Μπορεί να έχουν το προβάδισμα στην αποκαλούμενη «διπλωματία των εμβολίων». Μπορεί να παράγουν τα δικά τους σκευάσματα και να μην τίθεται, θεωρητικά, θέμα κάλυψης της ζήτησης, πρωτίστως στο εσωτερικό τους.
Ωστόσο και η Ρωσία, και η Κίνα, και η Ινδία βλέπουν τα προγράμματα εμβολιασμού των μεγάλων πληθυσμών τους να προχωρούν με αργούς ρυθμούς.
Οι αιτίες είναι ποικίλες. Κυμαίνονται ότι από το αχανές των εδαφών τους και τη δυσκολία διανομής εμβολιών σε όλα τα μήκη και τα πλάτη τους, έως τη βαθιά καχυποψία των πολιτών για την ασφάλεια των εγχώριας παρασκευής σκευασμάτων και έναν διάχυτο – απατηλό κατά τους ειδικούς – εφησυχασμό ότι η πανδημία σταδιακά υποχωρεί, παρά τις μεταλλάξεις.
Όπως και να έχει, γεγονός είναι ότι επίτευξη συλλογικής ανοσίας δείχνει τώρα δύσκολα επιτεύξιμη, βάσει των αρχικών εθνικών χρονοδιαγραμμάτων.
Κάτι που, πρακτικά, «μεταφράζεται» σε βραδύτερη επιστροφή στην κανονικότητα και, πιθανόν, προσκόμματα και στον σχεδιασμό άλλων κρατών, π.χ. για μαζική προσέλκυση τουριστών από αυτές τις χώρες…
ΡΩΣΙΑ
Με πάνω από 91.000 νεκρούς και 4,5 εκατομμύρια κρούσματα από την αρχή της πανδημίας, είναι η τέταρτη πιο βαριά πληττόμενη χώρα από τον κοροναϊό στον κόσμο.
Κι αν και παρασκευάστρια του πολυδιαδεδομένου Sputnik V -και όχι μόνον- θεωρείται μάλλον απίθανο η Ρωσία να πετύχει τον στόχο που έχει θέσει για εμβολιασμό του 60% του πληθυσμού, επί συνόλου 146 εκατομμυρίων κατοίκων.
Ενδεικτικά, το ποσοστό των Ρώσων που έχουν ήδη εμβολιαστεί με την πρώτη ή και τις δύο δόσεις φτάνει το 5,3%.
Πρόσφατη δημοσκόπηση του ινστιτούτου Levada δείχνει ότι μόλις το 30% δηλώνει πρόθυμο να εμβολιαστεί με το Sputnik-V.
Παρά τις επίσημες εκτιμήσεις ότι το ρωσικό σκεύασμα είναι αποτελεσματικό 91,6% κατά του κοροναϊού, το 37% των ερωτηθέντων πολιτών λέει ότι φοβάται τις παρενέργειες. Ένα 30% εκτιμά ότι το Sputnik V δεν έχει ελεγχθεί επισταμένως. Το 64% πιστεύει ότι πρόκειται για βιολογικό όπλο.
Η έλλειψη εμπιστοσύνης στη ρωσική κυβέρνηση αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα εμπόδια, παρατηρεί ο Σεργκέι Ριμπακάφ του (συνδεδεμένου με την αντιπολίτευση) σωματείου υγειονομικών «Συμμαχία Γιατρών», που άσκησε πρόσφατα δριμεία κριτική στο Κρεμλίνο για τον χειρισμό της πανδημίας.
«Χρέος του κράτους είναι να δείξει ότι το εμβόλιο είναι αναγκαίο και ασφαλές», λέει ο Ριμπακάφ στον Guardian. «Στη Ρωσία, αυτό δεν έχει γίνει στον βαθμό που θα έπρεπε. Πρέπει να δώσεις στον κόσμο να καταλάβει ότι είναι πιο επικίνδυνο να μην κάνει το εμβόλιο, από το να το κάνει»…
KINA
Αν και το Πεκίνο ενέκρινε για εσωτερική χρήση από τον περασμένο Ιούλιο τα πρώτα εγχώρια παρασκευής εμβόλια, μέχρι σήμερα μόλις το 4% του κινεζικού πληθυσμού έχει λάβει έστω και μία δόση.
«Μία από τις βασικές αιτίες είναι η γενική πεποίθηση ότι στην Κίνα ο κίνδυνος μόλυνσης από τον κοροναϊό είναι πια χαμηλός», εξηγείο Γιαντζόνγκ Γουάν, διευθυντής του Κέντρο Μελετών Παγκόσμιας Υγείας στο πανεπιστήμιο Σέτον Χολ στις ΗΠΑ.
Πράγματι, λόγω κυρίως των κατά τόπους lockdown που επιβάλλει η κινεζική κυβέρνηση, με το που εντοπίζεται μία εστία έξαρσης της νόσου, ο ημερήσιος αριθμός νέων κρουσμάτων παραμένει στη χώρα χαμηλός. Χθες, για παράδειγμα, καταγράφηκαν μόλις 19 φορείς του κοροναϊού, εκ των οποίων οι 15 ασυμπτωματικοί.
Σε κάθε περίπτωση, το Πεκίνο έχει θέσει ως στόχο να έχει εμβολιαστεί το 40% του πληθυσμού της Κίνας (1,4 δισεκατομμυρία) μέχρι τον Ιούλιο. Κοντολογίς, μέσα σε μόλις τέσσερις μήνες.
Ένα έργο τιτάνιο, η υλοποίηση του οποίου προϋποθέτει τη χορήγηση 4 εκατομμυρίων δόσεων σε ημερήσια βάση (από 640.000 που χορηγούνται σήμερα καθημερινά, βάσει των επίσημων στοιχείων).
