Η Σοφία Μπεκατώρου, εκείνο το απόγευμα, έκανε το πρώτο, το πιο θαρραλέο βήμα – μίλησε, για πρώτη φορά, για τον βιασμό της δημόσια. Λίγες μέρες αργότερα η Ζέτα Δούκα, στο Mega, με τρεμάμενη φωνή άνοιξε έναν ακόμα κύκλο #ΜeΤoo στον χώρο του θεάματος. Πόσο μακρινά φαίνονται σήμερα αυτά τα ξεκινήματα, που η καθημερινότητά μας είναι γεμάτη διαρροές από καταθέσεις μαρτύρων, από φρικτές περιγραφές σεξουαλικών βασανιστηρίων και από τη λανθασμένη εντύπωση πως η κακοποίηση ήταν ο κανόνας στο ελληνικό θέατρο, όχι η εξαίρεση. Ξεκινώντας, το ελληνικό #ΜeΤoo ήταν το καταφύγιο των θυμάτων, η δύναμη που αντλούσαν το ένα από το άλλο. Σ’ αυτή τη φάση, μοιάζει περισσότερο με αρένα, με κλειδαρότρυπα.
Τι είναι το #ΜeΤoo; Στην αρχή τα ΜΜΕ δεν ήταν βέβαια αν έπρεπε να το ονομάσουν έτσι. Δεν υπήρχε όμως κανένας άλλος τρόπος να περιγράψουν τη μικρή επανάσταση που γινόταν παρά μόνο με το όνομα που του έδωσαν πριν από μερικά χρόνια στις ΗΠΑ. Παρότι αυτό το αμερικανικό παράδειγμα διευκόλυνε τα πράγματα, οι σπουδαστές δεν έκαναν follow up. Λάθος – αν το είχαν κάνει, ίσως να ήξεραν πως το #ΜeΤoo στις ΗΠΑ πέτυχε γιατί δεν περιορίστηκε μόνο στον Χάρβεϊ Γουάινστιν. Και κυρίως γιατί, στο τέλος, όσοι μίλησαν εκ μέρους του φρόντισαν να μην το καπελώσουν, αλλά να συνεργαστούν μαζί του. Στον αντίποδα, το ελληνικό #ΜeΤoo κινδυνεύει κατά κύριο λόγο από όλους εκείνους που ορκίζονται σ’ αυτό. Η υπόθεση του Δημήτρη Λιγνάδη και οι καταγγελίες για βιασμούς και αποπλάνηση ανηλίκων έγινε η αφορμή για να μάθουμε τι μπορεί να συμβεί στα παρασκήνια του θεάτρου, στιγματίζοντας τη δημόσια συζήτηση. Στην πραγματικότητα, όμως, ο τρόπος που μονοπώλησε το ενδιαφέρον έδωσε την ευκαιρία σε πολλούς άλλους να περάσουν κάτω από το ραντάρ.
Στην ουσία της υπόθεσης, ο χειρισμός των συγκεκριμένων κατηγοριών για τον Λιγνάδη από την κυβέρνηση και την αντιπολίτευση ήταν τέτοιος, που περισσότερο διευκόλυνε παρά δυσκόλεψε τον κατηγορούμενο. Η μετατροπή του #ΜeΤoo σε θήραμα της πολιτικής αρένας το μείωσε και το υπονόμευσε. Ξεκίνησε μια διαδικασία αμφισβήτησης των προθέσεων των μαρτύρων που βγήκαν μπροστά («επαγγελματίες ομοφυλόφιλοι»), καθώς και η γνωστή δολοφονία χαρακτήρων που βασίζεται σε fake news και στερεοτυπικά συμπεράσματα.
Η κυβέρνηση είχε τονίσει επανειλημμένα πως δεν ήξερε τι συνέβαινε με τον πρώην καλλιτεχνικό διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου – τον «παραίτησε», ωστόσο, λίγες ώρες αφότου η πρώτη επώνυμη καταγγελία είδε το φως της δημοσιότητας. Η Λίνα Μενδώνη, από την άλλη, έσπευσε να χαρακτηρίσει τον Λιγνάδη «επικίνδυνο άνθρωπο», πριν καν εκδοθεί το ένταλμα σύλληψής του. Από την πλευρά του, ο ΣΥΡΙΖΑ κατηγόρησε την κυβέρνηση για συγκάλυψη – και όχι μόνο -, το Ιντερνετ γέμισε με ατεκμηρίωτες, επικίνδυνες κατηγορίες που υιοθετήθηκαν και από βουλευτές της αξιωματικής αντιπολίτευσης και έτσι έδωσε στην υπεράσπιση του Λιγνάδη την αφορμή να μιλάει για πολιτική στόχευση, που θέλει να πετύχει τουλάχιστον την αποπομπή της σημερινής υπουργού Πολιτισμού. Του έδωσε, με άλλα λόγια, τη δυνατότητα να παραβλέψει τα όσα προκύπτουν από τις μαρτυρίες, βάζοντας τη συζήτηση σε άλλη βάση. Ο δικηγόρος ενός εκ των μηνυτών αναγκάστηκε να διευκρινίσει δημόσια (Σκάι) πως ο εντολέας του είναι μόνιμος κάτοικος Σουηδίας, έχει φύγει από την Ελλάδα εδώ και πολλά χρόνια και δεν έχει ασχοληθεί με την πολιτική ζωή στην πατρίδα του.
