Μοιάζει ακούραστη καθώς «γεννά» στην επιφάνεια ολοένα και νέα κομμάτια της ιστορίας της. Ο λόγος για την εύφορη σε αρχαιολογικά ευρήματα γη της Αιγύπτου, που συχνά πυκνά βρίσκεται στην επικαιρότητα χάρη στους εντυπωσιακούς θησαυρούς που φέρνει στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη. Οι δύο πρώτοι μήνες ωστόσο του 2021 αποδείχθηκαν ιδιαιτέρως παραγωγικοί, καθώς ολοένα και σπουδαιότερα ευρήματα ανακοινώνονταν στον διεθνή Τύπο, την ώρα που ο ισχυρός άνδρας της αιγυπτιακής αρχαιολογίας (πρώην υπουργός Πολιτισμού) Ζαχί Χαουάς – ο οποίος γνωρίζει τους όρους του παιχνιδιού της δημοσιότητας εξίσου καλά με την επιστήμη της αρχαιολογίας – προϊδεάζει τη διεθνή κοινότητα ότι εντός του Μαρτίου όλα τα βλέμματα θα στραφούν στην Αίγυπτο καθώς είναι σχεδόν όλα έτοιμα για να παρουσιαστεί «μια σπουδαία ανακάλυψη», όπως τη χαρακτηρίζει.
Κι ενώ κρατά τα χαρτιά του κλειστά, πολλοί πιστεύουν πως ενδεχομένως να μιλήσει για το εύρημα τα ίχνη του οποίου αναζητά δυτικά της Κοιλάδας των Βασιλέων και εκτιμά ότι θα είναι «η ανακάλυψη του 21ου αιώνα»: ο τάφος της βασίλισσας Νεφερτίτης. Κι ενώ ουδείς αμφισβητεί τη σημασία και την ποιότητα των αρχαιολογικών ανακαλύψεων, δεν μπορεί να μην αναλογιστεί και τον χρόνο που επιλέγει να τις παρουσιάσει ο Ζαχί Χαουάς: σε μια εποχή που η παγκόσμια κοινότητα ετοιμάζεται να κάνει το επόμενο βήμα μετά τον εγκλεισμό που έχει επιβάλει η πανδημία, η Αίγυπτος μέσω του ισχυρού πλεονεκτήματός της – του πλούσιου παρελθόντος της – επιχειρεί να αναζωπυρώσει το ενδιαφέρον των επισκεπτών και να κερδίσει ένα κομμάτι του τουρισμού, στον οποίο βασίζεται και τον οποίο έχει χάσει.
Το παλαιότερο νεκροταφείο κατοικιδίων
Εμοιαζαν να κοιμούνται καθώς ήταν ξαπλωμένα στο έδαφος. Στον λαιμό τους κάποια φορούσαν περιλαίμια και στολίδια και κάποια άλλα ήταν σαφές ότι είχαν δεχθεί περιποίηση στα τραύματά τους. Πρόκειται για 600 κατοικίδια – γάτες και σκύλους – που έζησαν στην ακτή της Ερυθράς Θάλασσας πριν από 2.000 χρόνια και η ανακάλυψή τους κάνει τους αρχαιολόγους να μιλούν για το, ενδεχομένως, αρχαιότερο νεκροταφείο κατοικιδίων που έχει ανακαλυφθεί ως σήμερα.
Με άλυτο αίνιγμα έμοιαζε ο εντοπισμός της συγκεκριμένης θέσης στο λιμάνι Βερενίκη (γνωστό και ως Μπαρανίς), όταν ήρθε στο φως προ δεκαετίας, εκτός των τειχών. Χρονολογείται μεταξύ 1ου και 2ου αι. μ.Χ. και όταν το 2017 εντοπίστηκαν τα οστά από 100 γάτες, δεδομένου ότι ο χώρος συνδεόταν με έναν αποθέτη (σημείο απόθεσης απορριμμάτων), θεωρήθηκε ότι τα οστά είχαν πεταχτεί. Η πρόσφατη έρευνα ωστόσο αποκάλυψε κατάλοιπα 585 ζώων που είχαν τοποθετηθεί σε καλά προετοιμασμένους λάκκους. Πολλά ήταν καλυμμένα με υφάσματα ή με σπασμένα κομμάτια αγγείων (όστρακα) και στην πλειονότητά τους επρόκειτο για γάτες (πλέον του 90%), ορισμένες εκ των οποίων φορούσαν μεταλλικά περιλαίμια διακοσμημένα με υαλόμαζα και κοχύλια. Οι σκύλοι αποτελούν περίπου το 5% και υπάρχει κι ένα μικρό ποσοστό μαϊμούδων.
Οι αρχαιολόγοι δεν βρήκαν ενδείξεις μουμιοποίησης, θυσίας ή τελετουργικών πρακτικών και, όπως φαίνεται, τα συγκεκριμένα κατοικίδια πέθαναν από τραυματισμό ή ασθένειες. Η προσεκτική ταφή τους δείχνει τον ισχυρό δεσμό που είχαν αναπτύξει οι ιδιοκτήτες τους μαζί τους, καθώς εκτιμούσαν και τη δράση των μεν γατών ως μυοκτόνων – δεδομένου ότι το λιμάνι θα είχε έντονο πρόβλημα παρουσίας ποντικών -, των δε σκύλων ως φυλάκων.
Ζυθοποιείο από το 3000 π.Χ.
Η Αίγυπτος δεν διεκδικεί μόνο το αρχαιότερο νεκροταφείο κατοικιδίων, αλλά και το αρχαιότερο ζυθοποιείο στον κόσμο, ηλικίας 5.000 ετών. Η εγκατάσταση εντοπίστηκε στην περιοχή της αρχαίας Αβύδου και περιλαμβάνει οκτώ ημιυπόγειες δεξαμενές μήκους 20 μ., πλάτους 2,5 μ. και βάθους 40 εκ. Πλαισιώνονται, δε, από 40 μεγάλους κεραμικούς κάδους διαμέτρου 65-70 εκ. και ύψους 70 εκ., οι οποίοι ενδεχομένως λειτουργούσαν ως δεξαμενές για τη θέρμανση του μείγματος σιτηρών και νερού που χρησιμοποιείται για τη ζύμωση και την παραγωγή μπίρας, η οποία μπορούσε να αγγίξει και τα 22.000 λίτρα κάθε φορά που λειτουργούσαν οι εγκαταστάσεις.
Οι ανασκαφείς – οι οποίοι ξεκίνησαν τις έρευνες το 2018, αλλά πολύ πρόσφατα διαμόρφωσαν σαφή εικόνα και ανακοίνωσαν την ταυτότητα του ευρήματός τους – χρονολογούν το ζυθοποιείο περί το 3000 π.Χ., την εποχή του πρώτου φαραώ της Αιγύπτου Νάρμερ (ταυτίζεται με τον μυθικό βασιλιά Μήνη) που ένωσε τα βασίλεια της Ανω Αιγύπτου και της Κάτω Αιγύπτου. Η μπίρα, σύμφωνα με τα δεδομένα που προκύπτουν από το νέο εύρημα, ενδέχεται να χρησιμοποιούνταν στις τελετές ταφής των πρώτων ηγετών της Αιγύπτου, ενώ ως τώρα ήταν γνωστή η χρήση της κυρίως σε τελετές θυσίας.
Μούμιες με χρυσές γλώσσες
Τη δυνατότητα να μιλήσουν με τους θεούς μετά θάνατον εκτιμούν οι αρχαιολόγοι ότι έδιναν οι χρυσές γλώσσες που εντόπισαν σε δύο μούμιες στα περίχωρα της Αλεξάνδρειας και σε περιοχή όπου ανασκάπτονται 16 ταφικοί θάλαμοι. Δεν έχει καταστεί σαφές αν οι συγκεκριμένοι νεκροί αντιμετώπιζαν κάποιο ανατομικό πρόβλημα στη στοματική τους κοιλότητα όσο βρίσκονταν εν ζωή. Στον ίδιο χώρο επίσης αποκαλύφθηκαν κι άλλα αντικείμενα από χρυσό, όπως μια ταφική προσωπίδα και φύλλα που ανήκαν σε στεφάνι, καθώς και επιχρυσωμένα κοσμήματα με τη μορφή του θεού του Κάτω Κόσμου Οσίριδος. Ο χρυσός στον αρχαίο αιγυπτιακό κόσμο είχε ιδιαίτερη αξία καθώς συνδεόταν με την αιωνιότητα επειδή δεν χάνει τη λάμψη του και για τον λόγο αυτόν χρησιμοποιούνταν ιδιαιτέρως στις ταφές των φαραώ.
Η γλώσσα από χρυσό – που είναι εντυπωσιακό μεν, αλλά όχι μοναδικό εύρημα -, σύμφωνα με τους αρχαιολόγους, θα χρησίμευε στον νεκρό για να μπορεί να φάει και να πιει, καθώς οι Αιγύπτιοι πίστευαν ότι οι λειτουργίες αυτές συνεχίζονται και μετά θάνατον, αλλά και για να επικοινωνήσει με τον Οσιριν. Ενδέχεται, ωστόσο, να αποτελεί απόηχο και του αρχαιοελληνικού ταφικού εθίμου της δανάκης, του νομίσματος δηλαδή που οι αρχαίοι Ελληνες έβαζαν στο στόμα του νεκρού ώστε να πληρώσει τα ναύλα στον Χάρωνα για να τον περάσει με τη βάρκα του στην άλλη όχθη του Αχέροντα ποταμού (ή του ποταμού της Στυγός). Οι μούμιες δεν διατηρούνται σε πολύ καλή κατάσταση και χρονολογούνται στο τέλος της ελληνιστικής και στις αρχές της ρωμαϊκής περιόδου.
Η Ναέρτ και το Βιβλίο των Νεκρών
Ούτε μία, ούτε δύο, αλλά 50 ξύλινες σαρκοφάγοι ήρθαν στο φως με την αυγή του 2021, μαζί με έναν ταφικό ναό αφιερωμένο σε μια βασίλισσα του Παλαιού Βασιλείου και ένα απόσπασμα από το Βιβλίο των Νεκρών μήκους 4 μ. – στη νεκρόπολη της Σαχάρα, νότια του Καΐρου -, που χρονολογούνται στην εποχή του Νέου Βασιλείου (1570-1069 π.Χ.). Αν και οι ανασκαφές είχαν ξεκινήσει προ δεκαετίας δίπλα στην πυραμίδα του Τετί – του πρώτου φαραώ της έκτης δυναστείας του Παλαιού Βασιλείου που κυβέρνησε από το 2345 έως το 2333 π.Χ. -, δεν είχε βρεθεί κάποιο στοιχείο που να διευκολύνει την ταυτοποίηση των ευρημάτων. Στις πολύ πρόσφατες έρευνες ωστόσο βρέθηκε ότι το συγκρότημα που αποτελείται από έναν πέτρινο ναό και τρεις αποθήκες έχει ταφικό χαρακτήρα και συνδέεται με τη σύζυγο του Τετί, βασίλισσα Ναέρτ, καθώς βρέθηκε χαραγμένο το όνομά της σε δύο σημεία.
Η βασίλισσα ήταν άγνωστη, σύμφωνα με τους αρχαιολόγους, οι οποίοι επισημαίνουν ότι το εν λόγω εύρημα προσθέτει μια νέα σελίδα στην ιστορία της Αιγύπτου. Οι σαρκοφάγοι – οι πρώτες ηλικίας 3.000 ετών που εντοπίζονται στην περιοχή – εκτιμάται πως ανήκαν σε πιστούς της λατρείας του φαραώ Τετί, η οποία καθιερώθηκε μετά τον θάνατό του και συνεχίστηκε για τουλάχιστον 1.000 χρόνια. Οσο για το απόσπασμα από το Βιβλίο των Νεκρών, πρόκειται για έναν πάπυρο διαστάσεων 4×0,9 μ. που έχει εγγεγραμμένο και το όνομα του ιδιοκτήτη του.
Εγχειρίδιο μουμιοποίησης σε ιατρικό κείμενο
Ενα εγχειρίδιο για την τέχνη της μουμιοποίησης και μάλιστα «κρυμμένο» μέσα σε ένα ιατρικό κείμενο που αφορά την ίαση παθήσεων του δέρματος εντοπίστηκε αυτή τη φορά όχι στο πεδίο, αλλά στη βιβλιοθήκη. Είναι ο τρίτος πάπυρος που έχει βρεθεί με οδηγίες για μια τεχνική που, όπως φαίνεται, οι αρχαίοι Αιγύπτιοι προτιμούσαν να διατηρούν διά της προφορικής παράδοσης και να μη μαρτυρούν πολλές λεπτομέρειες γραπτώς. Οι πληροφορίες εντοπίστηκαν στον λεγόμενο πάπυρο Λούβρου – Κάρλσμπεργκ (επειδή βρίσκεται κατά το ήμισυ στο Μουσείο του Λούβρου και κατά το ήμισυ στη Συλλογή Κάρλσμπεργκ στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης) που χρονολογείται στο 1450 π.Χ. και όσα αναφέρονται στο συγκεκριμένο έγγραφο δεν είναι γνωστά από άλλες πηγές, καθώς αφορούν την προετοιμασία του κεφαλιού για τη μουμιοποίηση.