Η 17η Μαρτίου του 1821 είναι μία από τις ενδοξότερες ημέρες του Αγώνα των Ελλήνων για την Ελευθερία.
Από τις 24 Φεβρουαρίου, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης έχει κηρύξει από τη Μολδοβλαχία την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης και λίγες ημέρες αργότερα η φλόγα αυτή ξεπηδά και στον ελλαδικό χώρο.
Σαν σήμερα, πριν από ακριβώς 200 χρόνια, υψώνεται, στην Τσίμοβα της Μάνης (σημερινή Αρεόπολη), από πελοποννήσιους οπλαρχηγούς και πρόκριτους της Μάνης η σημαία της Επανάστασης. Την ίδια ημέρα ο Υψηλάντης υψώνει τη σημαία της επανάστασης στο Βουκουρέστι, ενώ σύμφωνα με πολλές ιστορικές πηγές, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ευλογεί τα άρματα των επαναστατών και το λάβαρο της Επανάστασης στην Αγία Λαύρα.
Ένα από τα κομβικότερα σημεία στην εξέλιξη των γεγονότων ήταν η στάση που θα επέλεγε να κρατήσει ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, ο ισχυρότερος των προκρίτων του Μοριά και αυτό, το γνώριζε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης καλύτερα απ’ τον καθένα.
Το «ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», της 28ης Οκτωβρίου του 1930 αναφέρει:
«Ο Κολοκοτρώνης με τοn Μούρτζινο και τους άλλους δικούς του αρχίζει, από τη Σκαρδαμούλα, την κίνησι για μια σύσκεψι των προεστών της Μάνης, στις Κιτριές με το Μαυρομιχάλη. Γνωρίζει σ’ όλους τα γραφόμενα του Υψηλάντη. Τονίζει το μεγάλο κίνδυνο να χαθεί ο αγώνας. Θέλει να φέρη τον Πετρόμπεη αντιμέτωπο της κοινής βοής, να τον φιλοτιμήση, να τον παρασύρη. Μερικά περιστατικά έρχονται να τον βοηθήσουν».
Το καθοριστικότερο από αυτά τα «περιστατικά» είναι η άφιξη στις Κιτριές του Γρηγόριου Δικαίου, του Παπαφλέσσα.
«Ενώνοντας την προσπάθειά του με τον Κολοκοτρώνη, ενεργεί τη σύσκεψι των Κιτριών. Χρειάστηκαν πολλές συνεδριάσεις για να καταφέρουν τον Πετρόμπεη. Ούτε ο Κολοκοτρώνης, ούτε ο Αναγνωσταράς, ούτε ο Νικηταράς ήτανε σ’ αυτές της συνεδριάσεις. Ήταν ξένοι, είχαν καμία θέσι. Ο Δικαίος μόνο παρουσιάστηκε σαν «προσωρινός αντιπρόσωπος του επιτρόπου της Αρχής».
Με την ιδιότητα λοιπόν του απεσταλμένου του επικεφαλής της Φιλικής Εταιρείας, Αλέξανδρου Υψηλάντη, ο Παπαφλέσσας έβαλε όλη του την πειθώ, που σε μεγάλο βαθμό βασιζόταν στην τέχνη της εξαπάτησης, προκειμένου να πείσει τον Μαυρομιχάλη να εγκρίνει την έναρξη της επανάστασης. Για καλή τύχη των Ελλήνων, ο Παπαφλέσσας γνώριζε το «κουμπί» του Μαυρομιχάλη.
Διηγείται ο Αμβρόσιος Φραντζής: «Καθώς ο ίδιος έλεγεν ύστερον, αυτός τον ηπάτησεν, υπισχνούμενος αυτώ ενόρκως πολλάς επισήμους ωφελείας και επί πάσαις αυταίς ότι ο αντιπρόσωπος της Ρωσικής Αυτοκρατορίας Αλέξανδρος Υψηλάντης θέλει αποκαταστήση τον Μαυρομιχάλην κύριον της Πελοποννήσου».
Ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης πείσθηκε.
«Ως της δεκαεπτά Μαρτίου έπρεπε σύμφωνα με της αποφάσεις που επήραν, να ετοιμασθούν και να σηκώσουν τ’ άρματα στη Μάνη. (…) Ο Αναστάσης Μαυρομιχάλης κι ο Πικουλάκης παρουσιάζονται στον καϊμακάμη (σ.σ. της Τριπολιτσάς). Δίνουν υπόσχεση ότι, αν τους αφήση να κατέβουν στη Μάνη, θα μπορέσουν μαζί με τον πατέρα τους να σβύσουν οποιοδήποτε κίνημα παρουσιαζότανε».
Ο καϊμακάμης επιτρέπει μόνο στον Πικουλάκη να φύγει από την Τριπολιτσά, δίνει όμως την άδεια στον Αναστάση Μαυρομιχάλη, γιο του Πετρόμπεη «να πάρη όλα τα γεννήματα και τα λάδια, που ήταν στης δημόσιες αποθήκες, να στρατολογήση και να χτυπήση κάθε αντάρτη».
Έτσι, ο Αναστάστης Μαυρομιχάλης όχι μόνο συγκροτεί στρατό αλλά έχει και την άδεια των Οθωμανών.
Εν τω μεταξύ στην Τσίμοβα, στην πλατεία του χωριού, οι Μανιάτες ορθώνουν το λάβαρο της επανάστασης και ο ιερέας του ναού των Ταξιαρχών ευλογεί τα όπλα των επαναστατών.
«Ορκίζομαι,
εις το όνομα του Παντοδύναμού μας Θεού,
εις το όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού
και της Αγίας Τριάδος,
να χύσω και την υστέραν ρανίδα του αίματός μου,
υπέρ πίστεως και Πατρίδος.
»Ορκίζομαι,
να μη βλέψω εις τα όπισθεν
εάν δεν αποδιώξω τον εχθρόν της Πατρίδος
και της Θρησκείας μου.
»Ορκίζομαι,
«Ή Ταν ή επί Τας» και «Νίκη ή Θάνατος»
υπέρ Πίστεως και Πατρίδος».
Το κείμενο βασίστηκε σε υλικό του Ιστορικού Αρχείου των εφημερίδων «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ».