Μπορεί ένα εύκολο στην παρασκευή, φθηνό εισπνεόμενο φάρμακο να αλλάξει το τοπίο της θεραπείας της COVID-19; Πιθανώς ναι, όπως τουλάχιστον υπόσχονται τα στοιχεία δοκιμής φάσης Ι του φαρμάκου με την κωδική ονομασία EXO-CD24, το οποίο αναπτύχθηκε από ειδικούς του Ιατρικού Κέντρου Σουράσκι στο Νοσοκομείο Ιχίλοφ στο Τελ Αβίβ.
Το πειραματικό αυτό φάρμακο έγινε προσφάτως διάσημο και στη χώρα μας καθώς αποτέλεσε θέμα συζήτησης – και μάλιστα μπροστά στις κάμερες – μεταξύ του πρωθυπουργού του Ισραήλ Μπενιαμίν Νετανιάχου και του ομολόγου του Κυριάκου Μητσοτάκη κατά την πρόσφατη επίσκεψη του έλληνα πρωθυπουργού στο Ισραήλ. Στο πλαίσιο των κοινών δηλώσεων των δύο πρωθυπουργών ο κ. Νετανιάχου ανέφερε πως ο κ. Μητσοτάκης έδειξε ενδιαφέρον για συμμετοχή της Ελλάδας στις σχεδιαζόμενες κλινικές δοκιμές φάσης ΙΙ του φαρμάκου, το οποίο, σημειωτέον, χαρακτήρισε «θαυματουργό».
Διαθέσιμο έως το τέλος της χρονιάς
Είναι πράγματι τόσο «θαυματουργό» αυτό το φάρμακο; ρωτήσαμε τον «πατέρα» του, καθηγητή Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Τελ Αβίβ και διευθυντή του Ολοκληρωμένου Kέντρου για την Πρόληψη του Καρκίνου στο Νοσοκομείο Ιχίλοφ Ναντίρ Αρμπερ. Ο καθηγητής Αρμπερ, ένας από τους εξέχοντες επιστήμονες στη χώρα του, απάντησε ότι θέλει να είναι «μετριόφρων και ταπεινός» απέναντι στα ενθουσιώδη λόγια, αφήνοντας τα έργα να αποδείξουν την αξία του φαρμάκου που ανέπτυξε με την ομάδα του.
Δεν έκρυψε όμως την πίστη του στην εισπνεόμενη θεραπεία του η οποία, όπως είπε, «έχει ήδη αποδείξει την ασφάλειά της και είμαι άκρως αισιόδοξος ότι σύντομα θα αποδείξει στο πλαίσιο της κλινικής δοκιμής φάσης ΙΙ και τη μεγάλη αποτελεσματικότητά της, η οποία έχει ήδη διαφανεί από τα πρώτα μας αποτελέσματα». Και αν όλα πάνε καλά, σύμφωνα με τον καθηγητή, «προς το τέλος του έτους το φάρμακο θα είναι διαθέσιμο ευρέως», αποτελώντας ένα σημαντικό όπλο το οποίο θα συμβάλει ώστε να πάρουμε τη ζωή μας πίσω αλλά και να… την κρατήσουμε, αφού ο νέος κορωνοϊός πιθανότατα δεν θα μας «εγκαταλείψει» τόσο εύκολα.
Η θεραπεία EXO-CD24 βασίζεται στην πρωτεΐνη CD24, η οποία εμπλέκεται σε πολλές κυτταρικές λειτουργίες, αλλά και στη ρύθμιση της απόκρισης του ανοσοποιητικού συστήματος. Η πρωτεΐνη μεταφέρεται απευθείας στους πνεύμονες των ασθενών με COVID-19 μέσα σε εξωσώματα, μικροσκοπικά σωματίδια τα οποία απελευθερώνονται από τα κύτταρά μας και είναι ζωτικής σημασίας για την κυτταρική επικοινωνία.
Η σύλληψη για χρήση της θεραπείας ενάντια στην COVID-19 ήλθε από το πεδίο του καρκίνου, στο οποίο ειδικεύεται ο καθηγητής Αρμπερ. Ποια κοινά μεταξύ καρκίνου και νέου κορωνοϊού οδήγησαν την ερευνητική ομάδα στο να στρέψει τη θεραπεία αυτή που πρωτοαναπτύχθηκε για τον καρκίνο των ωοθηκών στο αντι-COVID μονοπάτι; «Τα καρκινικά κύτταρα διαφεύγουν το ανοσοποιητικό σύστημα υπερεκφράζοντας την CD24. Αυτό μας έδωσε την ιδέα να καταστείλουμε το ανοσοποιητικό σύστημα στους ασθενείς με COVID-19 στους οποίους εμφανίζεται υπεραντίδραση, μέσω αυτής της πρωτεΐνης».
Η καταιγίδα των κυτταροκινών
Η θεραπεία στοχεύει εκείνους τους ασθενείς με COVID-19 οι οποίοι εμφανίζουν την αποκαλούμενη «καταιγίδα κυτταροκινών», μια υπεραπόκριση του ανοσοποιητικού συστήματος που πυροδοτείται μετά τη λοίμωξη με τον νέο κορωνοϊό. «Η COVID-19 χαρακτηρίζεται από δύο φάσεις. Η πρώτη μοιάζει με μια κλασική ιογενή λοίμωξη που χρειάζεται μόνο συμπτωματική θεραπεία. Ωστόσο το 4%-7% των ασθενών, συνήθως εκείνοι που έχουν παράγοντες κινδύνου για σοβαρή νόσηση, όπως τα άτομα με υποκείμενα νοσήματα, μετά από πέντε ως επτά ημέρες εμφανίζουν ταχεία επιδείνωση εξαιτίας της καταιγίδας των κυτταροκινών.
