*Μετάφραση: Αλεξάνδρα Πράσσα
Στα μέσα του 17ου αιώνα, καθώς η Βρετανία προσπαθούσε να καταπολεμήσει επιδημίες ευλογιάς, πανούκλας και τύφου, ο Τζον Γκραντ, που σε μεγάλο βαθμό θεωρείται ο πατέρας της επιδημιολογίας, άρχισε να μελετά ενδελεχώς πιστοποιητικά θανάτου που εκτείνονταν σε βάθος τεσσάρων δεκαετιών, και τα οποία είχαν συλλέξει οι κλητήρες των συνοικιών.
Αυτού του είδους οι «Λογαριασμοί Θνησιμότητας», όπως συνειδητοποίησε μέχρι το 1666, θα μπορούσαν να κρύβουν την απόδειξη μιας απλής ιδέας: Οι επιδημίες δεν τελειώνουν όταν η ασθένεια εξαφανίζεται, αλλά όταν οι θάνατοι επιστρέφουν σε φυσιολογικούς αριθμούς.
Αυτή η μέτρηση της θνησιμότητας, αργότερα θα έπαιρνε ένα όνομα που έχουμε ακούσει αμέτρητες φορές στη διάρκεια της χρονιάς: «πλεονάζοντες θάνατοι». Σχεδόν 400 χρόνια αργότερα, ο Άντριου Πόλαρντ, επικεφαλής των ερευνών για το εμβόλιο της Οξφόρδης, παρουσίασε μια αντίστοιχη άποψη για την Covid-19. «Το τέλος της πανδημίας δεν θα είναι και το τέλος του ιού – θα είναι το τέλος των αφόρητων πιέσεων στα συστήματα υγείας», τόνισε μιλώντας στους Financial Times. «Αν μπορούμε να τον μεταμορφώσουμε σε κάτι πιο άκακο, τότε το τέλος της πανδημίας θα είναι κοντά».
Από την αρχή της χρονιάς, καθώς στελέχη με υψηλότερη μεταδοτικότητα αυξάνουν τα νέα κρούσματα σε όλο τον κόσμο και οι κυβερνήσεις επεκτείνουν τα lockdown, πολλοί από εμάς έχουμε αισθανθεί ότι αυτή η κατάσταση δεν θα τελειώσει ποτέ.
Όμως, η ιστορία δεν συμφωνεί με αυτό το φόβο. Οι πανδημίες κάποια στιγμή τελειώνουν – όμως το τέλος τους σπανίως έρχεται αναίμακτα. Οι ασθένειες δεν συνηθίζουν να εξαλείφονται τόσο εύκολα και οι εξάρσεις ποτέ δεν τελειώνουν παντού ταυτόχρονα.
Η Γρίπη Τύπου Α, που διαθέτει πολλαπλά στελέχη και κυκλοφορεί σε όλο τον κόσμο, αποτελεί κλασικό παράδειγμα μιας ασθένειας που έλαβε διαστάσεις πανδημίας πριν υποχωρήσει, μόνο και μόνο για να επιστρέφει αδιάκοπα, σε απρόβλεπτα κύματα, από την πρώτη της εμφάνιση σε ανθρώπινους πληθυσμούς στα τέλη του 16ου αιώνα.
Μια εξαιρετικά ισχυρή μορφή της ήταν η ισπανική γρίπη, που έδωσε την πανδημία του 1918-20. Οι ιστορικοί της υγείας εξακολουθούν να διαφωνούν για το πώς τελείωσε αυτή η εξαιρετικά φονική πανδημία. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι μόλυνε αρκετό πληθυσμό, ώστε να δημιουργηθεί τείχος φυσικής ανοσίας. Άλλοι λένε ότι με την πάροδο του χρόνου μεταλλάχθηκε με τρόπους που την κατέστησαν λιγότερο φονική. Σε κάθε περίπτωση, τα βίαια ξεσπάσματά της συνεχίστηκαν σε όλο τον κόσμο μέχρι και το 1922.
