Οι τελευταίες κυρώσεις που επέβαλε η ΕΕ στη Ρωσία με αφορμή την υπόθεση του Αλεξέι Ναβάλνι δεν αφορούν τον Nord Stream 2 – τον αγωγό φυσικού αερίου ο οποίος, όπως σημειώνει και η γαλλική «Le Monde», «σπέρνει τα ζιζάνια της διαφωνίας στην Ευρώπη». «Πρόκειται για ένα εμπορικό έργο, δεν έχουμε τίποτα να συζητήσουμε γι’ αυτό», δήλωσε ένας από τους συμμετέχοντες στη σύνοδο των υπουργών Εξωτερικών, στις 22 Φεβρουαρίου, που αποφάσισε τις κυρώσεις.
«Για την Ευρωπαϊκή Ενωση εν συνόλω, ο Nord Stream δεν συμβάλλει στην ασφάλεια της εφοδιαστικής αλυσίδας», έλεγε και η επικεφαλής της υπηρεσίας της Κομισιόν για ζητήματα Ενέργειας, Ντίτε Γιουλ Γιόργκενσεν, απευθυνόμενη στην αρμόδια επιτροπή της Ευρωβουλής. Μάλιστα, πέταξε το μπαλάκι στο Βερολίνο, νίπτοντας ουσιαστικά τα χείρας της: «Πρακτικά, η διακοπή της κατασκευής θα απαιτούσε μια απόφαση σε εθνικό επίπεδο, δεν μπορεί να γίνει σε ευρωπαϊκό», είπε.
Είναι αλήθεια, βεβαίως, ότι οι ευρωβουλευτές ζήτησαν από τους ηγέτες των «27» να σταματήσουν τον Nord Stream 2. Αυτοί όμως δεν έτειναν ευήκοον ους, είτε διότι συνεχίζουν να βλέπουν θετικά τον αξίας 9,5 δισ. ευρώ και μήκους 1.200 χιλιομέτρων αγωγό είτε επειδή δεν έχουν πρόθεση να τα «σπάσουν» με τη Γερμανία σε αυτό το θέμα. Κάτι που είναι πολύ πιθανό να συμβεί, από τη στιγμή που σχεδόν το σύνολο του πολιτικού κόσμου της χώρας – με εξαίρεση τους Πράσινους και μεμονωμένα στελέχη των υπόλοιπων κομμάτων – καθώς και των επιχειρήσεων επιθυμούν τη λειτουργία του, που θα διασφαλίσει επιπλέον 55 δισ. κυβικά αερίου ετησίως (όσα και ο Nord Stream 1, ο οποίος λειτουργεί ήδη).
Οπως αναφέρει η «Le Monde», η σύνοδος των υπουργών Εξωτερικών «αποτύπωσε την αέναη διαμάχη ανάμεσα στις αξίες και τα συμφέροντα, με τον Γερμανό Χάικο Μάας, απευθυνόμενο στους ευρωπαίους εταίρους του, να επισημαίνει πως περίπου 150 γερμανικές επιχειρήσεις, όπως και αρκετές γαλλικές, αυστριακές και ολλανδικές, εμπλέκονται στην ολοκλήρωση ενός έργου το οποίο, στην περίπτωση που εγκαταλειφθεί, θα οδηγήσει στην απώλεια πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ, που κυριολεκτικά θα έχουν πεταχτεί στη θάλασσα. Προφανώς δε, ο Μάας υπενθύμισε ότι οι εργασίες έχουν προχωρήσει κατά σχεδόν 94% και θα ήταν παράλογο να μην ολοκληρωθούν. Ακόμη και από περιβαλλοντικής άποψης, καθώς η «πράσινη ενέργεια» θα χρειαστεί πολλά ακόμη χρόνια για να πάρει το πάνω χέρι.
Συγκρούσεις με Γερμανούς
Φυσικά, με τα γερμανικά συμφέροντα συγκρούονται τα αντίστοιχα άλλων χωρών. Οπως για παράδειγμα της Ουκρανίας, η οποία μπορεί μεν να μην είναι μέλος της ΕΕ, όμως βλέπει να την υποστηρίζουν ενθέρμως μια σειρά χώρες, όπως η Πολωνία και οι τρεις της Βαλτικής. Η αντίδραση του Κιέβου – που επιμένει ότι μπορεί να καλύψει και με το παραπάνω τις ανάγκες της Ευρώπης – είναι εύλογη, καθώς από τα περίπου 200 δισ. κυβικά μέτρα φυσικού αερίου που εξάγει η Gazprom προς τις ευρωπαϊκές αγορές, περίπου το 40% διήλθε από το έδαφος της Ουκρανίας, αφήνοντας στα δημόσια ταμεία της (πρακτικά χρεωκοπημένης) χώρας πολύτιμο συνάλλαγμα.
Ιδιαίτερος – και καθοριστικός – είναι ο ρόλος των ΗΠΑ. Αξίζει να σημειωθεί ότι η αντίθεση στον Nord Stream 2 είναι από τα ζητήματα που ενώνουν τον Τζο Μπάιντεν με τον προκάτοχό του, Ντόναλντ Τραμπ, με αμφότερους να υποστηρίζουν ότι η Ευρώπη οφείλει να αποφύγει την αύξηση της ενεργειακής εξάρτησής της από τη Μόσχα – και, ταυτόχρονα, ότι πρέπει να στηριχθεί η Ουκρανία, ως στρατηγικής σημασίας σύμμαχος της Δύσης.
Φαίνεται, όμως, ότι υπάρχει ένας ακόμη λόγος που κάνει τους Αμερικανούς να επιμένουν: Η πρόθεσή τους να πουλήσουν οι ίδιοι στην Ευρώπη ακόμη περισσότερο «φυσικό αέριο της ελευθερίας», όπως ονομάζουν αυτό το οποίο προέρχεται από την εκμετάλλευση των σχιστολιθικών κοιτασμάτων τους. Μάλιστα, πληροφορίες αναφέρουν ότι ο Τραμπ είχε καταθέσει συγκεκριμένη προσφορά – να συμφωνήσει στον Nord Stream 2, με αντάλλαγμα τη δέσμευση των Ευρωπαίων να αγοράζουν συγκεκριμένες ποσότητες αμερικανικού LNG, αλλά και να κατασκευάσουν τις απαιτούμενες εγκαταστάσεις για την υποδοχή και αποθήκευσή του – την οποία φαίνεται να μην έχει απορρίψει ο διάδοχός του…
Οφείλουμε να διαπιστώσουμε, πάντως, ότι η απειλή των αμερικανικών κυρώσεων έχει πιάσει τόπο. Ηδη, σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, 18 μεγάλες εταιρείες έχουν διακόψει τη συνεργασία τους με την κοινοπραξία του αγωγού, το 50% της οποίας ανήκει στην Gazprom. Ανάμεσά τους και ηχηρά ονόματα, όπως των Munich Re, AXA, Aegis, Zurich Insurance, Baker Hughes κ.λπ.
Γερμανοί και Ρώσοι θα επιμείνουν, όμως – και έτσι, η υπόθεση έχει μέλλον.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΝΕΑ