ΗΠελοποννησιακή Γερουσία συγκροτήθηκε στις 26 Μαΐου 1821 στην Μονή Καλτεζών, αλλά από την επομένη ορίσθηκε ως έδρα της η Στεμνίτσα. Στις 30 Μαΐου η Γερουσία εξέδωσε την εκτενέστερη εγκύκλιό της, που, ύστερα από μία εμφατική αναφορά, στο πρώτο άρθρο, στην ανάγκη «αγάπης και ομονοίας, αδόλου και χριστιανικής», προέβλεπε μεταξύ άλλων την απαγόρευση του εμπορίου για προσωπικό όφελος. Οι παραβάτες θα τιμωρούνταν με δήμευση της περιουσίας τους «διά λογαριασμόν του κοινού». Την ίδια ημέρα, σε άλλη εγκύκλιό της, η Γερουσία επανέρχεται στην απαίτησή της να συμμετάσχουν στον αγώνα όλοι οι ικανοί να φέρουν όπλα. Σε περίπτωση που ένα άτομο ή ολόκληρο χωριό δεν θα ανταποκρινόταναν στην έκκληση αυτή, η Γερουσία προστάζει τους κατά επαρχίαν εφόρους «να τους παιδεύητε σκληρώς παίρνοντάς τους τα άρματα και εξουσιάζοντες όλον τους το πράγμα, το οποίον οι έφοροι θα φυλάττητε διά λογαριασμόν του κοινού». Το τελευταίο σωζόμενο έγγραφο που εξέδωσε η Πελοποννησιακή Γερουσία από τη Στεμνίτσα είναι μία επιστολή προς τους πολεμιστές στη Μάχη του Λάλα. Φέρει την ημερομηνία 13 Ιουνίου 1821. Στις 20 Ιουνίου έφτασε στην Υδρα ο Δημήτριος Υψηλάντης, ο οποίος ανέλαβε λίγο αργότερα την αρχιστρατηγία των επαναστατημένων Ελλήνων, θέση που τον έφερε σε σύγκρουση με τοπικούς πολιτικούς και στρατιωτικούς άρχοντες, που λίγο έλειψε να υπονομεύσει τον αγώνα και αποτέλεσε το πρώτο ισχυρό προμήνυμα των μελλοντικών εμφυλίων διενέξεων.

Ιστορικές επέτειοι, με την τελετουργική τους υποβλητικότητα, διακόπτουν τη ροή του καθημερινού χρόνου και προάγουν μία διαφορετική από τη συνήθη σύλληψη και βίωση της χρονικότητας ως ευθύγραμμης φοράς: το ιστορικό παρελθόν, μέσω της πανηγυρικής του (και ως εκ τούτου πρωτίστως βιωματικής, μάλλον, παρά αυστηρά ορθολογικής) ανάκλησης/ανάμνησης στο παρόν, στο εκάστοτε «σήμερα», αποκτά την δυναμική ενός παραδειγματικού προτύπου που υποδεικνύει τρόπους δράσης και νοηματοδότησης οι οποίοι τείνουν να υπερβαίνουν την λογοκρατούμενη αντίληψη της ροής του χρόνου και συνεπώς επιβάλλονται, έστω προσωρινά, ως πέραν του ευθύγραμμου χρόνου υποδείγματα, υποδείγματα δηλαδή επαναλαμβανόμενα, άρα και σχετικά με το μέλλον κάθε, τοπικής ή ευρύτερης, κοινότητας. Η τελετουργική διάσταση της ανα-βίωσης αυτών των προτύπων ενισχύει την συμβολική τους αξία και τα καθιστά ιδιαιτέρως σημαντικά για την διαμόρφωση και ενίσχυση του φαντασιακού της συγκεκριμένης κάθε φορά κοινότητας.

Πολλοί είναι οι τέτοιου είδους τρόποι και τα υποδείγματα λειτουργίας της ιστορίας και των φορέων, ατομικών και συλλογικών, που η συγκεκριμένη επέτειος ανακαλεί. Θα ήθελα, ωστόσο, να περιορισθώ στα εξής, που άλλωστε έχουν κατά τη γνώμη μου μία εξαιρετική επικαιρότητα: η Ελληνική Επανάσταση, παρά τις πολύ σημαντικές εμφύλιες συγκρούσεις και τις κοινωνικές και τοπικές διαφορές που την καθιστούσαν περίπλοκο και πολυεπίπεδο εγχείρημα, κατέληξε να γίνει υπόθεση του γενικού συνόλου, υπόθεση του κοινού: απλών ανθρώπων, αγράμματων, του κλήρου (δεν είναι τυχαίες οι συνεχείς αναφορές στην θρησκευτική παράδοση των Ελλήνων σε αφηγήσεις αγωνιστών της επανάστασης αλλά και σε επίσημα έγγραφα), λογίων, αγροτών, καραβοκύρηδων κ.ά. Η επιτυχία της Επανάστασης ήταν βεβαίως πρωτίστως κατόρθωμα των απλών ελλήνων πολεμιστών, που συχνά είχαν προτάγματα κοινωνικά το ίδιο ισχυρά όσο και εθνικά, αλλά οφείλει επίσης πολλά και στη διεθνοποίηση του Αγώνα, την ανάδειξή του σε παγκόσμιο επίπεδο, και την ενίσχυσή του, πρακτικά αλλά κυρίως ηθικά, από τους φιλέλληνες. Αυτοί, υπό την επίδραση της Ρομαντικής ερμηνείας της πολιτισμικής παράδοσης της Ελλάδας, απέβλεπαν σε αυτό που στο φαντασιακό τους, όπως και στο φαντασιακό πολλών Ελλήνων της εποχής, αναδυόταν ως «αναγέννηση» του ελληνικού «γένους» και του «ένδοξου» παρελθόντος του. Οι Ελληνες τότε (όπως ενίοτε και στις ημέρες μας) έπρεπε να αγωνιστούν και σε επίπεδο πνευματικό, πολιτισμικό, για να αναχαιτίσουν την εξίσου έντονες μη φιλελληνικές τάσεις αρκετών Ευρωπαίων. Πολλές ήταν οι προκαταλήψεις εναντίον τους. Ταξιδιώτες στην Ελλάδα του 18ου και του 19ου αιώνα (όπως π.χ. ο περιβόητος Jakob Bartholdy, σφοδρός αντίπαλος του Κοραή) όχι σπάνια αναφέρονταν στους σύγχρονους Ελληνες με άκρως υποτιμητικούς όρους. Ενας βρετανός περιηγητής στις αρχές του 19ου αι. (ο Robert Finch) δεν δίσταζε να περιγράψει τους Ελληνες σαν πιθήκους (ακριβέστερα, …μπαμπουίνους!). Ακόμη και ο λόρδος Βύρων, τo 1810, πριν μεταμορφωθεί σε ένθερμο φιλέλληνα, περιέγραφε τους Ελληνες σαν «απατεώνες με όλα τα ελαττώματα των Τούρκων, αλλά χωρίς τη γενναιότητά τους». Χρειάστηκε πολλή δουλειά εκ μέρους πνευματικών ανθρώπων, ξένων και Ελλήνων, όπως ο Αδαμάντιος Κοραής, προκειμένου τέτοιου είδους προκαταλήψεις να ηττηθούν.

ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΚΑΙ ΠΑΡΟΝ

Σήμερα, η Ελλάδα διέρχεται μία από τις δυσκολότερες περιόδους στη μεταπολιτευτική, τουλάχιστον, ιστορία της. Δεν θα μιλήσω πολύ γι’ αυτήν. Την κρίση (οικονομική, κοινωνική, γεωπολιτική) τη βιώνουμε καθημερινά όλοι. Είναι όμως και κρίση πολιτισμού, ίσως κυρίως τέτοια. Η σημερινή κρίση είναι, ωστόσο, και μία ευκαιρία για τους Ελληνες να προσεγγίσουν δυναμικά όλο το φάσμα του παρελθόντος τους και με αυτό να ενοφθαλμίσουν το παρόν τους και να πορευτούν στο μέλλον στην παγκόσμια κοινότητα, χωρίς τα κάθε είδους συμπλέγματα κατωτερότητας ή ανωτερότητας που τους ταλαιπωρούν από ιδρύσεως ελληνικού κράτους. Τίποτε δεν πρέπει να αποποιηθούμε από το πολιτισμικό και ιστορικό παρελθόν τους: αρχαιότητα, Βυζάντιο, ενετική και οθωμανική κατάκτηση, Ανατολή και Δύση, πολυπολιτισμική δυναμικότητα. Να το αγκαλιάσουν σε όλο του το εύρος χωρίς ανασφάλεια αλλά και χωρίς στείρο και ζημιογόνο εθνικισμό και αλαζονεία. Κάθε φορά που στη νεότερη ιστορία τους οι Ελληνες πληθωρικά, χωρίς μέτρο, υπερτιμούσαν τη μία ή την άλλη διάσταση της τόσο πλούσιας ιστορίας τους, εις βάρος όλων των άλλων, οι συνέπειες ήταν οδυνηρές, αν δεν ήταν γελοίες.

Ειδικά σήμερα, εποχή παγκοσμιοποιημένης βιομηχανίας όχι μόνο τεχνολογικών και άλλων υλικών προϊόντων, αλλά και πολιτισμικών, ο κάθε λαός, και βεβαίως και ο ελληνικός, οφείλει να είναι ανοιχτός στην επικοινωνία με όλους τους άλλους λαούς, να προσαρμόζεται, χωρίς στερεότυπα και συντηρητικούς δισταγμούς, σε έναν κόσμο που ολοένα μεταβάλλεται με πρωτόγνωρη ταχύτητα. Ωστόσο, ταυτόχρονα πρέπει να μη λησμονεί, αλλά αντίθετα να διατηρεί, να προάγει με όλη του τη δύναμη, να καταναλώνει, και να εξάγει κι αυτός τα δικά του δημιουργήματα πολιτισμούΠιστεύω βαθιά ότι κάτι τέτοιο μπορεί πολύ πιο αποτελεσματικά, και χάριν του κοινού (για να επικαλεσθώ μία από τις βασικές αξίες που ήθελε να προαγάγει η Πελοποννησιακή Γερουσία), να γίνει κυρίως σε τοπικό επίπεδο. Ας κρατήσουμε λοιπόν σήμερα ως οδοδείκτες δημιουργικού αναστοχασμού της Πελοποννησιακής Γερουσίας -εμβληματικής σημασίας ορόσημο της συγκεκριμένης, αρκαδικής, εντόπιας ιστορίας- τα προτάγματά της της ελευθερίας, του δικαίου και του κοινού.

Ο Π. Ροϊλός είναι καθηγητής Ελληνικών Σπουδών, κάτοχος της Eδρας Γ. Σεφέρη, Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, επιστημονικός εταίρος στο Κέντρο Διεθνών Σχέσεων Weatherhead. Το παρόν είναι το δεύτερος μέρος άρθρου για την Πελοποννησιακή Γερουσία. Προέρχεται από την ομιλία του στην επέτειο της Πελοποννησιακής Γερουσίας, τον Ιούνιο του 2016