«Η Δικαιοσύνη, ως ανεξάρτητη λειτουργία και πυλώνας της Δημοκρατίας και του Κράτους Δικαίου, εκφράζεται αποκλειστικά και μόνον μέσα από τις ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένες αποφάσεις των αρμόδιων δικαστικών σχηματισμών- οι οποίες υπόκεινται σε έλεγχο κατά τον προβλεπόμενο από το νόμο τρόπο – και όχι από άτομα ή φορείς, που δικαιούνται μεν να διατυπώνουν τις σκέψεις τους και την προσωπική τους γνώμη δημόσια, δεν αποτελούν όμως θεσμοθετημένα δικαιοδοτικά όργανα», τονίζουν στην κοινή ανακοίνωσή τους, η πρόεδρος του Αρείου Πάγου Αγγελική Αλειφεροπούλου και ο εισαγγελέας του Ανωτάτου Δικαστηρίου Βασίλειος Πλιώτας με αφορμή τις πρόσφατες διαφωνίες και αντεγκλήσεις στους κόλπους των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών σχετικά με το περιεχόμενο πρόσφατου δελτίου Τύπου της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων για την υπόθεση του Δημήτρη Κουφοντίνα.
Με την τοποθέτησή της αυτή ηγεσία του Αρείου Πάγου επισημαίνει το αυτονόητο ότι η δικαιοσύνη μιλά με τις αποφάσεις των λειτουργών της που ασκούν στο πλαίσιο του Συντάγματος το δικαιοδοτικό τους έργο, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα το δικαίωμα σε άτομα ή φορείς, όπως εν προκειμένω η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, να διατυπώνουν δημόσια τη θέση τους , χωρίς να αποτελούν «θεσμοθετημένα δικαιοδοτικά όργανα».
Παράλληλα, η πρόεδρος και ο εισαγγελέας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στέκονται στο πλευρό των συναδέλφων τους που χειρίζονται την υπόθεση του Δημ. Λιγνάδη, απέναντι στο «κύμα» αμφισβήτησης και επικρίσεων που δέχονται στο πλαίσιο της άσκησης των καθηκόντων τους.
Ολόκληρη η κοινή ανακοίνωση της προέδρου και του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου έχει ως εξής :
Ενόψει αναφυεισών διαφωνιών και αντεγκλήσεων στους κόλπους των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών σχετικά με το περιεχόμενο πρόσφατου δελτίου τύπου της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, επισημαίνεται, ότι η Δικαιοσύνη, ως ανεξάρτητη λειτουργία και πυλώνας της Δημοκρατίας και του Κράτους Δικαίου, εκφράζεται αποκλειστικά και μόνον μέσα από τις ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένες αποφάσεις των αρμόδιων δικαστικών σχηματισμών – οι οποίες υπόκεινται σε έλεγχο κατά τον προβλεπόμενο από το νόμο τρόπο – και όχι από άτομα ή φορείς, που δικαιούνται μεν να διατυπώνουν τις σκέψεις τους και την προσωπική τους γνώμη δημόσια, δεν αποτελούν όμως θεσμοθετημένα δικαιοδοτικά όργανα.
Εξάλλου, με αφορμή διατυπούμενες δημοσίως επικρίσεις εναντίον δικαστικών εν γένει αρχών για το χειρισμό εκκρεμών υποθέσεων, τονίζεται ότι οι δικαστές και εισαγγελείς, έχοντας επίγνωση του ιδιαίτερου θεσμικού τους ρόλου και με διασφάλιση της ανεξαρτησίας τους από τις εγγυήσεις που τους παρέχει το Σύνταγμα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, επιτελούν την αποστολή τους, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, με εντιμότητα, αμεροληψία και αντικειμενικότητα, απερίσπαστοι και ανεπηρέαστοι από ευκαιριακά δυσμενή σχόλια, περιστασιακούς επαίνους ή άδικες επιθέσεις, όταν δέχονται αυτές υπό το μανδύα της κριτικής, αντιπαρερχόμενοι κάθε προσπάθεια επηρεασμού και αυτής ακόμη της προσωπικής τους στοχοποίησης, με νηφαλιότητα, θάρρος, γενναιότητα και αυτοπεποίθηση και με οδηγό, πάντοτε, το νόμο και τη συνείδησή τους.
Τυχόν αστοχίες ή και καταλογιστές υπαίτιες συμπεριφορές των ιδίων (δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών) υπόκεινται σε θεσμικό δικαστικό έλεγχο στα πλαίσια των προβλεπόμενων από το νόμο διαδικασιών.