Λίγο πριν γιορτάσει τα 102α γενέθλιά του ο Λόρενς Φερλινγκέτι έφυγε από τη ζωή.
Ο ποιητής και εκδότης της «Γενιάς Beat» που πέθανε στις 22 του περασμένου μήνα, συνιδρυτής του βιβλιοπωλείου και εκδοτικού οίκου «City Lights», ο συγγραφέας της ποιητικής συλλογής «Coney Island of the Mind» που πούλησε ένα εκατομμύριο αντίτυπα και ήταν σημαντικό έργο στον κανόνα των Beats – τόσο σημαντικό όσο και το «Στον Δρόμο» του Τζακ Κέρουακ –, δεν θεωρούσε τον εαυτό του Beat.
Lawrence Ferlinghetti died last week at age 101. He may be remembered for his City Lights imprint and bookstore, but he also helped create the sound of modern American poetryhttps://t.co/oEUGnrt7Tv
— Rolling Stone (@RollingStone) March 2, 2021
Σε συνέντευξη του που περιλαμβάνεται στο ντοκιμαντέρ «Ferlinghetti» του 2013 είχε ξεκαθαρίσει: «Ποτέ δεν ήμουν ένας Beat. Μόνο αφότου οι εκδόσεις City Lights εξέδωσαν το “Howl” του Άλεν Γκίνσμπεργκ κατέφθασαν οι Beats».
Η εμπνευσμένη από τη τζαζ ποίησή του διαβάζεται σαν συζήτηση, προσκαλεί τον ακροατή/αναγνώστη να ανταποκριθεί και γι’ αυτό και το έργο του το λάτρεψαν τόσοι πολλοί μουσικοί.
Για χρόνια πολλά, φίλος και συνεργάτης του Φερλινγκέτι ήταν ο Ντέιβιντ Άμραμ (David Amram), γνωστός από τα σάουντρακ ταινιών όπως «The Manchurian Candidate» και «Splendor in the Grass». Το 1995, ο Άμραμ συνέθεσε και έπαιξε συνοδεύοντας τον ποιητή σε ένα καινούργιο πρότζεκτ, μια ηχογράφηση του πρώτου βιβλίου του, τού «Pictures of the Gone World».
«Παίζοντας με τον Λόρενς, δεν υπήρχε περιθώριο να λαθέψεις» δήλωσε ο Άμραμ στο Rolling Stone.
«Σε όλη την ποίηση του Λόρενς, καταφέρνει να βάλει μέσα το συγκείμενο της αφήγησης μιας ιστορίας, οπότε νιώθεις ότι μέσα στο ποίημα μιλά σ’ εσένα.
Και βεβαίως, όπως σε όλη τη μεγάλη μουσική κάθε είδους, το ποίημα δεν αφηγείται μόνο μια ιστορία, αλλά βλέπεις και το πώς γίνεται η αφήγησή της.
Κι όταν βλέπεις τη δουλειά του, μοιάζει απατηλά απλή, αλλά στην πραγματικότητα όταν τη διαβάζεις εσύ ο ίδιος, μπορείς να τη διαβάζεις και να την ξαναδιαβάζεις, σαν ν’ ακούς Μπετόβεν ή Τσάρλι Πάρκερ· και βλέπεις ότι υπάρχει εκεί κάτι άλλο – μια αίσθηση δομής και χρόνου και ρυθμού».
Ο Άμραμ όπως αναφέρει σχετικά το ΑΠΕ, ήταν καινοτόμος-κλειδί ως προς την εισαγωγή, σε περφόρμανς με τον Τζακ Κέρουακ από τη δεκαετία του 1950, ενορχήστρωσης στο είδος ποίησης που ξέρουμε ως «jazz poetry».
Αναφερόμενος στη συνεργασία του με τον Φερλινγκέτι, λέει:
«Το καλό με τον Λόρενς ήταν ότι ήταν σε θέση να το προσεγγίσει αυθόρμητα και να μ’ αφήσει να κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ. Νομίζω ότι ήξερε ότι προσπαθούσα να κάνω κάτι που, αν όλα πήγαιναν καλά, θα ταίριαζε στο ποίημα και θα άφηνε χώρο – αντί να έχεις μουσική να αλέθει λες και είσαι σ’ έναν ανελκυστήρα ή σ’ ένα σουπερμάρκετ, να προσπαθείς να την έχεις περιστασιακά και να είναι κάτι που θα είναι μέρος ολόκληρης της ιστορίας».
Στο διάβα των χρόνων, ο Λόρενς Φερλινγκέτι μοιράστηκε τη σκηνή συναυλιών με πολλούς σπουδαίους μουσικούς: με τους Grateful Dead, στο θρυλικό «Human Be-In» του 1967 στο Golden State Park· στο «The Last Waltz», την ταινία του Μάρτιν Σκορσέζε του 1978 για την αποχαιρετιστήρια συναυλία των The Band, όπου απήγγειλε το ποίημά του «Last Prayer»·
Στο φεστιβάλ Litquake, όπου στις 2 Οκτωβρίου του 2010, στο Herbst Theatre του Σαν Φρανσίσκο, του δόθηκε το βραβείο Barbary Coast Award και η Πάτι Σμιθ τραγούδησε προς τιμήν του το «Wing».
στο ίδιο φεστιβάλ, ο Τομ Γουέιτς απήγγειλε, παίζοντας πιάνο, το ποίημα του Λόρενς Φερλινγκέτι «Fire Men» – τη στιγμή διέσωσε ένας από το κοινό και την ανέβασε στο YouTube ( https://www.youtube.com/watch?v=8u6WFtpMB7k&t=62s ). Οι μουσικοί είχαν το έργο του Φερλινγκέτι ως πηγή έμπνευσής τους και τον θεωρούσαν ταίρι τους.