Την 1η Μαρτίου του 1981, ο 27χρονος βορειοϊρλανδός Μπόμπι Σαντς ξεκίνησε απεργία πείνας.
Αίτημά του να αναγνωριστεί ο ίδιος και όσοι κρατούμενοι προέρχονταν απ’ τον ΙΡΑ, ως πολιτικοί κρατούμενοι και όχι ως εγκληματίες του ποινικού δικαίου.
Μετά από 66 μέρες στις 5 Μαΐου του 1981, ο Μπόμπι Σάντς πέρασε στην αιωνιότητα με την υπόσταση του «μάρτυρα» για τους (Βορειο)Ιρλανδούς που οραματίζονταν την ένωση της Ιρλανδίας με το αγγλοκρατούμενο βόρειο τμήμα και άλλους εκατοντάδες χιλιάδες σε όλο τον κόσμο.
Δύο ημέρες αργότερα περισσότεροι από 100.000 άνθρωποι παρευρέθηκαν στο «Νέο Δημοκρατικό Οικόπεδο» του Μπέλφαστ για να κατευοδώσουν στην τελευταία κατοικία του τον Σαντς και να δώσουν στην τελετή μορφή διαδήλωσης, υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και κατά του αυταρχισμού της βρετανικής κυβέρνησης, που είχε μείνει «ασυγκίνητη» από τις 66 ημέρες απεργίας πείνας του θρυλικού μαχητή του Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού.
Όταν ξεκίνησε την απεργία πείνας ήταν ακόμα ένα φυλακισμένο μέλος του ΙΡΑ, αλλά όταν πέθανε είχε γίνει βουλευτής και σύμβολο πολιτικών αγώνων για χιλιάδες ανθρώπους σε όλο τον κόσμο.
Στην κηδεία του παρευρέθηκαν χιλιάδες πολίτες, ενώ κυβερνήσεις από όλο τον κόσμο έστειλαν γράμματα διαμαρτυρίας στη βρετανίδα πρωθυπουργό, Μάργκαρετ Θάτσερ, για τον θάνατό του.
Χρειάστηκε να περάσουν μήνες και να χάσουν τη ζωή τους άλλοι εννιά απεργοί πείνας για να παραχωρηθούν σταδιακά τα δικαιώματα που διεκδικούσαν οι κρατούμενοι, χωρίς ωστόσο να τους δοθεί ποτέ το στάτους των πολιτικών κρατούμενων.
«Δεν υφίσταται πολιτική δολοφονία, πολιτικός βομβαρδισμός ή πολιτική βία. Υπάρχει μόνο εγκληματική δολοφονία, εγκληματικός βομβαρδισμός και εγκληματική βία» επέμενε η τότε πρωθυπουργός της Βρετανίας Μάργκαρετ Θάτσερ και αρνούνταν κατηγορηματικά κάθε συζήτηση.
Για την πολιτική σταδιοδρομία της Μάργκαρετ Θάτσερ, ο θάνατος των δέκα κρατούμενων από απεργία πείνας το 1981 θεωρείται η πιο μελανή στιγμή της πρωθυπουργικής θητείας της.
Στη δική της κηδεία πλήθος κόσμου πανηγύριζε μακάβρια έστω και αν απείχε για 21 χρόνια από την πολιτική.
Και αυτά, δεδομένης της χρονικής συγκυρίας, θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν χρήσιμα διδάγματα.
Τα παιδικά χρόνια στο Μπέλφαστ και η στρατολόγηση στον ΙΡΑ
Μέχρι την έναρξη της απεργίας πείνας όμως, κανείς δεν περίμενε ότι ο Μπόμπι Σαντς θα γινόταν ένας θρυλικός αγωνιστής.
Ο Σαντς γεννήθηκε το 1954 στο Μπέλφαστ και από μικρός βίωσε τι σήμαινε να είσαι καθολικός στη Βόρεια Ιρλανδία, όπου οι Βρετανοί συντηρούσαν και ενίσχυαν το διαχωρισμό του πληθυσμού σε προτεστάντες και καθολικούς, για να διαιωνίζουν, με το «διαίρει και βασίλευε», την κυριαρχία τους.
Στα 15 χρόνια του εγκατέλειψε το σχολείο και μετά από διετή φοίτηση σε τεχνική σχολή, έπιασε δουλειά σε μια επιχείρηση κατασκευής αμαξωμάτων, απ’ όπου απολύθηκε εξαιτίας της θρησκευτικής «καταγωγής» του.
Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με μια επίθεση προτεσταντών κατά του σπιτιού της οικογένειας του, τον οδηγεί το 1972 στην απόφαση να στρατολογηθεί στον ΙRA και να αγωνιστεί για την αποτίναξη της βρετανικής κυριαρχίας και την ανεξαρτησία της Βόρειας Ιρλανδίας.
