Για αρκετά χρόνια τα πράγματα ήταν απλά. Η χώρας μας ως προς τα γεωπολιτικά είχε κάνει μια σαφή επιλογή να επιμείνει σε έναν «δυτικό» προσανατολισμό και άρα να επιμένει στη διαρκή πολιτικοστρατιωτική αναβάθμιση των σχέσεων με τις ΗΠΑ. Όμως, στα οικονομικά και την προσέλκυση επενδυτών η Ελλάδα μπορούσε να απευθύνεται επιπλέον στην Ευρώπη αλλά και στην Κίνα.
Αν κανείς κοιτάξει τα οικονομικά ρεπορτάζ της δεκαετίας του 2000 θα διαπιστώσει το μεγάλο ενδιαφέρον με το οποίο αντιμετωπιζόταν ήδη από τότε η προοπτική να υπάρξουν μεγάλες κινεζικές επενδύσεις. Ούτως ή άλλως, ως προς τις εμπορικές σχέσεις η Κίνα είχε ήδη κατοχυρωθεί ως το μεγάλο εργοστάσιο του πλανήτη και σε εκείνη τη φάση έκανε τα βήματα για να κατοχυρωθεί ως χώρα όχι μόνο εξαγωγής εμπορευμάτων αλλά και κεφαλαίων.
Άλλωστε, εκείνα τα χρόνια αυτού του είδους οι οικονομικές σχέσεις θεωρούνταν αυτονόητες. Άλλωστε, οι «δυτικές» οικονομίες είχαν στηρίξει τη διαδικασία εισδοχής της Κίνας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου και η κινεζική εκδοχή καπιταλισμού που συνδύαζε την ελεύθερη αγορά, τη φτηνή εργασία και την διατήρηση του πολιτικού μονοπωλίου του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας αντιμετωπιζόταν απλώς ως μια ιδιαιτερότητα, όχι όμως και ως μια διαίρεση εντός της παγκοσμιοποίησης.
Αυτό οδήγησε σε μια σημαντική αναβάθμιση της κινεζικής οικονομικής παρουσίας στην Ελλάδα, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα την πώληση του μεγαλύτερου λιμανιού της χώρας στην κινεζική Cosco. Όμως, ακόμη και αυτή η επένδυση, αντιμετώπισε μεγάλες αντιδράσεις όχι ως προς τον γεωπολιτικό προσανατολισμό στον οποίο παρέπεμπε, όσο επειδή υπήρξε μεγάλη διαφωνία με την ίδια την ιδιωτικοποίηση μιας τόσο σημαντικής επένδυσης και επειδή υπήρξε φόβος ότι θα επερχόταν μια «κινεζοποίηση» των εργασιακών σχέσεων. Ούτε δεχόταν η χώρα κάποιου είδους «υπερατλαντικές» παραινέσεις να μην προχωρά σε τέτοια αναβάθμιση των οικονομικών σχέσεων με την Κίνα.
Η αλλαγή τοπίου και η ένταση του ανταγωνισμού ΗΠΑ και Κίνας
Τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 2010. Από τη μια η Κίνα κλιμάκωσε τη στρατηγική που ονόμασε «ένας δρόμος, μία ζώνη», που συχνά αναφέρεται και ως «οι νέοι δρόμοι του μεταξιού». Το βασικό στοιχείο της στρατηγικής της ήταν η έμφαση σε μεγάλες επενδύσεις σε διαμετακομιστικά δίκτυα, τις υποδομές και τους κόμβους τους, σε μια διαδρομή που ξεκινούσε από την Άπω Ανατολή και κατέληγε στη Δυτική Ευρώπη. Αυτό περιλάμβανε τόσο κινεζικές επενδύσεις, όσο και μεγάλες χρηματοδοτήσεις, για τη δημιουργία των έργων που θα συγκροτούσαν τους σχετικούς κόμβους, όπως λιμάνια, σταθμοί μεταφόρτωσης εμποροευματοκιβωτίων, σιδηροδρομικά δίκτυα.
Απέναντι σε αυτό οι ΗΠΑ θα αντιδράσουν κλιμακώνοντας αυτό που χαρακτηρίστηκε ως οι «νέοι εμπορικοί πόλεμοι». Παρότι φάνηκε ότι αιχμή του δόρατος ήταν οι άνισοι όροι εμπορίου που τροφοδοτούσαν το μεγάλο εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ απέναντι στην Κίνα που συγκεφαλαιώνονταν στις πολλαπλές τυπικές και άτυπες ενισχύσεις των κινεζικών επιχειρήσεων από το κινεζικό κράτος σε συνδυασμό με τα μεγάλα εμπόδια στην είσοδο ξένων επιχειρήσεων στην Κίνα, εντούτοις από ένα σημείο και μετά οι ΗΠΑ άρχισαν να ανησυχούν για τις κινεζικές επιχειρήσεις στο εξωτερικό.
