγιο. Οι καινοτόμες διατάξεις αποσκοπούν στην εξυπηρέτηση του συμφέροντος του παιδιού διά της ενεργής παρουσίας και των δύο γονέων κατά την ανατροφή του και την εκπλήρωση της ευθύνης απέναντί του, παρά τη μεσολάβηση του διαζυγίου, που εκ των πραγμάτων αποτελεί μια μεγάλη αλλαγή στη ζωή των παιδιών.
Τεκμήριο επικοινωνίας
Για πρώτη φορά με το νομοσχέδιο καθιερώνεται το τεκμήριο επικοινωνίας και οι συνέπειες κακής άσκησης της γονικής μέριμνας. Συγκεκριμένα, προβλέπεται ο χρόνος επικοινωνίας του παιδιού με τον γονέα, με τον οποίο δεν μένει στο ίδιο σπίτι, να είναι τουλάχιστον στο ένα τρίτο του συνολικού χρόνου. Για τον περιορισμό ή τον αποκλεισμό της επικοινωνίας αυτής απαιτείται να έχουν μεσολαβήσει σοβαροί λόγοι, όπως η αμετάκλητη καταδίκη του γονέα για ενδοοικογενειακή βία ή εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας. Ιδιαίτερα σημαντική είναι και η διάταξη εκείνη που προβλέπει ότι το δικαστήριο αναθέτει τη γονική μέριμνα με γνώμονα το συμφέρον του παιδιού – σεβόμενο την ισότητα μεταξύ των γονέων – ώστε να αποφεύγονται οι διακρίσεις εξαιτίας φύλου, σεξουαλικού προσανατολισμού, φυλής, γλώσσας, θρησκείας, κοινωνικής προέλευσης ή περιουσίας.
Για πρώτη φορά, επίσης, προβλέπεται ο θεσμός του οικογενειακού διαμεσολαβητή σε περίπτωση που οι γονείς δεν μπορούν να τα βρουν μεταξύ τους. Και καταληκτικό σκαλοπάτι είναι η προσφυγή στη Δικαιοσύνη. Και σε αυτό το στάδιο προβλέπονται αλλαγές καθώς αναβαθμίζονται τα τμήματα οικογενειακού δικαίου. Σε αυτά προβλέπεται να υπηρετούν δικαστικοί λειτουργοί οι οποίοι θα έχουν παρακολουθήσει έκτακτα σεμινάρια επιμόρφωσης στην Εθνική Σχολή Δικαστών με τη συμμετοχή όχι μόνο παλαιότερων δικαστών, αλλά παιδοψυχολόγων και κοινωνικών λειτουργών, ώστε να έχουν στη φαρέτρα τους γνώσεις και «εργαλεία» όταν κληθούν να λάβουν αποφάσεις καθοριστικές για το μέλλον ενός παιδιού.