Το πρώτο εμβόλιο που παρείχε προστασία απέναντι στη Γρίπη Τύπου Α αναπτύχθηκε στη διάρκεια της δεκαετίας του ’40, όμως δεν έσβησε όλες τις εστίες της. Συγγενικά στελέχη της ισπανικής γρίπης ευθύνονταν για το ξέσπασμα της Ασιατικής Γρίπης το 1957, την πανδημία γρίπης του Χονγκ Κονγκ του 1968 και, φυσικά, εξακολουθούν να κυκλοφορούν κάθε χρόνο, έναν ολόκληρο αιώνα αργότερα.
«Αν καταφέρουμε να φτάσουμε σε ένα σημείο όπως αυτό της γρίπης, που οι περισσότεροι άνθρωποι την ξεπερνάνε με ευκολία, δηλαδή να έχουμε κάθε χρόνο μια περίοδο κοροναϊού, τότε θα μπορούμε να αντεπεξέλθουμε», εξηγεί ο Πόλαρντ στους FT.
Η εμπειρία της γρίπης
Όπως και η Γρίπη Τύπου Α, έτσι και ο κοροναϊός κατά πάσα πιθανότητα δεν πρόκειται να εξαλειφθεί ποτέ. Αντ’ αυτού, με την πάροδο του χρόνου το πιθανότερο είναι να καθίσταται λιγότερο επικίνδυνος.
Οι πανδημίες τελειώνουν όταν «μεταμορφώνονται από κάτι που ως κοινωνίες θεωρούμε απαράδεκτο, σε πράγματα που μπορούν να καταστούν φονικά, όμως μόνο σε συγκεκριμένες περιπτώσεις», εξηγεί η Έρικα Τσάρτερς, αναπληρώτρια καθηγήτρια ιστορίας της υγείας στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.
Οι επιστήμονες αναφέρονται σε αυτή τη μετάβαση ως τη στιγμή κατά την οποία μια ασθένεια που κάποτε προκαλούσε επιδημίες ή πανδημίες πλέον καθίσταται ενδημική.
Σε πρόσφατη έκθεση, η Τσάρτερς και η ανεξάρτητη ερευνήτρια Κρίστιν Χέιτμαν όρισε αυτή τη στιγμή ως «το σημείο κατά το οποίο ο χαρακτήρας επείγοντος που είχε το ξέσπασμα της νόσου έχει περιοριστεί επαρκώς ώστε η προσοχή του κοινού να στρέφεται προς τις κοινωνικές και ηθικές κρίσεις που έχει προκαλέσει ή αποκαλύψει η ασθένεια».
Με τον κοροναϊό, το κρυμμένο κόστος θα μπορούσε να αφορά τα 168 εκατ. παιδιά σε όλο τον κόσμο που έχουν χάσει σχεδόν μια ολόκληρη σχολική χρονιά, σύμφωνα με τη UNICEF. Ή τις 114 εκατ. θέσεις εργασίας που χάθηκαν στη διάρκεια του 2020, σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Εργασίας.
Σε ορισμένες χώρες, η ζυγαριά έχει ήδη αρχίσει να γέρνει προς αυτές τις ανησυχίες. Ίσως αποτελέσουν το επίκεντρο του ενδιαφέροντος του κοινού πριν καν μια κυβέρνηση ή διεθνής οργανισμός, όπως ο ΠΟΥ, κηρύξουν επισήμως το «τέλος» της πανδημίας.
Η εξαίρεση της ευλογίας
Η ευλογιά είναι μία από τις ελάχιστες πανδημίες που τελείωσαν κυριολεκτικά. Όμως η εξαίρεση, στην οποία αναφέρονται συχνά οι επιδημιολόγοι, αποτελεί και παράδειγμα προς αποφυγή.
Η εκστρατεία εξάλειψης της ασθένειας, που ταλαιπωρούσε την ανθρωπότητα επί χιλιετίες και έχει εντοπιστεί ακόμη και σε μούμιες Αιγυπτίων Φαραώ, ξεκίνησε το 1966 και ολοκληρώθηκε στη Σομαλία, το 1979.
