Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο πολιτικός που χάραξε όσο κανείς άλλος την πορεία της Ελλάδας στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, χάρη στη διορατικότητα, τη σύνεση και κυρίως στο αίσθημα ευθύνης που τον χαρακτήριζαν απέναντι στη χώρα και τον λαό της, δεν μιλούσε πολύ. Προτιμούσε να ακούει και να πράττει.
Το δωρικό του ύφος παραμένει στη συλλογική μνήμη του ελληνικού λαού, άλλωστε ακόμα και οι αντίπαλοί του τον αποκαλούσαν «ο μεγάλος σιωπηλός».
Ως εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα, υπάρχουν μερικές κουβέντες που εκστόμισε, οι οποίες έχουν μείνει στην Ιστορία του τόπου. Φράσεις οι οποίες συμπυκνώνουν την ουσία της εκάστοτε πολιτικής και κοινωνικής κατάστασης που επικρατούσε στη χώρα, ιδωμένης μέσα από το φίλτρο του μεγάλου έλληνα πολιτικού.
Για να κυβερνήσω με Δικαιοσύνη στέγνωσα την ψυχή μου
Ο παλαιός Πρόεδρος της Δημοκρατίας και μακρόχρονος συνεργάτης του Καραμανλή, Κωνσταντίνος Τσάτσος, έγραψε ότι το κύριο χαρακτηριστικό του μεγάλου μακεδόνα πολιτικού ήταν η αίσθηση του χρέους για τη χώρα του.
Το «πάθος του χρέους για το Έθνος», όπως έλεγε, έκανε τον Καραμανλή να καταπνίξει τους συναισθηματισμούς του και να θυσιάσει αγαπητά πρόσωπα για χάρη της αποστολής του.
Στον Κωνσταντίνο Τσάτσο είναι άλλωστε που θα πει ο Καραμανλής την σπαρακτική εκείνη φράση «Για να κυβερνήσω με Δικαιοσύνη στέγνωσα την ψυχή μου».
Ο ίδιος ο Τσάτσος αποφαίνεται, πάντως, με ευαισθησία ότι η φράση αυτή είναι «εν μέρει μόνο αληθινή» καθώς ισχύει μεν για τον κυβερνήτη Καραμανλή αλλά «όχι για τον άνθρωπο» Καραμανλή.
Πράγματα που γίνονται χωρίς να λέγονται και που λέγονται χωρίς να γίνονται
Αναμφίβολα, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ήταν άνθρωπος των πράξης. «Ανήκω στη σχολή εκείνων οι οποίοι πιστεύουν ότι η πολιτική γίνεται περισσότερο με πράξεις και λιγότερο με λόγους» είχε δηλώσει κάποτε.
Κατάφερε, ωστόσο, να συνοψίσει με τον καλύτερο τρόπο τη διασύνδεση λόγων και έργων στην πολιτική όταν τον Φεβρουάριο του 1975 είπε στη Βουλή:
«Στην πολιτική υπάρχουν πράγματα τα οποία γίνονται χωρίς να λέγονται, όπως υπάρχουν και πράγματα τα οποία λέγονται χωρίς να γίνονται».
Την εγκυρότητα του αποφθέγματος επιβεβαιώνουν έκτοτε όλοι πολιτικοί που πλησίασαν στο καμίνι της εξουσίας.
Ποιος κυβερνά επιτέλους αυτό τον τόπο;
Το βράδυ της 22ης Μαΐου του 1963 ακροδεξιοί παρακρατικοί επιτίθενται με ένα τρίκυκλο στον βουλευτή της Αριστεράς Γρηγόρη Λαμπράκη στη Θεσσαλονίκη και τον τραυματίζουν θανάσιμα μπροστά σε δεκάδες χωροφύλακες οι οποίοι παρατηρούν αμέτοχοι το περιστατικό. Τρία εικοσιτετράωρα μετά, και ενώ ο Λαμπράκης παραμένει στη ζωή με μηχανικά μέσα, ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής θα ζητήσει εξηγήσεις από τον Διοικητή της ΚΥΠ, Αλέξανδρο Νάτσινα.
«Πολλά πράγματα έχουν γίνει εν αγνοία μου τον τελευταίο καιρό… Θέλω να μάθω, κύριε Νάτσινα, ποιός κυβερνά επιτέλους αυτό τον τόπο;» θα ρωτήσει ο Καραμανλής χτυπώντας τη γροθιά του στο τραπέζι, σύμφωνα με τη μαρτυρία του δημοσιογράφου Γιάννη Βούλτεψη.
