Ποια η πρόσληψη της ελληνικής κοινωνίας στην υπόθεση των κατηγοριών κατά του τέως καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου Δημήτρη Λιγνάδη; Μεικτή και πολλών διαστάσεων, σε μια ιδιότυπη συγκυρία πολλαπλών κρίσεων. «Η κρίση της χώρας είναι υπαρξιακή» μας λέει πεπειραμένος πολιτικός που βγήκε πρώτη φορά «στην πιάτσα» το μακρινό 1960. Οχι για να ρευστοποιήσει τις φρικτές κατηγορίες που βαρύνουν τον σκηνοθέτη και ηθοποιό. Ούτε για να προδικάσει την υπόθεση που έτσι κι αλλιώς είναι σε εξέλιξη – στο απολογητικό γραπτό υπόμνημά του την Πέμπτη ο κ. Λιγνάδης τα αρνήθηκε όλα. Αλλά για να καταδείξει πως ακόμα και τη χρήσιμη χρονικότητα του ρεύματος #MeToo, εν Ελλάδι, την έχουμε σήμερα αθροίσει με μια αυτοτελή υπόθεση φερόμενων καταγγελιών για απεχθή αδικήματα από τον σκηνοθέτη, με την ευρύτερη πανδημική κρίση, με τη φρενίτιδα των κοινωνικών δικτύων και με την αγωνία να επιστρέψουμε σε μια κανονικότητα καταναλωτισμού ή εργασίας.
Η υπόθεση Λιγνάδη πάτησε πάνω στο #MeToo. Με την έννοια πως οι καταγγελίες για τον σκηνοθέτη-ηθοποιό συγχρονίζονται με αυτές άλλων περιπτώσεων και μετά από το κουβάρι που ξετύλιξε η Σοφία Μπεκατώρου. Είναι όμως και εξόχως διαφορετική. Στην ευρύτερη γειτονιά του – μαλακό υπογάστριο της πόλης – κυριαρχεί η απορία. Στον μικρόκοσμο του θεάτρου της χώρας, μια ασύντακτη βουή που υπήρχε και που τώρα έχει φτιάξει μια νέα διαίρεση. Είναι όλο αυτό μια ευκαιρία για «κάθαρση» στον χώρο που παραδοσιακά είναι πιο ευάλωτος στις σχέσεις των μελών του; Θα είναι απλώς η θρυαλλίδα για να επικαιροποιήσουν μια πολιτική αντιπαράθεση τα δύο μεγάλα κόμματα όπως αυτή που είδαμε την Πέμπτη στη Βουλή; Ή μήπως θα είναι η ευκαιρία για μια χάρτα πειθαρχίας σε χώρους εργασίας και για μια ευμενέστερη συνθήκη για όποιον μπαίνει με όνειρα στον χώρο του θεάματος; Είναι νωρίς να απαντηθεί, παρότι έχουμε ήδη νέα δεδομένα. Ας δούμε μερικά.
Η ευκαιρία
Η ίδια η ευκαιρία να ανοίξουν στόματα. Να πάψει η βουή της κουίντας να είναι βουή και να μετατραπεί σε επώνυμη καταγγελία – όπου γίνεται με προσοχή και με άξονα πάντα πως η Δικαιοσύνη διαθέτει όλα τα εργαλεία. Προς Θεού, όπως λέει πολύπειρος νομικός, μην επικρατήσει «σχετικοποίηση της δημοκρατικής νομιμότητας». Την ίδια ώρα που πολλές φορές οι προωθητικές τομές στην κοινωνία και στη νομοθεσία είναι αποτέλεσμα φρικτών διαπιστώσεων για όσα συντελούνται γύρω μας σιωπηρά και επώδυνα. Για παράδειγμα, μετά το αμερικανικό #MeToo γεννήθηκε η ιδιότητα του intimacy coordinator, του ανθρώπου δηλαδή που συντονίζει και διασφαλίζει τις ευαίσθητες σκηνές σε ταινίες και σειρές. Ενα ακόμα νέο δεδομένο εν Ελλάδι σήμερα είναι η εκ νέου ενεργοποίηση του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών. Ενα κλαδικό σωματείο που μοιάζει να επανακτά το κύρος και την αξιοπιστία του εν μέσω μιας συντελεσμένης κρίσης για το θέατρο. Δεν έχει σημασία η ποιότητα και η αξιοπιστία όλων των καταγγελιών που τώρα κατατίθενται στο ΣΕΗ. Εχει σημασία πως αυτό ξαναγίνεται πόλος εμπιστοσύνης για τα μέλη του, κάτι όχι δεδομένο για το σημερινό επίπεδο συνδικαλισμού. Τρίτο δεδομένο είναι η απενοχοποίηση με την οποία γίνονται οι καταγγελίες, οι οποίες προφανώς αξιολογούνται σήμερα.