«Αυτό που μας διδάσκει η ευλογιά, είναι ότι δεν αρκεί ένα εμβόλιο για να εξαλειφθεί μια ασθένεια», προειδοποιεί ο Αλεξάντρ Γουάιτ, αναπληρωτής καθηγητής ιστορίας της υγείας στο Πανεπιστήμιο Johns Hopkins. Το εμβόλιο της ευλογιάς αναπτύχθηκε αρχικά στη Βρετανία, στη διάρκεια του 18ου αιώνα, όμως οι δυτικοί γιατροί δεν ενδιαφέρονταν ιδιαίτερα να μεταφέρουν το εμβόλιο σε απομακρυσμένες γωνιές του πλανήτη, μέχρι που η αύξηση των διεθνών μετακινήσεων απείλησε να «αναστήσει» την ασθένεια.
Η ευλογιά κόστισε τη ζωή σε 500 εκατ. ανθρώπους στη διάρκεια του 20ου αιώνα και μόνο. Το εμβολιαστικό πρόγραμμα εντέλει έτυχε το σκοπό του, όμως η επιτυχία του αυτή απέκρυψε μια πιο άσχημη πλευρά του: Το γεγονός ότι η εκστρατεία κατέστη εκβιαστική και βίαιη κατά τις τελευταίες τις ημέρες.
«Γυναίκες και παιδιά συχνά ανασύρονταν βίαια κάτω από τα κρεβάτια τους, πίσω από τις πόρτες του σπιτιού τους, μέσα από τα λουτρά», έγραψε ο Στάνλεϊ Μιούζικ, έμπειρος επιδημιολόγος του ΠΟΥ και απεσταλμένος του οργανισμού το 1973 στο Μπαγκλαντές, όπου ορισμένοι πολίτες εξακολουθούσαν να αντιστέκονται στα εμβόλια. «Όταν κλείδωναν τις πόρτες τους, εμείς τις σπάζαμε και τους εμβολιάζαμε».
Μεγάλο μέρος της επιφύλαξης των μαύρων, ασιατικών και μειονοτικών κοινοτήτων απέναντι στο εμβόλιο του κοροναϊού, μπορεί να αναχθεί, σύμφωνα με ορισμένους ειδικούς, στην εκμετάλλευση και τον συχνά βάναυσο χαρακτήρα που διέθεταν εμβολιαστικές εκστρατείες του παρελθόντος.
«Είναι βέβαιο ότι τα εμβόλια είναι σημαντικό όπλο εναντίον της εξάπλωσης μεταδοτικών ασθενειών, όμως βλέπουμε επίσης και τους κινδύνους της αποτυχίας να διενεργήσουμε μια καμπάνια εμβολιασμού με συμπονετική φύση», επισημαίνει ο Γουάιτ.
Για ποιον τελειώνουν οι πανδημίες;
Η ιστορία μας δείχνει και κάτι ακόμη: Οι πανδημίες ποτέ δεν τελειώνουν ταυτόχρονα για όλους. Η πολιομυελίτιδα ανήκει στο παρελθόν για την Ευρώπη, την αμερικανική ήπειρο και την Αυστραλία, όμως παραμένει επιμόνως απειλητική σε συγκεκριμένες περιοχές της Αφρικής και της νοτιοανατολικής Ασίας.
«Ένας τρόπος να τελειώσει μια πανδημία, είναι να μετατραπεί σε πρόβλημα κάποιου άλλου», υποστηρίζει στους FT η Ντόρα Βάργκα, λέκτορας στις ανθρωπιστικές επιστήμες της υγείας στο πανεπιστήμιο Exeter.
Η πρώτη εκτεταμένη επιδημία πολιομυελίτιδας καταγράφηκε στις ΗΠΑ το 1894 και κορυφώθηκε το 1952, όταν σχεδόν 60.000 παιδιά μολύνθηκαν, χιλιάδες εκ των οποίων έμειναν παράλυτα και 3.000 έχασαν τη ζωή τους.
Οι Αμερικανοί ιολόγοι Δρ. Τόμας Φράνσις και Δρ. Τζόνας Σαλκ, ο δημιουργός του εμβολίου της γρίπης, εφηύραν ένα εμβόλιο πολιομυελίτιδας το 1955 και μέχρι το 1979 είχαν καταφέρει να εξαλείψουν πλήρως τη νόσο στις ΗΠΑ.