Η καταιγίδα αυτή χτυπά κυρίως τους πνεύμονες προκαλώντας δύσπνοια και χαμηλό κορεσμό οξυγόνου – η κατάσταση μπορεί να είναι άκρως επικίνδυνη οδηγώντας σε αναπνευστική ανεπάρκεια, σε ανάγκη διασωλήνωσης, ακόμη και στον θάνατο» περιέγραψε ο δρ Αρμπερ και πρόσθεσε ότι στόχος της θεραπείας η οποία χορηγείται μία φορά την ημέρα επί πέντε ημέρες είναι ακριβώς να προλάβει την εξέλιξη αυτής της καταστροφικής για τον οργανισμό «καταιγίδας».
«Η θεραπεία πρέπει να χορηγείται στην αρχή της καταιγίδας κυτταροκινών, όταν οι ασθενείς ξεκινούν να έχουν αναπνευστικά προβλήματα και χαμηλό οξυγόνο. Ωστόσο ένα σημαντικό πλεονέκτημά της είναι ότι ακριβώς επειδή είναι εισπνεόμενη, δεν χρειάζεται να χορηγείται μόνο στο νοσοκομείο αλλά και σε ασθενείς που αρχίζουν να εμφανίζουν επιδείνωση στο σπίτι προκειμένου να αποφύγουν τη νοσηλεία».
Θεραπεία χωρίς παρενέργειες
Η EXO-CD24 έχει μέχρι στιγμής δοκιμαστεί σε 30 ασθενείς 37 ως 78 ετών με μέτριου ως σοβαρού βαθμού νόσο στο πλαίσιο δοκιμών φάσης Ι – μια φάση στην οποία δοκιμάζεται αρχικώς η ασφάλεια των θεραπειών και όχι η αποτελεσματικότητά τους (δεν έχει γίνει ακόμη δημοσίευση των αποτελεσμάτων της δοκιμής, αλλά αναμένεται σύντομα σε μεγάλη επιστημονική επιθεώρηση, μας πληροφόρησε ο δρ Αρμπερ).
«Αποδείχθηκε πλήρως ασφαλής, δεν κατεγράφησαν ούτε καν ελαφρές παρενέργειες. Και παρότι στη συγκεκριμένη φάση των δοκιμών δεν ελέγξαμε την αποτελεσματικότητα – κάτι που θα συμβεί στη φάση ΙΙ όταν το φάρμακο συγκριθεί με εικονική θεραπεία –, οι μέχρι στιγμής ενδείξεις αποτελεσματικότητας ήταν εντυπωσιακές. Ολοι οι ασθενείς ανέρρωσαν – μάλιστα οι 29 από τους 30 μέσα σε τρεις ως πέντε ημέρες. Είδαμε σημαντική μείωση της δύσπνοιας, βελτίωση στον κορεσμό οξυγόνου, μείωση των επιπέδων πολλών δεικτών φλεγμονής. Το τι προσέφερε η θεραπεία εκφράστηκε μέσα και από τους ίδιους τους ασθενείς μας που δήλωσαν ότι “το φάρμακο μας έσωσε τη ζωή”».
Στο «χέρι» της Ελλάδας η συμμετοχή
Ο δρ Αρμπερ προχωρεί τις διαδικασίες για την επόμενη φάση των δοκιμών της θεραπείας, η οποία, όπως είπε, πιθανότατα θα είναι… διεθνούς εμβέλειας – «έχουν εκφράσει ενδιαφέρον πάρα πολλές χώρες ανά τον κόσμο». Μας επιβεβαίωσε ότι μετά την πρώτη συζήτηση των πρωθυπουργών Ισραήλ και Ελλάδας, επικοινώνησε με τον καθηγητή Σωτήρη Τσιόδρα. «Βρισκόμαστε σε φάση συζητήσεων σχετικά με τη συμμετοχή της Ελλάδας στη δοκιμή, η οποία θα εξαρτηθεί από τις προϋποθέσεις που θα θέσει το ελληνικό υπουργείο Υγείας, καθώς και από τη θέληση της ελληνικής πλευράς να υποστηρίξει τη δοκιμή».
Πότε θα μπορούσε η εισπνεόμενη θεραπεία να αποτελέσει μέρος του «οπλοστασίου» ενάντια στην COVID-19; «Προς το τέλος του έτους, ανάλογα και με την υποστήριξη που θα έχουμε από τα διαφορετικά κράτη για συνέχιση των δοκιμών. Σε κάθε περίπτωση, πιστεύουμε ότι πρόκειται για μια σημαντική θεραπεία η οποία μπορεί να παραχθεί ταχέως, μαζικά και με χαμηλό κόστος».
Μια θεραπεία μάλιστα που προορίζεται τώρα για τον μεγάλο ιογενή εχθρό των ημερών μας, αλλά, σύμφωνα με τον καθηγητή Αρμπερ, μπορεί να αποτελέσει ελπίδα και για πολλές άλλες αναπνευστικές νόσους στις οποίες εμφανίζεται υπεραντίδραση του ανοσοποιητικού συστήματος, όπως οι διάμεσες πνευμονοπάθειες, το άσθμα και η Χρόνια Αποφρακτική Πνευμονοπάθεια. Με έναν (θεραπευτικό) σμπάρο πολλά τρυγόνια; Οψόμεθα με πανδημική (και όχι μόνο) αγωνία…
Έντυπη έκδοση Το Βήμα