Ο Καραμανλής δεν πήρε ποτέ απάντηση αλλά το επίμονο ερώτημα έμελλε να αναπαραχθεί αμέτρητες φορές συμβολίζοντας τη διαχρονική δράση του παρακράτους αλλά και τις παρεμβάσεις του «εξωτερικού παράγοντα» στην πολιτική ζωή της χώρας.
Ανήκομεν εις την Δύσιν
Ο πρωθυπυοργός Κωνσταντίνος Καραμανλής υποβάλλει στις 12 Ιουνίου του 1975 αίτηση για πλήρη ένταξη της Ελλάδος στην τότε ΕΟΚ. Τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς δηλώνει στη Βουλή ότι η κυβέρνηση «ερμηνεύουσα το αίσθημα της μεγάλης πλειοψηφίας του ελληνικού λαού διεκήρυξεν ευθύς εξαρχής ότι η χώρα μας ανήκει εις στην Δύσιν και ειδικότερα εις την Δυτικήν Ευρώπη».
Η φράση αυτή θα αποτελέσει πεδίο έντονης αντιπαράθεσης με τον Ανδρέα Παπανδρέου ο οποίος διαφωνούσε τότε έντονα με την προοπτική της ένταξης της χώρας στην ΕΟΚ. Μάλιστα, δύο χρόνια αργότερα ο ίδιος ο Κωνσταντίνος Καραμανλής θα παρέμβει σε κοινοβουλευτική συζήτηση στηλιτεύοντας δημοσίως τον Ανδρέα Παπανδρέου για τη συνεχή κριτική του στη συγκεκριμένη αναφορά.
«Με συγχωρείτε ! Γιατί το επαναλαμβάνετε, το ανήκομεν εις την Δύσιν; Βεβαίως ανήκομεν εις την Δύσιν. Η Ελλάς, θέλετε από παράδοση θέλετε από συμφέροντα, ανήκει στον δυτικό κόσμο» είπε ο μεγάλος έλληνας πολιτικός απευθυνόμενος στον Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος επέμεινε απαντώντας του; «Προτιμούμε να ανήκομεν εις τους Έλληνες».
Όπως εξηγεί, όμως, ο ιστορικός Κωνσταντίνος Σβολόπουλος ο Καραμανλής είχε ξεκαθαρίσει στη Βουλή πως με την ιστορική αυτή φράση δεν υπονοούσε σε καμία περίπτωση ότι είμαστε «αιχμάλωτοι της Δύσης».
Χρόνια αργότερα ο ίδιος ο Καραμανλής θα επανέλθει αποκαλυπτικά αλλά και υπερήφανα: «έβαλα τους Έλληνες στην Ευρώπη εναντίον της θελήσεώς τους», αναφερόμενος στο κύμα λαϊκισμού που σάρωνε τη χώρα την περίοδο εκείνη χάρη στην αντιδυτική ρητορεία που Ανδρέα Παπανδρέου ο οποίος είχε αρχίσει να καλπάζει προς την εξουσία. Μια ρητορεία που (ευτυχώς για όλους μας) αποδείχθηκε γράμμα κενό, όπως άλλωστε αποδείχτηκε και στα μετέπειτα χρόνια, με τελευταίο χαρακτηριστικό παράδειγμα την ελληνική χρεωκοπία του 2010…
Όταν λέμε ισόβια, εννοούμε ισόβια
Ήταν 29 Αυγούστου του 1975 στη Δράμα όταν ο Καραμανλής είπε τη διάσημη αυτή φράση απευθυνόμενος σε αξιωματικούς μετά από την στρατιωτική άσκηση Πτολεμαίος.
Τέσσερις ημέρες νωρίτερα το υπουργικό συμβούλιο της κυβέρνησής του είχε αποφασίσει να μετατρέψει σε ισόβια την θανατική ποινή που επέβαλε η ελληνική δικαιοσύνη στους πρωταίτιους της Χούντας Γεώργιο Παπαδόπουλο, Στυλιανό Παττακό και Νικόλαο Μακαρέζο.