Η διανομή των εμβολίων πολιομυελίτιδας στις δεκαετίες του 1960 και 1970 κινήθηκαν με αντίστοιχους ρυθμούς στην Ευρώπη και τη Σοβιετική Ένωση, όμως οι εκστρατείες που πραγματοποιήθηκαν στον παγκόσμιο νότο σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν εξίσου επιτυχείς. Η Αφρική εντέλει χαρακτηρίστηκε απαλλαγμένη από την πολιομυελίτιδα φέτος τον Αύγουστο. Όμως τον Νοέμβριο το Νότιο Σουδάν κατέγραψε νέα κρούσματα πολιομυελίτιδας, αυτή τη φορά ως παρενέργεια του εμβολίου – μια σπάνια μορφή της ασθένειας που προκύπτει όταν το αποδυναμωμένο στέλεχος που περιλαμβάνεται στο εμβόλιο μεταλλάσσεται.
Σύμφωνα με τη Βάργκα, η πολιομυελίτιδα απέδειξε ότι «η ισότιμη διανομή του εμβολίου είναι πολύ σημαντική», όμως ταυτόχρονα απαιτούνται και επαρκείς ιατρικές υποδομές και επενδύσεις προκειμένου η εκστρατεία να κριθεί επιτυχής.
Με τον κοροναϊό, την ευθύνη αυτή φέρει σε μεγάλο βαθμό το σχέδιο Covax, το οποίο έχει την υποστήριξη του ΠΟΥ και έχει ως στόχο να διασφαλίσει ότι όλες οι χώρες θα έχουν πρόσβαση σε εμβόλια. Μέχρι στιγμής, η πρόοδος του προχωρά με πιο αργούς ρυθμούς από το επιθυμητό, όμως τον περασμένο μήνα κατάφερε να παραδώσει κάποια εμβόλια της AstraZeneca σε λίγα αφρικανικά κράτη.
Το εμβόλιο δεν είναι αρκετό
Όμως επειδή ακριβώς τα εμβόλια δεν αποτελούν τη μόνη λύση στο πρόβλημα, δεν πρέπει να αποτελέσουν και τη μοναδική κληρονομιά της πανδημίας, τονίζει ο Τόμας Μπόλικι, συνεργάτης της Επιτροπής Διεθνών Σχέσεων της Ουάσινγκτον, στο βιβλίο του Plagues and the Paradox of Progress.
Πανδημίες όπως η χολέρα και ο κίτρινος πυρετός, που κάποτε σύντριβαν τις αμερικανικές πόλεις κάθε 10 ή 15 χρόνια σταδιακά εξαφανίστηκαν, σύμφωνα με τον Μπόλικι, όχι εξαιτίας των εμβολίων, αλλά μέσα από επενδύσεις στην υγιεινή και την καθαριότητα.
Όταν ξέσπασε η πανδημία του κοροναϊού, ένας από τους λόγους που ορισμένα κράτη υπέφεραν, ήταν το γεγονός ότι τα συστήματα υγείας τους ήδη ήταν αποδυναμωμένα. Ο ΠΟΥ ήταν επίσης σε δύσκολη θέση, καθώς εξαρτιόταν σε πολύ μεγάλο βαθμό από φιλανθρωπικές οργανώσεις και από τον ιδιωτικό τομέα, για να αναπληρώσει την ασυνέπεια των συνδρομών των κρατών-μελών του.
Οι πανδημίες έχουν την τάση να αποκαλύπτουν την αποτυχία μας να επενδύσουμε στις ιατρικές υποδομές και να απαιτούν από τις κυβερνήσεις να προχωρήσουν σε ριζικές αλλαγές για να εξασφαλίσουν ότι δεν θα επιστρέψουν και πάλι, αναφέρει ο Μπόλικι.
«Το ερώτημα είναι: Θα γίνουν αυτή τη φορά οι ίδιες κοινωνικές μεταρρυθμίσεις που έφεραν το τέλος των περασμένων πανδημιών;»