Μπορεί η λίρα να έχασε περίπου το ένα τρίτο της αξίας της έναντι του δολαρίου το 2020 και αρκετοί να προέβλεψαν ότι η οικονομία βρίσκεται στα πρόθυρα της κατάρρευσης, όμως η Τουρκία βάλθηκε να τους διαψεύσει όλους: Σύμφωνα με τα στοιχεία που είδαν σήμερα το φως της δημοσιότητας, το ΑΕΠ της αυξήθηκε κατά 1,8% πέρυσι, για να διαμορφωθεί στα 717 δισ. δολάρια σε σημερινές τιμές.
Το παραπάνω ποσοστό – κατά τι χαμηλότερο σε σύγκριση με τις προβλέψεις των οικονομολόγων – είναι αποτέλεσμα της αύξησης του ΑΕΠ κατά 5,9% σε ετήσια βάση το τέταρτο τρίμηνο του έτους (και κατά 1,7% σε σύγκριση με το αμέσως προηγούμενο). Είχε προηγηθεί το πολύ καλό τρίτο τρίμηνο, με ανάπτυξη της τάξης του 6,3% σε ετήσια βάση, που διαδέχθηκε το καταστροφικό δεύτερο τρίμηνο, όταν καταγράφηκε συρρίκνωση του τουρκικού ΑΕΠ κατά 10,3%.
Έτσι, η Τουρκία αποτελεί μια από τις ελάχιστες χώρες παγκοσμίως που βρέθηκε σε θετικό πεδίο και δεν παρέμεινε βυθισμένη στην ύφεση εν μέσω πανδημίας. Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το ΔΝΤ, οι οικονομίες των αναπτυσσόμενων χωρών (στις τάξεις των οποίων συγκαταλέγεται και η Τουρκία) είδαν το ΑΕΠ τους να συρρικνώνεται κατά 2,4% (μέσος όρος) το 2020. Πρακτικά, λοιπόν, μόνο η Κίνα εμφάνισε καλύτερη επίδοση από την Τουρκία, καθώς τα στοιχεία κάνουν λόγο για ρυθμό ανάπτυξης 2,3% πέρυσι.
Αρκετοί, ωστόσο, προειδοποιούν ότι τα παραπάνω στοιχεία για την Τουρκία συνιστούν ουσιαστικά μια «μαγική» και, σε μεγάλο βαθμό, τεχνητή εικόνα. Κι αυτό διότι η ανάπτυξη βασίστηκε κυρίως στον άνευ όρων και ορίων δανεισμό στα μέσα του περασμένου έτους από τις κρατικές τράπεζες, που ήταν περίπου διπλάσιος σε σύγκριση με τον συνήθη μέσο όρο και συνέβαλε αποφασιστικά ώστε η οικονομική δραστηριότητα να μην πέσει σε… κώμα.
Ανάπτυξη μέσω τραπεζών
Είναι χαρακτηριστικό ότι κινητήριος μοχλός ήταν ο χρηματοοικονομικός κλάδος, που είδε τη δραστηριότητά του να ενισχύεται κατά 21,4% το 2020. Αντιθέτως, η δραστηριότητα στον κλάδο των υπηρεσιών συρρικνώθηκε κατά 4-5%.
Την ίδια στιγμή, τα συναλλαγματικά αποθέματα έχουν σχεδόν μηδενιστεί, ενώ ο άμετρος δανεισμός συνέβαλε καθοριστικά ώστε ο πληθωρισμός να εκτιναχθεί στο 15%, «ροκανίζοντας» έτσι την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών και καθιστώντας πιο δύσκολη την εξυπηρέτηση των υπαρχόντων δανείων τόσο από αυτά όσο και από τις επιχειρήσεις.
Η εξυπηρέτηση των δανείων γίνεται ακόμη πιο δύσκολη μετά την αύξηση των επιτοκίων που ξεκίνησε στα τέλη Νοεμβρίου, μετά και την αλλαγή του διοικητή της κεντρικής τράπεζας της Τουρκίας. Ωστόσο, οι αναταράξεις επαναλήφθηκαν όταν ο Ταγίπ Ερντογάν υποσχέθηκε μια «πιο φιλική νομισματική πολιτική», κάτι που οι οικονομολόγοι μετέφρασαν ως νέα γύρο πιέσεων για περισσότερο και φτηνότερο χρήμα στην αγορά.