Για τις κινεζικές φαρμακοβιομηχανίες, η πρόκληση θα είναι τεράστια, καθώς καλούνται ήδη να καλύψουν την προμήθεια τουλάχιστον 463 εκατομμυρίων δόσεων κινεζικών εμβολίων σε χώρες του εξωτερικού, με τις οποίες το Πεκίνο έχει κλείσει συμφωνίες.
«Ανακοινώσεις [Κινέζων] παρασκευαστών των εμβολίων υποδεικνύουν ότι η ετήσια παραγωγή θα μπορούσε να φτάσει τα 3,6 δισεκατομμυρία δόσεις έως το τέλος του έτους», γράφει το πρακτορείο Reuters: «3,1 δισεκατομμύρια δόσεις από τα τρία ήδη εγκεκριμένα σκευάσματα διπλής δόσης και 500 εκατομμύρια μονοδοσικά εμβόλια».
Θεωρητικά, αυτή η ποσότητα πράγματι αρκεί για να εμβολιαστεί όλος ο πληθυσμός της Κίνας και η χώρα να τηρήσει τις δεσμεύσεις της απέναντι σε τρίτες χώρες, ως εξαγωγός ή/και δωρητής εμβολίων.
Ωστόσο, επισημαίνει το Reuters, «καμία από τους παρασκευάστριες εταιρείες των εγκεκριμένων εμβολίων – η China National Pharmaceutical Group (Sinopharm), η CanSino Biologics Inc (CanSinoBIO) ή η Sinovac Biotech Ltd – δεν έχει δημοσιοποιήσει αναλυτικά στοιχεία για τις δόσεις που παράγουν σήμερα, μετά και την τελευταία αύξηση της παραγωγής τους».
ΙΝΔΙΑ
Δεύτερη πολυπληθέστερη χώρα παγκοσμίως, με 1,37 δισεκατομμύρια κατοίκους, και μία από τις μεγαλύτερες παρασκευάστριες εμβολίων στον κόσμο (το Serum Institute of India παρασκευάζει μεγάλες ποσότητες του σκευάσματος των AstraZeneca/πανεπιστημίου Οξφόρδης), η Ινδία έχει καταφέρει να εμβολιάσει μόλις το 2,14% του πληθυσμού της.
Για την ακρίβεια, από τα μέσα Ιανουαρίου (οπότε άρχισε το εθνικό πρόγραμμα εμβολιασμού) μέχρι και σήμερα έχουν χορηγηθεί μόλις στο 0,35% των κατοίκων της και οι δύο δόσεις των εμβολίων που χρησιμοποιούνται στη χώρα: της AstraZeneca και του εγχώριας κατασκευής Covaxin της εταιρείας Bharat Biotech.
Εάν η Ινδία συνεχίσει με αυτούς τους ρυθμούς, υπολογίζεται ότι θα χρειαστούν 12,6 χρόνια για να εμβολιάσει το 70% του πληθυσμού και να πετύχει το στόχο συλλογικής ανοσίας…
Εδώ και δύο εβδομάδες, πάντως, οι αρχές προσπαθούν να επιταχύνουν τη διαδικασία, με τη ένταξη ιδιωτικών κλινικών στο πρόγραμμα εμβολιασμού και με την προσθήκη περισσότερων ομάδων προτεραιότητας στη λίστα των ραντεβού (τώρα όσοι είναι άνω των 60 ετών ή άνω των 45 ετών εάν ανήκουν σε ευπαθείς ομάδες).
Με αυτά και με άλλα, αυτή την εβδομάδα οι χορηγούμενες δόσεις έφτασαν τα 3 εκατομμύρια σε ημερήσια βάση. Εάν διατηρηθούν αυτοί οι ρυθμοί, τονίζουν ειδικοί, τότε μπορεί να έχει εμβολιαστεί το 20% του ινδικού πληθυσμού μέχρι τα τέλη Αυγούστου.
Μεγάλο εμπόδιο παραμένει η καχυποψία των πολιτών, την οποία πυροδότησε η απόφαση των αρχών να προχωρήσουν στη χορήγηση του Covaxin πριν καν ανακοινωθούν τα αποτελέσματα της τρίτης φάσης των κλινικών δοκιμών του και, στη συνέχεια, επέτεινε η απροθυμία των υγειονομικών να κάνουν το ινδικό εμβόλιο (αποτελεσματικότητας 81%, σύμφωνα με τα μέχρι στιγμής διαθέσιμα στοιχεία).
Τη διστακτικότητα τροφοδοτεί επίσης το γεγονός ότι, από τον περασμένο Σεπτέμβριο, οι νέες μολύνσεις έχουν σαφώς μειωθεί στη χώρα, όπου η μέση ηλικία είναι μόλις τα 28 έτη και ο κοροναϊός μετρά 160.000 νεκρούς: το ένα τρίτο συγκριτικά με όσους Ινδούς πέθαναν πέρυσι από φυματίωση.
Οι ενδείξεις πάντως πληθαίνουν ότι η Ινδία παραδίδεται τώρα στο δεύτερο κύμα της πανδημίας. Μέσα στις πρώτες δύο εβδομάδες του Μαρτίου, τα νέα κρούσματα κοροναϊού ξεπέρασαν τα 100.000.
Η κυβέρνηση του πρωθυπουργού Ναρέντρα Μόντι αποδίδει την απότομη αύξηση περισσότερο στο ότι πολλοί πολίτες δεν εφαρμόζουν τις συστάσεις για χρήση μάσκας και τήρηση αποστάσεων, παρά στα παραλλαγμένα στελέχη του ιού.
Όπως και να έχει, ινδικά ΜΜΕ θεωρούν βέβαιη την επιβολή, ανά κρατίδια, νέας καραντίνας.