Το αίμα και η σιωπή της γειτονιάς
Η υπόθεση Λιγνάδη θα μείνει στη σύγχρονη ιστορία ως η πιο χαρακτηριστική του ελληνικού #ΜeΤoo. Κυρίως γιατί οι κατηγορίες που βαραίνουν τον κατηγορούμενο είναι τόσο απεχθείς, που δύσκολα βρίσκουν δικαιολογία, ακόμα κι αν ψάξει κανείς. Το πιο ενδιαφέρον, όμως, είναι πως με βάση όλα όσα έχουν ξεκινήσει να βγαίνουν στη δημοσιότητα η δράση του κατηγορουμένου αποτελούσε κάτι σαν κοινό μυστικό στον χώρο του πολιτισμού. Συνάδελφοί του ξεσπούν δημόσια και με ευκολία δηλώνουν πως γνωρίζουν εδώ και πολλά χρόνια πως ο Λιγνάδης κακοποιούσε ανηλίκους και πως οι ίδιοι, επειδή δεν είχαν στοιχεία, δεν μπορούσαν καν να μεταφέρουν την υποψία τους σε κάποια αρμόδια Αρχή ή στο ΣΕΗ – ούτε καν όταν γνώριζαν πως ο κατηγορούμενος δίδασκε σε σχολές υποκριτικής ή έστω όταν ορίστηκε σε επιτελική θέση στο Εθνικό Θέατρο. Οι ίδιοι που γνώριζαν ζητούν σήμερα από τους υπόλοιπους να μη μείνουν σιωπηλοί και, καταπατώντας το τεκμήριο της αθωότητας και τη θεσμική διαδικασία, σπεύδουν να στήσουν λαϊκά δικαστήρια που, όπως γίνονται, περισσότερο ευνοούν παρά δυσχεραίνουν τη θέση του κρατουμένου. Από κοντά οι γείτονες του σκηνοθέτη. Γείτονες που ήξεραν και δεν μιλούσαν, δεν ήξεραν και τώρα μιλούν, γείτονες που έκλεισαν τα μάτια και τα αφτιά τους όταν δεν έπρεπε, αλλά τα ανοίγουν για να απαντήσουν σε ερωτήσεις δημοσιογράφων και να δουν την καταγγελία τους να παίζει στην τηλεόραση.
Το #ΜeΤoo, όμως, δεν είναι μόνο η υπόθεση Λιγνάδη. Οι λιγότερο ακραίες υποθέσεις, οι παρενοχλήσεις και οι βιασμοί των ενηλίκων, ήδη έχουν κάπως παραμεριστεί στη συνείδηση της κοινής γνώμης, γιατί υπάρχει κάτι μεγαλύτερο που τις υπερβαίνει. Οι γυναίκες και οι άνδρες όμως που βρήκαν το θάρρος να δημοσιοποιήσουν την εμπειρία τους είχαν μόνο εν μέρει στις σκέψεις τους την τιμωρία των θυτών. Μεγαλύτερη σημασία είχε «να γλιτώσουν οι επόμενοι», να σπάσει ο κύκλος της σιωπής που συνοδεύει τις εξουσιαστικές εργασιακές σχέσεις και την αντιμετώπιση της έμφυλης βίας, της παρενόχλησης και της κακοποίησης στο εργασιακό περιβάλλον.
Κι όντως, έτσι έγινε – ο κύκλος της σιωπής έσπασε, αλλά για συγκεκριμένα εγκλήματα, τρανταχτά, που δεν μπορούν πια με τίποτα να καλυφθούν. Οι αστοχίες αυτής της φάσης, από τους ίδιους τους πρωτεργάτες του, δυσκολεύουν τον σχηματισμό ενός κινήματος που θα αλλάξει τη βαλτωμένη κοσμοθεωρία για αρσενικά «παλαιάς κοπής», σεξουαλικούς εκβιασμούς και συμπεριφορές «τα ‘θελε και τα ‘παθε». Αν ο χειρισμός του #ΜeΤoo συνεχίσει όπως σήμερα, όταν τα φώτα της δημοσιότητας σβήσουν και η κανονικότητα επιστρέψει στον χώρο του πολιτισμού, οι άλλοι θύτες θα είναι ακόμα εκεί. Οι ηθοποιοί θα έχουν βέβαια κερδίσει το πλαίσιο συμπεριφορών και πρακτικών που προωθεί το υπουργείο και τις θεσμικές αλλαγές που θα διευκολύνουν παρόμοιες καταγγελίες στο μέλλον. Οι υπόλοιποι δεν θα έχουν την ίδια τύχη.