Αυτό φάνηκε με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο στον τρόπο που αντιμετώπισαν την εταιρεία Huawei. Αντιμετώπισαν τη ναυαρχίδα της Κίνας στην αγορά των κινητών τηλεφώνων ως δυνάμει φορέα κατασκοπίας, στόχευσαν τα στελέχη της και έκαναν ό,τι μπορούσαν για να αποκλειστεί από την αγορά για τις υποδομές των δικτύων 5G, με όλη τη σημασία που έχουν όχι μόνο για την εξέλιξη της κινητής τηλεφωνίας αλλά και τεχνολογικών εξελίξεων της «επόμενης μέρας» όπως το “internet of things”. Αυτό περιλάμβανε και μονομερείς ενέργειες, όπως η απειλή κυρώσεων για όσες εταιρείες προμηθεύσουν την Huawei με ηλεκτρονικά τσιπ τελευταίας γενιάς, αλλά και πίεση προς άλλες χώρες να αποκλείσουν την κινεζική εταιρεία από τους διαγωνισμούς και τις προμήθειες για τις υποδομές 5G στην Ευρώπη, αν και οι περισσότερες χώρες, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τη Γερμανία, ως προς αυτό απέφυγαν να ευθυγραμμιστούν πλήρως με τις ΗΠΑ.
Παρότι η πολιτική αυτή εγκαινιάστηκε στην τρέχουσα εκδοχή της από τον Ντόναλντ Τραμπ, συνεχίζεται και από τον Τζο Μπάιντεν. Άλλωστε, έχει σαφές ότι και για την νέα κυβέρνηση η Κίνα ορίζεται ως ο βασικός «στρατηγικός ανταγωνιστής», κάτι που εξηγεί και τις αμερικανικές αντιδράσεις για τη νέα συμφωνία για τις επενδύσεις στην οποία κατέληξαν με την εκπνοή της περασμένης χρονιάς οι διαπραγματευτές της ΕΕ και της Κίνας.
Η πίεση φτάνει και στην Ελλάδα
Όλα δείχνουν ότι αυτός ο ανταγωνισμός μεταφέρεται στην Ελλάδα. Ο λόγος είναι ότι ως προς την κινεζική οικονομική παρουσία είμαστε σε ένα μεταίχμιο ως προς το πώς θα αναβαθμιστούν οι ελληνοκινεζικές οικονομικές σχέσεις. Η επίσημη ελληνική κυβερνητική θέση παραμένει ότι η χώρα μας ενδιαφέρεται να αναβαθμίσει ακόμη περισσότερο τη σχέση αυτή, τόσο με την έννοια της αναβάθμισης της παρουσίας ελληνικών επιχειρήσεων στην κινεζική αγορά, όσο και με αυτή της προσέλκυσης επενδύσεων. Όμως, την ίδια στιγμή φαίνεται ότι φτάνει και στην Ελλάδα η πίεση για όσο το δυνατόν μικρότερη κινεζική παρουσία. Δηλαδή, όλα δείχνουν ότι η αμερικανική πλευρά θα ήθελα να υποχωρήσει η βαρύτητα του κινεζικού παράγοντα στις επενδύσεις στην Ελλάδα και να υπάρξουν περισσότερες αμερικανικές επενδύσεις.
Τα σημεία που θα εστιάσει η αντιπαράθεση
Τον τόνο τον έδωσε ο ίδιος ο αμερικανός πρέσβης Τζέφρι Πάιατ, που υπογράμμισε τον περασμένο Ιούνιο σε συνέντευξη στην Καθημερινή ότι για την Κίνα ο Ελλάδα αντιπροσωπεύει μια κρίσιμη αιχμή στην προσπάθειά της να αποκτήσει ακόμη μεγαλύτερη παρουσία στην Ευρώπη, είναι «το “κεφάλι του δράκου” της πρωτοβουλίας “Belt and Road” στην Ευρώπη»
Ένα πρώτο σημείο που εστιάζεται η προσοχή είναι το τι θα γίνει με τον ΟΛΠ. Παρότι η Cosco έχει το 51% του ΟΛΠ, εντούτοις εκκρεμεί η μεταβίβαση ποσοστού 16%. Με βάση τη σύμβαση πώλησης η μεταβίβαση προϋποθέτει να ολοκληρώσει η εταιρεία πρώτα έναν κύκλο σημαντικών επενδύσεων. Όμως, αυτές δεν έχουν ακόμη γίνει, παρότι η Cosco υποστηρίζει ότι ο λόγος της καθυστέρησης είναι τα διάφορα εμπόδια που συναντά στην υλοποίηση των επενδύσεων.