Τα ταμπού
Τουλάχιστον για την υπόθεση Λιγνάδη αυτό είναι λεπτό και ευαίσθητο, αφού στο κέντρο έχουμε μια φερόμενη υπόθεση παιδοφιλίας ή παιδεραστίας. Και μάλιστα σε μια κοινωνία όπως η ελληνική, η οποία, παρότι έχει κάνει βήματα τομών μετά τη Μεταπολίτευση, παραμένει μια κοινωνία με ταμπού. Δεν είναι μακριά η δεκαετία του ’60 – που προφανώς δεν είναι Ντίσνεϊλαντ εξιδανικευμένης μνήμης αλλά μια σκληρή εποχή όπου κάλυπτε σχεδόν νομιμοποιητικά υποθέσεις τέτοιες η ίδια η συλλογική συμπεριφορά. Στις δεκαετίες του ’50 και του ’60 θα λέγαμε πως την ίδια ώρα που πολιτισμικά και πολιτικά εκδηλωνόταν ένας «ηθικός πανικός», κάτω απ’ τη μύτη της κοινωνίας τα αποκρουστικά περιστατικά παιδεραστίας δεν ήταν και λίγα. Και κυρίως σε μια εποχή που το παιδί αντιμετωπιζόταν ως «μικρός ενήλικος» και όχι ως παιδί, με όλες τις επώδυνες επιπτώσεις μιας τέτοιας πρόσληψης (διαβάστε τους «Καταραμένους» του πανεπιστημιακού Κώστα Κατσάπη). Σήμερα, από εγκληματολογική σκοπιά, η εμπορία παιδιών, η πορνογραφία ανηλίκων και η γενετήσια εκμετάλλευση παιδιών αποτελούν τις κύριες σύγχρονες μορφές σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων. Σε έρευνα της INTERPOL σε 2.700.000 βίντεο σεξουαλικής κακοποίησης και σε ταυτοποίηση παγκοσμίως 23.500 ανήλικων θυμάτων (https://www.interpol.int/Crimes/Crimes-against-children/International-Child-Sexual-Exploitation-database) προέκυψε μια σειρά ανησυχητικών τάσεων, δηλαδή: Οσο νεότερο είναι το θύμα τόσο πιο σοβαρή είναι η κακοποίηση. Το 84% των εικόνων περιείχε ρητή σεξουαλική δραστηριότητα. Περισσότερο από το 60% των αγνώστων θυμάτων ήταν προέφηβοι, συμπεριλαμβανομένων των βρεφών και των μικρών παιδιών. Το 65% των αγνώστων θυμάτων ήταν κορίτσια. Σοβαρές εικόνες κακοποίησης ήταν πιθανό να εμφανίζουν αγόρια. Το 92% των ορατών παραβατών ήταν άνδρες.
Εχει παρατηρηθεί επίσης από διάφορες έρευνες ότι οι δράστες των εγκλημάτων γενετήσιας εκμετάλλευσης παιδιών κατά κανόνα δεν είναι ξένοι, αλλά είναι κυρίως συγγενείς ή γνωστοί του ανήλικου θύματος. Στις έρευνες αυτές οι δράστες σε ποσοστό 95%-80% είναι άνδρες, όπως αναφέρει ο καθηγητής Εγκληματολογίας Χαράλαμπος Δημόπουλος στο βιβλίο του «Εγκλήματα της γενετήσιας εκμετάλλευσης ανηλίκων». Εχει τεράστιο ενδιαφέρον πώς η ελληνική κοινωνία θα προσλάβει την όλη εν εξελίξει υπόθεση – η δίκη ξεκινάει από τότε που αποδίδονται κατηγορίες. Αν θα καταφέρει η Πολιτεία να συγχρονιστεί με τις νέες τάσεις και να διαμορφώσει ένα νέο προστατευτικό πλαίσιο για τους χώρους εργασίας, για την εξάλειψη της πατριαρχίας ή του σεξισμού. Αν θα πάμε μπροστά.