Hεπιλογή της από τον πρόεδρο Μπάιντεν για να τεθεί στο τιμόνι του υπουργείου Εσωτερικών θεωρείται ιστορική. Η Ντεμπ Χάαλαντ, εάν επικυρωθεί από τη Γερουσία, θα είναι η πρώτη ιθαγενής υπουργός. Ομως το «εάν» είναι πολύ σημαντικό. Χθες ξεκίνησε η διαδικασία για την επικύρωσή της που αναμένεται ταραχώδης καθώς κάποιοι Ρεπουμπλικανοί γερουσιαστές έχουν ήδη εκφράσει την αντίθεσή τους.
Η Δημοκρατική βουλευτής από το Νέο Μέξικο, μέλος της ινδιάνικης φυλής Λαγκούνα Πουέμπλο, είναι ένθερμη υποστηρίκτρια της καθαρής ενέργειας, γεγονός στο οποίο αντιδρούν έντονα Ρεπουμπλικανοί, οι οποίοι ισχυρίζονται ότι η προώθηση μιας περιβαλλοντικής ατζέντας θα έχει ως αποτέλεσμα την απώλεια πολλών θέσεων εργασίας. Οι Δημοκρατικοί σκοπεύουν να αντιτάξουν ότι η εκλογική περιφέρεια της 60χρονης πολιτικού, το Νέο Μέξικο, εξαρτάται από τα έσοδα που έχει από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο προκειμένου να χρηματοδοτήσει τα σχολεία και να βοηθήσει την οικονομία της.
Καμία άλλη επιλογή του προέδρου Μπάιντεν για υπουργό δεν έχει διχάσει τόσο πολύ τα πολιτικά κόμματα. Για τους πολλούς υποστηρικτές της, η Χάαλαντ εκπροσωπεί την ελπίδα της εποχής Μπάιντεν, μια ακτιβίστρια που πρωτοεξελέγη το 2018 και θα μπορέσει να γράψει ιστορία με πολλούς τρόπους. Οι επικριτές της επικεντρώνονται ακριβώς στον ακτιβισμό της, ιδιαίτερα στη σταθερή της στάση να αρνείται πεισματικά τη διεξαγωγή ερευνών για πετρέλαιο και αέριο σε δημόσια γη και την πλήρη αντίθεσή της στο fracking για την εξόρυξη αερίου.
Εάν επικυρωθεί στο τιμόνι του υπουργείου Εσωτερικών, θα είναι η πρώτη φορά που μέλος ινδιάνικης φυλής θα έχει την ευθύνη 500 εκατομμυρίων στρεμμάτων δημόσιας γης, μεταξύ των οποίων εθνικά πάρκα, περιοχές εξόρυξης πετρελαίου και αερίου και οικοσυστήματα άγριων ζώων, ενώ θα ελέγχει ομοσπονδιακές υπηρεσίες υπεύθυνες για τη ζωή των περίπου 1,9 εκατ. ιθαγενών. Σε πολλές από τις περιοχές αυτές η κυβέρνηση Τραμπ έδωσε άδειες για πετρελαϊκές έρευνες, αγνοώντας τις επιπτώσεις στο περιβάλλον – άδειες που αναμένεται να ακυρώσει ο νέος υπουργός.
Ερώτημα – κλειδί για το μέλλον της υποψηφιότητας της Χάαλαντ είναι εάν θα την υποστηρίξει ο Τζο Μάντσιν, επικεφαλής της Επιτροπής Ενέργειας και Φυσικών Πόρων και ένας από τους πιο συντηρητικούς Δημοκρατικούς γερουσιαστές – κάτι που δεν έχει αποκαλύψει ακόμα. Στις αρχικές δηλώσεις του ο Μάντσιν είπε ότι πιστεύει πως ένας πρόεδρος αξίζει να έχει «μεγάλο εύρος» στην επιλογή των υπουργών του, αλλά πρόσθεσε: «Ταυτόχρονα, παίρνω πολύ σοβαρά τη συνταγματική υποχρέωση της Γερουσίας να συμβουλεύει και να συναινεί στις επιλογές του προέδρου».
Ιστορική επιλογή
Στις δικές της δηλώσεις η Χάαλαντ αναφέρθηκε στην «ιστορική φύση της επιλογής και της επικύρωσής μου», όμως τόνισε πως «όλο αυτό δεν αφορά εμένα. Ελπίζω η υποψηφιότητά μου να αποτελέσει έμπνευση για τους Αμερικανούς – να προχωρήσουμε μπροστά ως ένα έθνος, δημιουργώντας ευκαιρίες για όλους». Αξιωματούχος του Δημοκρατικού Κόμματος εξήγησε πως θα δοθεί σημασία στο διακομματικό νομοθετικό της έργο και στην επί χρόνια δουλειά της με τη δημόσια γη και την άγρια φύση. Επίσης, θα τονίσουν πως πιστεύει ότι κάθε θέση εργασίας είναι σημαντική – και σε αυτές περιλαμβάνονται οι θέσεις εργασίας στον τομέα της ενέργειας.
Ομως ο Ρεπουμπλικανός γερουσιαστής Τζον Μπαράσο από το Ουαϊόμινγκ, ο οποίος είναι ο αρχαιότερος στην επιτροπή που θα συζητήσει την υποψηφιότητα της Χάαλαντ, δήλωσε ότι παραμένει «προβληματισμένος» για κάποιες από τις θέσεις της σε θέματα ενέργειας και κλίματος, αναφέροντας ότι «τις απόψεις της πολλοί στο Ουαϊόμινγκ θα τις θεωρούσαν ριζοσπαστικές και ακραίες».
Οι ιστορικοί, πάντως, τονίζουν τη σημασία της επικύρωσης της Χάαλαντ, καθώς το υπουργείο Εσωτερικών ήταν αυτό που ιστορικά είχε την ευθύνη για τις μετακινήσεις των ινδιάνικων πληθυσμών και τις παραβιάσεις των δικαιωμάτων τους. Το 1972, περίπου 500 ιθαγενείς ακτιβιστές είχαν καταλάβει το κτίριο του υπουργείου στην Ουάσιγκτον διαμαρτυρόμενοι για τις συνθήκες διαβίωσης και τις συμφωνίες που δεν τηρήθηκαν. «Το υπουργείο Εσωτερικών ήταν η κινητήρια δύναμη για τη γενοκτονία των ιθαγενών», λέει η Ελίζαμπεθ Κρονκ Ουάρνερ, πρύτανης και καθηγήτρια Νομικής στο Πανεπιστήμιο της Γιούτα, μέλος της φυλής Τσίπιουα. «Ετσι, θα βρεθούμε από τις σκιές μιας διαρκούς γενοκτονίας σε μια καρέκλα στο τραπέζι. Από μια ομάδα την οποία προσπαθούσε να καταστρέψει η ομοσπονδιακή κυβέρνηση θα δείξουμε ότι ακούγεται η φωνή μας στο ανώτατο επίπεδο λήψης αποφάσεων».