Η μετατροπή της ποινής είχε προκαλέσει σφοδρότατες πολιτικές αντιδράσεις από το σύνολο σχεδόν της αντιπολίτευσης αλλά ο Καραμανλής προέκρινε τη νηφάλια τιμωρία από μια οργισμένη εκδίκηση που θα εξίσωνε τη – νεαρή τότε- Δημοκρατία με τις μεθόδους των αρνητών της.
«Όταν ομιλούμε για ισόβια δεσμά, εννοούμε ισόβια δεσμά» είπε ο Καραμανλής και διαβεβαίωσε ότι μοναδικό κριτήριο της απόφασής τους ήταν η κατοχύρωση «της Δημοκρατίας και της γαλήνης του τόπου».
Θα προτιμούσα δέκα φορές να με είχαν δολοφονήσει
Τα ξημερώματα της Παρασκευής 6 Φεβρουαρίου του 1965 η Βουλή υπερψήφισε – μετά από πρόταση της ΕΔΑ και σύμφωνη γνώμη των βουλευτών της Ένωσης Κεντρώων – την παραπομπή του τέως πρωθυπουργού Κώστα Καραμανλή (μαζί με πρώην υπουργούς της ΕΡΕ) σε ανακριτική επιτροπή της Βουλής για υπόθεση συμβάσεων της ΔΕΗ. Μια υπόθεση την οποία δεν είχε χειριστεί απευθείας ο Καραμανλής αλλά οι υπουργοί του.
Αυτοεξόριστος τότε στο Παρίσι ο Καραμανλής πληροφορήθηκε από το ραδιόφωνο ότι η ελληνική Βουλή άνοιγε ουσιαστικά το δρόμο για την παραπομπή του σε Ειδικό Δικαστήριο.
«Σκεφθήκατε ποτέ την οδύνη που εδοκίμασα το πρωινό που τα ξένα ραδιόφωνα μετέδιδαν την είδηση ότι η ελληνική Βουλή απεφάσισε την παραπομπήν μου και μάλιστα για πράξεις ατιμωτικές;» θα γράψει αργότερα σε επιστολή του στον Κωνσταντίνο Τσάτσο και θα προσθέσει ανατριχιαστικά: «θα προτιμούσα δέκα φορές να με είχαν δολοφονήσει».
Όταν ο συνεργάτης και φίλος του Τάκης Λαμπρίας τον ρώτησε ποια ήταν η πικρότερη απογοήτευση της ζωής του ο Καραμανλής απάντησε ότι η «πρώτη και εντονότερη» ήταν όταν αποτόλμησαν να τον παραπέμψουν στο Ειδικό Δικαστήριο για μια «ολοφάνερη σκευωρία».
«Έλειπα από τον τόπο μου· δεν είχα τη δυνατότητα να αμυνθώ. Και έβλεπα ένα κόμμα μεγάλο, μιαν ολόκληρη κυβέρνηση, να απεργάζονται την πολιτική μου δολοφονία· να επιχειρούν να με ταπεινώσουν και διεθνώς. Ήταν πολύ βαρύ για να το ανθέξω ασυγκίνητος» του εκμυστηρεύτηκε.
Τελικά η υπόθεση έκλεισε οριστικά στις 17 Ιουνίου του ίδιου έτους όταν η Βουλή αποφάσισε πως τα τυχόν αδικήματα είχαν παραγραφεί.
Έναν πρωθυπουργό δεν τον στέλνεις φυλακή· τον στέλνεις σπίτι του
Μια από τις μεγαλύτερες πολιτικές απογοητεύσεις του Κωνσταντίνου Καραμανλή ήταν η απόφαση του Ανδρέα Παπανδρέου να μην ανανεώσει το 1985 τη θητεία του στην Προεδρία της Δημοκρατίας, παρόλο που τον είχε διαβεβαιώσει για το αντίθετο, όπως άλλωστε έκανε και δημοσίως το προηγούμενο διάστημα.
Ωστόσο, σε ένα ακόμα δείγμα της μεγαθυμίας του την περίοδο 1989-90 ο σπουδαίος έλληνας πολιτικός εξέφρασε δημοσίως τη διαφωνία του για την απόφαση της ΝΔ και του Ενιαίου Συνασπισμού να στείλουν τον Ανδρέα Παπανδρέου στο Ειδικό Δικαστήριο για το σκάνδαλο Κοσκωτά.
«Έναν τέως πρωθυπουργό δεν τον στέλνεις φυλακή· τον στέλνεις σπίτι του» φέρεται να διεμήνυσε στην ηγεσία της ΝΔ, αν και χρόνια μετά ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης υποστήριξε ότι ο Καραμανλής δεν του ανέφερε ποτέ το παραμικρό για την παραπομπή του Ανδρέα Παπανδρέου.
