Εχει πάρει ήδη κεντρική θέση στην αίθουσα του πρώτου ορόφου στο ολοκαίνουργιο κτίριο της Εθνικής Πινακοθήκης. Εκεί όπου φιλοξενούνται έργα ιστορικής ζωγραφικής, αλλά και το αφιέρωμα στην επέτειο για τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση. Μπροστά της βρίσκονται ακόμη απλωμένα τα χαρτόνια συσκευασίας και κάτω από την κορνίζα της σε ένα χαρτάκι κολλημένο με μπλε ταινία μπορεί να διαβάσει κάποιος την ταυτότητά της. Είναι «Η Ελλάς ευγνωμονούσα» (1858), ο πίνακας του Θεόδωρου Βρυζάκη που απεικονίζει την Ελλάδα ως αρχαιοπρεπώς ενδεδυμένη γυναίκα που έχει σπάσει τις αλυσίδες της σκλαβιάς, πλαισιωμένη από τους αγωνιστές του 1821.
Λίγα μόλις μέτρα πιο πίσω, κρυμμένο πίσω από μια ειδική φορητή σκαλωσιά για τη ρύθμιση του φωτισμού, βρίσκεται ένα ακόμη έργο του ίδιου ζωγράφου, επτά χρόνια νεότερο: «Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ευλογεί τη σημαία της Επανάστασης». Στο ενδιάμεσο εργάτες, μεταφορείς, ειδικοί για τον φωτισμό, κινούνται με προσοχή, διορθώνουν τις τελευταίες λεπτομέρειες, ακολουθούν τις παρατηρήσεις των επιμελητών, υπό το άγρυπνο βλέμμα της διευθύντριας της Εθνικής Πινακοθήκης, Μαρίνας Λαμπράκη – Πλάκα, ώστε να είναι όλα έτοιμα για τα εγκαίνια της 24ης Μαρτίου, όπως είχαν προαναγγελθεί πριν από ενάμισι χρόνο, όταν ακόμη το έργο είχε χαρακτηριστεί ως «λιμνάζον εργοτάξιο».
Η υπουργός Πολιτισμού
«Στις 8 Αυγούστου του 2019 ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης όρισε την ημέρα των εγκαινίων της Πινακοθήκης. Τηρούμε τη δέσμευση, παρά τις τεράστιες δυσκολίες του έργου στην εξέλιξη του, αλλά και τις δυσχερείς συνθήκες λόγω πανδημίας. Για να επιλυθούν τεχνικές δυσχέρειες, που συνεχώς προέκυπταν, και καθυστερήσεις – κυρίως στην προμήθεια εισαγόμενων υλικών- χρειάστηκαν ατελείωτες ώρες συνεργασίας, υπομονής και επιμονής ανθρώπων αφοσιωμένων, αλλά και στιβαρός συντονισμός. Το εργοτάξιο, τον Ιούλιο 2019, ήταν πράγματι λιμνάζον» λέει στα «ΝΕΑ» η υπουργός Πολιτισμού, Λίνα Μενδώνη, 12 ημέρες πριν από τα εγκαίνια.
«Στους 20 μήνες ανατρέψαμε την κατάσταση. Και εγώ και ο γενικός γραμματέας Γιώργος Διδασκάλου είμαστε παρόντες στο εργοτάξιο με συνεχείς αυτοψίες, που εντάθηκαν το τελευταίο εξάμηνο. Οι υπηρεσίες του ΥΠΠΟΑ και της Πινακοθήκης, τα στελέχη του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος – που προσέφερε τα 13 από το συνολικό κόστος των 60 εκατ. ευρώ – και ο ανάδοχος συντονίστηκαν και με όχι συνήθεις ρυθμούς, ολοκληρώνουν το έργο. Σήμερα, η φυσική μας παρουσία στην Πινακοθήκη είναι καθημερινή. Σε ένα σύνθετο έργο προβλήματα ανακύπτουν συνεχώς. Οφείλουμε να τα λύνουμε επιτόπου. Είναι ένα στοίχημα, που θέλουμε να κερδίσουμε για την Ελλάδα», συνεχίζει.
Οι εκθεσιακοί χώροι υπερδιπλασιάστηκαν (20.760 τ.μ. έναντι 9.720 τ.μ.), γεγονός που επιτρέπει να εκτεθούν 1.000 έργα από τις μόνιμες συλλογές έναντι των 480 που παρουσιάζονταν στην προηγούμενη έκθεση, ενώ επίσης υπάρχει χώρος περιοδικών εκθέσεων 2.000 τ.μ., αμφιθέατρο και δύο καφέ – εστιατόρια. «Οι πολύτιμες συλλογές της Εθνικής Πινακοθήκης δεν έχουν τίποτε να ζηλέψουν από τις αντίστοιχες των λοιπών ευρωπαϊκών πρωτευουσών. Το παλαιό κτίριο της Πινακοθήκης, κηρυγμένο ως νεότερο μνημείο από το ΥΠΠΟΑ, δεν εξυπηρετούσε τις ανάγκες μιας σύγχρονης Πινακοθήκης. Οι χώροι ήταν ανεπαρκείς και δεν επέτρεπαν την ανάπτυξη των συλλογών, στις οποίες πορεύονται παράλληλα η ιστορία της ελληνικής τέχνης με την ιστορία του ελληνικού κράτους. Το κτίριο σήμερα εξασφαλίζει υπερσύγχρονες υποδομές, ενώ οι χώροι υπερδιπλασιάζονται. Η απόδοση της Πινακοθήκης αποτελεί συμβολικό γεγονός με διεθνή απήχηση. Η Πινακοθήκη στην καρδιά της Αθήνας αποτελεί νέο προορισμό για το διεθνές φιλότεχνο κοινό, ενδυναμώνοντας την πολιτιστική φυσιογνωμία της πρωτεύουσας, τον τουρισμό και την οικονομία, έννοιες αλληλένδετες στο σύγχρονο περιβάλλον», καταλήγει η υπουργός Πολιτισμού.