Πρώην συμπαίχτες του στην ομάδα «Αστέρι της Θάλασσας» όπου έπαιζε όταν ήταν έφηβος, σχολίασαν ότι ο νεαρός Σαντς δεν είχε τη συμπεριφορά ενός μελλοντικού ήρωα.
Σε όλη την παιδική του ηλικία, η καθολική οικογένεια του Σαντς αντιμετώπιζε προβλήματα με τους προτεστάντες.
Εκτός από μία σύντομη περίοδο που έζησαν στο Ράθκουλ, μια περιοχή της Βόρειας Ιρλανδίας όπου επικρατούσε σχετική ειρήνη μεταξύ καθολικών και προτεσταντών, οι Σαντς κυνηγήθηκαν από τους γείτονές τους και αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το σπίτι τους.
Ήταν αφοσιωμένος στη δουλειά του, αλλά οι συνάδελφοί του δεν ήταν διατεθειμένοι να δουλέψουν στο πλευρό ενός καθολικού. Ύστερα από δεκάδες απειλές, ο Σαντς αναγκάστηκε να αφήσει τη δουλειά του.
Το 1972, ο ενήλικος πια Σαντς, στρατολογήθηκε στον ΙΡΑ, εξοργισμένος με την κατάσταση που επικρατούσε. Συνελήφθη σχεδόν αμέσως και καταδικάστηκε σε πέντε χρόνια φυλάκισης για κατοχή όπλου.
Αποφυλακίστηκε το 1976 και μέσα σε λίγους μήνες βρέθηκε πάλι φυλακισμένος, αυτή τη φορά με ποινή 14 ετών. Ο Μπόμπι Σαντς δεν θα έβγαινε ποτέ ζωντανός απ’ τη φυλακή.
Η πρώτη απεργία πείνας
Μέχρι το 1976, όσοι κρατούμενοι είχαν καταδικαστεί για τη δράση τους σε οργανώσεις όπως ο ΙΡΑ, όπως αναφέρει η mixanitouxronou.gr αντιμετωπίζονταν ως πολιτικοί κρατούμενοι και είχαν δικαιώματα, που δεν ίσχυαν για τους κοινούς εγκληματίες.
Μπορούσαν να φορούν δικά τους ρούχα και όχι τις στολές της φυλακής, να συνευρίσκονται ελεύθερα με τους συγκρατούμενούς τους και να μην συμμετέχουν στις αναγκαστικές εργασίες της φυλακής.
Όμως, το 1976 η βρετανική κυβέρνηση αφαίρεσε το στάτους του πολιτικού κρατούμενου με σκοπό να ποινικοποιήσει τη δράση του ΙΡΑ.
Στις 14 Σεπτεμβρίου του 1976, ο κρατούμενος Κιέραν Νιούτζεντ αρνήθηκε να φορέσει τη στολή της φυλακής.
Επέλεξε να καλύψει το γυμνό του σώμα μόνο με μία κουβέρτα και σύντομα ακολούθησαν όλοι οι συγκρατούμενοί του, για να διαμαρτυρηθούν για τις συνθήκες κράτησης. Το 1978 οι κρατούμενοι αποφάσισαν να εντείνουν τη διαμαρτυρία τους και αρνούνταν να πλυθούν.
Άπλωναν τα περιττώματά τους στους τοίχους των κελιών τους και πλημμύριζαν τους διαδρόμους της φυλακής με τα ούρα τους.
Σε τακτά χρονικά διαστήματα, οι φύλακες τους έβγαζαν απ’ τα κελιά, τους ξυλοκοπούσαν και τους έπλεναν οι ίδιοι.
Το 1980 η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο και οι κρατούμενοι αποφάσισαν να προβούν σε απεργία πείνας. Σε αυτή την πρώτη απεργία δεν συμμετείχε ο Σαντς, αλλά σημαντικά μέλη του ΙΡΑ, όπως ο Μπρένταν Χιουζ, ο Τόμι Μακίρνι, ο Σον Μακένα και άλλοι.
Πέρασαν 53 μέρες και ο Σον Μακένα βρισκόταν στο χείλος του θανάτου, όταν η βρετανική κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι θα συνθηκολογούσε με τους κρατούμενους.
Η απεργία έληξε χωρίς να πεθάνει κανείς, αλλά πολύ γρήγορα αποκαλύφθηκε ότι το κείμενο που είχαν συντάξει οι Βρετανοί ήταν γεμάτο γενικολογίες και αόριστες υποσχέσεις, που ουσιαστικά δεν άλλαζαν τίποτα.
Η δεύτερη μοιραία απεργία πείνας
Την 1η Μαρτίου του 1981, ο Μπόμπι Σαντς ξεκίνησε η δεύτερη απεργία πείνας.