Έξω πάμε καλά, μέσα δεν πάμε καλά
Το μεσημέρι της 17ης Νοεμβρίου του 1976 ο Καραμανλής επιστρέψει στην Αθήνα μετά από εξαήμερη περιοδεία στις Βρυξέλλες, το Παρίσι και τη Βιέννη. Στο αεροδρόμιο του Ελληνικού οι δημοσιογράφοι τον ρωτούν σχετικά με τα αποτελέσματα των επαφών του με τους ξένους ηγέτες.
«Έξω πάμε καλά» απαντά αποφθεγματικά παραπέμποντας στην πλήρη στήριξη του προέδρου της Γαλλίας Βαλερί Ζισκάρ Ντ’ Εστέν στην ελληνική προσπάθεια ένταξης στην ΕΟΚ αλλά και στο θετικό κλίμα το οποίο συνάντησε στις πρωτεύουσες του Βελγίου και της Αυστρίας.
Ο Καραμανλής αντιπαρέβαλε, όμως, αυτή τη θετική εικόνα με το… μέσα φωτογραφίζοντας την οξύτατη κριτική που δεχόταν η κυβέρνηση του από την αντιπολίτευση και τον Τύπο.
«Μέσα δεν πάμε καλά. Και υπάρχει κίνδυνος από μέσα να καταστρέψουμε όσα επιτυγχάνουμε έξω» συμπλήρωσε και οι φράσεις του έμειναν ανεξίτηλες στο πολιτικό λεξιλόγιο του τόπου.
Ένα απέραντο φρενοκομείο
Είναι οι πρώτες ημέρες του 1989. Ο Καραμανλής «ιδιωτεύει» στην κατοικία του στην Πολιτεία και δεν αναμειγνύεται στη δημόσια ζωή. Μετά από χρόνια σιωπής, αποφασίζει, όμως, να σχολιάσει τα τετκταινόμενα.
«Τα πρωτοφανή γεγονότα που σημειώνονται τον τελευταίο καιρό στον τόπο μας δημιουργούν την εντύπωση ότι η Ελλάς μετεβλήθη σε απέραντο φρενοκομείο» λέει και η φράση του ερμηνεύεται ποικιλοτρόπως.
Ορισμένοι υποστήριξαν ότι αφορμή στάθηκε η πρόταση βουλευτών του ΠΑΣΟΚ τον καλέσουν ως μάρτυρα στην Βουλή για το σκάνδαλο Κοσκωτά γιατί είχε συναντήσει κάποτε τον μεγαλοτραπεζίτη σε μια δεξίωση. Άλλοι θεώρησαν ότι αναφερόταν στις παράδοξες πολιτικές ζυμώσεις της ΝΔ με τον Συνασπισμό και κάποιοι είπαν ότι εκδήλωσε την αντίρρησή του στην πρόσφατη τότε υιοθέτηση του εκλογικού συστήματος της απλής αναλογικής. Γεγονός είναι πάντως ότι με την καίρια διαπίστωση του Σερραίου πολιτικού δεν διαφώνησε ποτέ κανείς.
Δεν υπάρχει παρά μια Μακεδονία και η Μακεδονία αυτή είναι ελληνική
Ο Καραμανλής δεν εκδήλωνε εύκολα τα συναισθήματά του. Ίσως η μοναδική φορά που συνέβη αυτό δημοσίως ήταν το 1992 κατά τη διάρκεια της τελευταίας προεδρικής θητείας του, εν μέσω της τρικυμίας που είχε ξεσπάσει για το «Μακεδονικό ζήτημα».
«Ελπίζω ότι οι σύμμαχοι και συνεταίροι μας θα καταλάβουν επιτέλους ότι δεν υπάρχει παρά μια Μακεδονία. Και η Μακεδονία αυτή είναι ελληνική» δήλωσε βουρκωμένος από το αεροδρόμιο Μακεδονία στον τηλεοπτικό φακό.
Ο Μακεδόνας πολιτικός ήταν τότε 85 ετών και όπως σημειώνει ο Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, λίγες ημέρες αργότερα αποκλείστηκε τελεσίδικα, για λόγους υγείας, η δυνατότητα περιοδείας του στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες για το ονοματολογικό.