Σε αυτό το φόντο, δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι γύρω από την καθυστέρηση στην απάντηση στο κινεζικό αίτημα δεν βρίσκεται μόνο το πρόβλημα με την μη υλοποίηση των συμφωνημένων επενδύσεων, αλλά και μια στάθμιση από την ελληνική κυβέρνηση ως προς το εάν είναι θεμιτό σε αυτή τη φάση να αναβαθμίσει ακόμη περισσότερο την παρουσία της Κίνας σε ένα τόσο στρατηγικό χώρο όπως είναι το λιμάνι του Πειραιά.
Όμως, για να μην θεωρήσουμε ότι όλα αυτά έχουν να κάνουν μόνο με γεωπολιτικές παραμέτρους, στην περίπτωση της Cosco έχουμε να κάνουμε και με αντιδράσεις που αφορούν τις αρνητικές επιπτώσεις του επιχειρηματικού της μοντέλου σε άλλες επιχειρήσεις και ευρύτερα στον οικονομικό και κοινωνικό περίγυρο του λιμανιού του Πειραιά.
Μάλιστα, στο ίδιο φόντο μπορεί κανείς να δει την σε εξέλιξη συζήτηση για τη δημιουργία του τέταρτου προβλήτα στα λιμάνι του Πειραιά. Η εταιρεία υποστηρίζει ότι θα αυξήσει τη συνολική ετήσια δυναμικότητα στα 10 εκατ. ΤΕU και θα επιτρέψει στο λιμάνι να διατηρήσει την αναπτυξιακή του δυναμική. Όμως, το σχέδιο αυτό είχε προκαλέσει μεγάλες αντιδράσεις από την τοπική κοινωνία και τοπικές επιχειρήσεις του ναυπηγοεπισκευαστικού τομέα που θεωρούν ότι η Cosco τις απειλούσε με συρρίκνωση. Τελικά τον Οκτώβριο του 2019 η Επιτροπή Σχεδιασμού Ανάπτυξης Λιμένων αποφάσισε να απορρίψει το συγκεκριμένο σχέδιο, προκαλώντας μεγάλες αντιδράσεις της κινεζικής πλευράς, που διαρκώς το επαναφέρει. Από την άλλη σε μια προσπάθεια να κατευναστούν αντιδράσεις, ύστερα και από σχετική γνωμοδότηση της Ρυθμιστικής Αρχής Λιμένων ότι η Cosco δεν μπορεί να αποκτήσει ναυπηγείο, η εταιρεία δεσμεύτηκε ότι δεν είναι αυτός ο σκοπός της. Η ελληνική κυβέρνηση και το αρμόδιο υπουργείο από τη μεριά τους επιμένουν ότι το βασικό είναι να υλοποιηθούν τα 11 «υποχρεωτικά» έργα που προβλέπονται στο master plan, όμως η κινεζική επιμένει και στην ανάγκη του τέταρτου προβλήτα, επαναφέροντας το αίτημα.
Για την κινεζική πλευρά αυτή είναι η κρίσιμη επένδυση για να μπορέσει να διατηρήσει υψηλή θέση στη συνολική διαχείριση εμπορευματοκιβωτίων ο Πειραιάς, διαφορετικά θα υποχωρήσει. Όμως, για την ελληνική πλευρά προέχουν άλλα έργα, η αποκατάσταση ισορροπιών τις τοπικές επιχειρήσεις, ιδίως της ναυπηγοεπισκευαστικής ζώνης και φυσικά ο συνυπολογισμός των άμεσων και έμμεσων αμερικανικών πιέσεων.
Πέραν αυτών, ο ίδιος ο Πάιατ, στη συνέντευξη που προαναφέραμε, υπογράμμισε το ενδιαφέρον των ΗΠΑ για τα λιμάνια της Ελευσίνας και της Αλεξανδρούπολης (όπου ούτως ή άλλως έχουν και παρουσία οι αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις), ενώ υπογράμμισε ότι τα ζητήματα που αφορούν τις αμυντικές προμήθειες της χώρας σημαίνουν ταυτόχρονα και δυνατότητες για συνεργασίες ανάμεσα σε ελληνικές και αμερικανικές επιχειρήσεις. Είναι σαφές ότι οι ΗΠΑ θα ήθελαν να δουν να σταματά η αναβάθμιση της κινεζικής παρουσίας σε έναν τόσο στρατηγικό χώρο όπως είναι τα λιμάνια.
Πιο άμεσο το αμερικανικό ενδιαφέρον για το χώρο των ναυπηγείων όπου ήδη υπάρχει η παρουσία της ΟΝΕΧ, συμφερόντων Πάνου Ξενοκώστα, στο Νεώριο Σύρου, προετοιμάζεται και ένα ενδιαφέρον για τα Ναυπηγεία Ελευσίνας και όλα αυτά με τη υποστήριξη της DFC που είναι η Εταιρεία Διεθνούς Αναπτυξιακής Χρηματοδότησης που έχει διαμορφώσει η αμερικανική κυβέρνηση για να μπορεί να ενισχύσει ποικιλότροπα επενδύσεις. Μιλώντας ο αμερικανός πρέσβης Τζέφρι Πάιατ στην Ελευσίνα είχε υπογραμμίσει ότι το αμερικανικό ενδιαφέρον συνδυάζει το αμιγώς οικονομικό με το στρατηγικό στοιχείο: «με την επένδυση της ΟΝΕΧ, η Ελευσίνα μπορεί να γίνει πάλι μια ευκολία παγκόσμιας κλάσης, για την υποστήριξη της αυξανόμενης μερίδας πλοίων LNG, του 6ου Αμερικανικού Στόλου, πλωτών δεξαμενών επανυγροποίησης φυσικού αερίου, αμυντικών και εμπορικών πλοίων και πλωτών κατασκευών.»
Μια σύνθετη αντιπαράθεση που δεν αφορά απλώς ΗΠΑ και Κίνα
Ωστόσο θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε ότι η αντιπαράθεση αφορά απλώς τις ΗΠΑ και την Κίνα. Μπορεί στην Ευρώπη να έχουν αντιδράσει αρνητικά στον «επιτακτικό» τρόπο με τον οποίο θέτουν οι ΗΠΑ τις απαιτήσεις τους, όμως ούτε στην Ευρώπη είναι απόλυτα ικανοποιημένοι με το κινεζικό μοντέλο επενδύσεων. Απηχήσεις αυτών των προβληματισμών μπορεί κανείς να δει και σε επιλογές της ελληνικής κυβέρνησης. Ενδεικτικός από αυτή την άποψη ο τρόπος με τον οποίο έχει καταστεί σαφές ότι η κινεζική πλευρά δεν μπορεί να διεκδικήσει και μερίδιο του ΔΕΔΗΕ όπως ήταν η αρχική της πρόθεση μετά την είσοδο στον ΑΔΜΗΕ.
Επιπλέον, στην Ελλάδα η γεωπολιτική διάσταση είναι ακόμη πιο σύνθετη, καθώς στον ανταγωνισμό ΗΠΑ και Κίνας και το ενδιαφέρον, ούτως ή άλλως, και των ευρωπαίων για κρίσιμες επενδύσεις, προστίθεται και η ρωσική παράμετρος. Δεν ήταν λίγοι αυτοί που έθεσαν αυτό το ερώτημα όταν ανακοινώθηκε ότι εταιρείες συμφερόντων του Ιβάν Σαββίδη απέκτησαν τον πλήρη έλεγχο του ΟΛΘ, σε μια περίοδο που εκφράστηκε και το ενδιαφέρον του ΟΛΘ για συμμετοχή στις ιδιωτικοποιήσεις άλλων λιμανιών.
Με αυτή την έννοια η διαχωριστική γραμμή γύρω από εξελίξεις όπως οι ιδιωτικοποιήσεις των λιμανιών Αλεξανδρούπολης, της Καβάλας, της Ηγουμενίτσας ή του αποθηκευτικού χώρου φυσικού αερίου στο παλαιό κοίτασμα «Νότια Καβάλα» είναι αρκετά πιο περίπλοκη θέτοντας από τη μία τις ΗΠΑ αλλά και ευρωπαϊκές χώρες και από την άλλη όχι μόνο την Κίνα αλλά και έμμεσα τη Ρωσία. Και βέβαια κάποιες φορές χρειάζεται αρκετό ψάξιμο για να δει κανείς πίσω από τις διάφορες επιχειρηματικές συμπράξεις και συνέργειες το όποιο γεωπολιτικό αποτύπωμα.