Ήταν αποφασισμένος να πεθάνει, γιατί ήξερε ότι χωρίς τον θάνατο κάποιου, η κυβέρνηση της Θάτσερ δεν θα ενεργοποιούνταν.
Ακολούθησαν κι άλλοι κρατούμενοι το παράδειγμά του, αλλά ο Σαντς επέμενε να έχει προβάδισμα μερικών εβδομάδων, έτσι ώστε αν η Θάτσερ ενέδιδε στα αιτήματα, να υπήρχε χρόνος να σωθούν οι υπόλοιποι.
Πέντε μέρες μετά την έναρξη της απεργίας, πέθανε ο ανεξάρτητος βουλευτής Φρανκ Μαγκουάιρ, αφήνοντας κενή μια θέση στο κοινοβούλιο….
Ο ΙΡΑ εκμεταλλεύτηκε την προβολή που είχε λάβει ο Σαντς και τον έπεισαν να θέσει υποψηφιότητα στις εκλογές. Τον Απρίλιο του 1981, ο 27χρονος Μπόμπι Σαντς έγινε ο νεότερος βουλευτής στη Βρετανία, συγκεντρώνοντας το 52% των ψήφων.
Ο ηρωισμός του απεργού πείνας κατάφερε να κερδίσει τη συμπάθεια του κόσμου, ακόμα και αυτών που δεν υποστήριζαν την πολιτική του ιδεολογία. Δυστυχώς η θητεία του ήταν βραχύβια.
Ο Σαντς πέθανε στις 5 Μαΐου του 1981, μόλις 26 μέρες μετά τις εκλογές.
Εκατό χιλιάδες άνθρωποι παραβρέθηκαν στην κηδεία του, η οποία εξελίχθηκε σε πορεία διαμαρτυρίας.
Η Θάτσερ έλαβε δεκάδες μηνύματα διαμαρτυρίας από κυβερνήσεις όλου του κόσμου. Ακόμα και η βασίλισσα της Βρετανίας, Ελισάβετ, δέχθηκε τα «πυρά» των δυσαρεστημένων.
Σε επίσημη επίσκεψή της στη Νορβηγία, ένας άντρας της πέταξε μια ντομάτα, η οποία όμως αστόχησε.
Παρά την παγκόσμια κατακραυγή, η κυβέρνηση της Θάτσερ δεν φάνηκε να λυγίζει. Η βρετανίδα πρωθυπουργός ζούσε πολιτικά από αυτές τις κόντρες και δεν υποχωρούσε ποτέ.
Ο θάνατος 9 απεργών πείνας και η παρ’ ολίγον συμφωνία
Έως τις 21 Μαΐου πέθαναν άλλοι τρεις απεργοί πείνας. Η Θάτσερ δεν άλλαξε τη στάση της.
Στις 8 Ιουλίου πέθανε ο πέμπτος απεργός πείνας, ο Τζο Μακντόνελ. Πρόσφατα κυκλοφόρησαν φήμες ότι ο ΙΡΑ θα μπορούσε να είχε σώσει τη ζωή των υπόλοιπων απεργών πείνας, αλλά απέρριψε ένα συμβιβασμό που πρότεινε η βρετανική κυβέρνηση.
Ακόμα δεν έχει ξεκαθαρίσει η υπόθεση και δεν είναι γνωστό πόσο επιεικής ήταν η πρόταση, αν απορρίφθηκε από τον ΙΡΑ ή από τους ίδιους τους κρατούμενους.
Στα τέλη του Ιουλίου όμως, μετά τον θάνατο άλλων δύο κρατουμένων, οι οικογένειες των απεργών πείνας, σε συνεργασία με καθολικούς ιερείς που τους επέβλεπαν, αποφάσισαν να επέμβουν.
Με εντολή των συγγενών τους, όποιος κρατούμενος έπεφτε σε κώμα, θα διέκοπτε αυτόματα την απεργία πείνας. Μέσα στον Αύγουστο πέθαναν οι τελευταίοι τέσσερις απεργοί πείνας, οι οικογένειες των οποίων αρνήθηκαν να διακόψουν τη διαμαρτυρία τους.
Η απεργία έληξε στις 3 Οκτωβρίου του 1981, όταν έγινε εμφανές ότι καμία οικογένεια δεν θα άφηνε το παιδί της να πεθάνει από την πείνα. Σταδιακά, η κυβέρνηση της Θάτσερ ικανοποίησε κάποια αιτήματά τους, χωρίς όμως να αναγνωρίσει ότι ήταν πολιτικοί κρατούμενοι.
Το 2008 κυκλοφόρησε η ταινία «Hunger» του σκηνοθέτη Στιβ Μακουίν η οποία βασίστηκε στην απεργία πείνας του Μπόμπι Σαντς, τον οποίον υποδύθηκε ο Μάικλ Φασμπέντερ.
(με πληροφορίες από το mixanitouxronou.gr)