Είναι ο δράστης της σεξουαλικής κακοποίησης με θύματα παιδιά και εφήβους, ένας εμφανώς βίαιος και διεστραμμένος άνθρωπος ; Υπάρχει κάτι στην εμφανισή του που «φωνάζει» πως είναι ανώμαλος, ένας τύπος που ένα παιδί «οφείλει» να αποφεύγει γιατί οι γονείς του, το είχαν προειδοποιήσει να μην πλησιάζει «περίεργους» και σατανικούς αγνώστους που του προσφέρουν καραμέλα στη παιδική χαρά; Η απάντηση είναι «όχι»!
Οι μύθοι ωστόσο που αναπαράγουμε εδώ και γενιές ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό για την δυσκολία που αντιμετωπίζουν τα θύματα της κακοποίησης στο να καταγγείλλουν τον βιασμό τους ή να μιλήσουν σε οικείους τους για την επίθεση που δέχτηκαν.
Το μεγάλο ταμπού
Από την Βικτωριανή εποχή, η παιδεραστία, ήταν ένα θέμα απολύτως ταμπού για την λογοτεχνία και παιδεραστές, παρουσιάζονταν πάντα σαν «τρομαχτικοί, ξένοι». Αυτή τους η απεικόνιση, απομάκρυνε τον αναγνώστη από τη σοκαριστική, αδιανόητη, αλήθεια: Πως ο παιδόφιλος μπορεί να βρισκόταν στο άμεσο περιβάλλον του παιδιού, μέσα στη μεσοαστική αξιοπρεπή οικογένεια ή να ήταν ένα πρόσωπο «υπεράνω πάσης υποψίας» ή κάποιος που τα παιδιά ήταν υποχρεωμένα να σέβονται όπως ένας δάσκαλος. Μέχρι σήμερα, αναλώνουμε χρόνο στο να εξηγουμε στα παιδιά πως πρέπει να προσέχουν «τους ξένους» επειδή ακριβώς είμαστε οι αποδέκτες αυτής της λανθασμένης μαζικής, εντύπωσης που επι αιώνες αποσπούσε την προσοχή των προγόνων μας από την οδυνηρή πραγματικότητα : η παιδεραστία, ήταν και παραμένει είναι ένα πολύ διαδεδομένο πρόβλημα.
Όσες αντιλήψεις έχουμε κληρονομήσει και οι βαθύτερες πεποιθήσεις που έχουν διαμορφώσει τη σκέψη μας για το ζήτημα, έχουν τις ρίζες τους στις θεωρίες που διατυπώθηκαν τον 19 αιώνα, στην Ευρώπη όπου ακόμη και η δημοσιογραφική κάλυψη, των λίγων υποθέσεων που παρουσίαζαν ενδιαφέρον, εστίαζε στον δράστη που περιγραφόταν «ως άγνωστος», «τυχαίος εγκληματίας». Οι πρώτες τολμηρές δημοσιεύσεις για την εκμετάλλευση και την σεξουαλική κακοποίηση των παιδιών, είχαν ως αφορμή την πορνεία στο Λονδίνο του 1895 και αποκάλυπταν πως μικρά κορίτσια ήταν συχνά θύματα σωματεμπόρων, χωρίς να αναφέρουν λεπτομέρειες. Το 1886 ένα ιδιαίτερα επιτυχημένο επιστημονικό βιβλίο για την διαστροφή με τίτλο: «Psychopathia Sexualis», των Krafft-Ebing Rehman και Francis Joseph, όριζε και περιέγραφε αναλυτικά τον παιδεραστή όμως ανέφερε πως συνήθως επρόκειτο για έναν «άγνωστο», παραλείποντας πλήρως την αιμομιξία και καλλιεργώντας έτσι την εντύπωση, πως «τέτοια εγκλήματα μπορούσαν να συμβούν στον δρόμο, σε κακόφημες περιοχές μακριά από το σπίτι».
Από τους περισσότερους επιστήμονες εκείνης της εποχής, που ήταν και θεμελιωτές των σχετικών θεωριών, οι παιδεραστές, περιγράφονταν ως χαμηλού επιπέδου, περιθωριακά στοιχεία, αλκοολικοί που ζούσαν σε τρώγλες ή άτομα εμφανώς ψυχικά άρρωστα, ενώ για την βία στην οικογένεια δεν γινόταν επισήμως εύκολα λόγος καθώς αρκετές μορφές της όπως ο ξυλοδαρμός για την συμμόρφωση των άτακτων παιδιών, δεν αποτελούσε επιλήψιμη συμπεριφορά.
Γοτθική μυθοπλασία
Εξ αιτίας της αυστηρής λογοκρισίας, η γοτθική λογοτεχνία αναπτύχθηκε ώστε να μπορεί να παρακάμψει τις απαγορεύσεις μέσω μεταφορών. Εμφανίστηκαν : φαντάσματα, στοιχειωμένα σπίτια, κάστρα, το σκότος, ο θάνατος, η τρέλα, τα μυστικά και οι κατάρες ενώ τα τέρατα που προτιμούσαν για αγνώστους λόγους να επιτίθεται σε παιδιά ήταν μια σαφής αναφορά στους παιδεραστές. Στην αρχική εκδοχή του βιβλίου «Η Παράξενη Υπόθεση του Δόκτωρ Τζέκιλ και του Κύριου Χάιντ», ο Χάιντ, «ποδοπατά και πληγώνει» ένα κοριτσάκι τη νύχτα σε ένα δρόμο του Λονδίνου, η πράξη για πολλούς αναλυτές, χωρίς να αναφέρεται στην παιδεραστία, την υπονοεί καθώς ήταν διαδεδομένη εκείνη την εποχή και τα θύματα ήταν συνήθως παιδιά που ζούσαν και εκπορνευόταν σε κακόφημους δρόμους .
Ο Δράκουλας του Μπραμ Στόκερ, έχει από νωρίς θεωρηθεί ένα βιβλίο που μιλάει για την σεξουαλική βία και «δάνεισε» από την πρώτη του έκδοση, πολλές παρομοιώσεις όπως «ανθρωπόμορφο τέρας», «αιμοδιψής δράστης» κ.ά. στους δημοσιογραφικούς τίτλους που χρησιμοποιούνται μέχρι σήμερα.