Πέρυσι, η Καθαρή Δευτέρα ήταν 2 Μαρτίου. Και τώρα που τη βλέπουμε από απόσταση ενός και πλέον χρόνου, μοιάζει σαν να ήταν η τελευταία «γιορτή» της κοινωνικής και υπαρξιακής μας αθωότητας. Μαγκωμένοι ήδη και αμήχανοι, ανέτοιμοι απέναντι στο άγνωστο που ερχόταν, όπως πάντα είναι οι άνθρωποι απροετοίμαστοι για τις μεγάλες ανατροπές, ακόμη και αν αυτές έχουν προαναγγελθεί. Ισως διότι, κατά βάθος, πιστεύουν ότι ποτέ δεν θα γίνουν.

Η περσινή Καθαρή Δευτέρα ήταν η τελευταία φορά που καθίσαμε πολλοί άνθρωποι γύρω από ένα μεγάλο τραπέζι. Που σκεφτόμασταν ποιοι φίλοι μπορεί να ήταν μόνοι τέτοια μέρα και σπεύδαμε να τους καλέσουμε έστω και την τελευταία στιγμή. Που αγκαλιαζόμασταν, που φιλιόμασταν, που κάναμε δυνατές χειραψίες. Που προγραμματίζαμε τις ζωές μας. Και δίναμε ραντεβού για την επόμενη μάζωξη της 25ης Μαρτίου «για μπακαλιάρο και σκορδαλιά στου Βαγγέλη». Και που τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης γέμιζαν φωτογραφίες με χαρταετούς. Ξέραμε για τον κορωνοϊό, μιλούσαμε για επικείμενο κλείσιμο των σχολείων, μεγάλες εκδηλώσεις είχαν ήδη αναβληθεί. Μα εμείς ποτίζαμε την αισιοδοξία μας με την πεποίθηση του «θα περάσει κι αυτό». Ακόμη και οι πιο απαισιόδοξοι έλεγαν ότι τον Απρίλιο θα είχαμε το peak της πανδημίας και το καλοκαίρι θα καθαρίζαμε. Αναρωτιέμαι, αν τότε ξέραμε πώς θα ήμασταν φέτος, θα το αντέχαμε; Πολύ αμφιβάλλω.

Αιωνιότητα

Από την περσινή Καθαρή Δευτέρα πέρασε ένας χρόνος και μια «αιωνιότητα». Αυτή η «αιωνιότητα» που καθορίζεται από την κατάργηση των αυτονόητων. Από ένα μοναχικό Πάσχα που το ακολούθησε ένα καλοκαίρι υπό περιορισμό. Και ύστερα ήρθαν οι γιορτές χωρίς γιορτές, χωρίς δώρα, χωρίς μαζώξεις με φίλους, χωρίς ξενύχτια, με απογευματινά ρεβεγιόν και κάτι γκουμούτσες κομμάτια βασιλόπιτας – τι να κάνεις όταν κόβεις βασιλόπιτα για τέσσερα άτομα. «Από το παράθυρό μας πέρασε το καλοκαίρι» όπως λένε οι στίχοι του Ιάκωβου Καμπανέλλη στο τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη, πέρασε και η περσινή «χαμένη άνοιξη», και το φθινόπωρο και ο χειμώνας. Πέρασε ένας χρόνος και «δίπλωσε» αυτή η παράξενη Καθαρή Δευτέρα.

Μια γκρίζα μέρα με κάτι σαν προανάκρουσμα βροχής και αφρικανική σκόνη να θολώνει την ατμόσφαιρα η προχθεσινή. Εναν χαρταετό είδα όλον κι όλον στον ορίζοντα, εκεί που τα περασμένα χρόνια δεν προλάβαινα να τους μετρήσω και να τους ξεχωρίσω από τα μπαλόνια με ήλιον. Και σαν να μου θύμισε τον «τρελό του χωριού», αυτόν που επιμένει στη δική του πραγματικότητα. Κάποια στιγμή, μάλλον έσπασε η καλούμπα του και ψήλωσε στη δική του αυτόνομη τροχιά. Σαν να έπαιρνε μαζί του την «παλιά» μας ζωή. Αυτήν που ακόμη και αν δεν συμμετείχαμε στις λεγόμενες «οικογενειακές γιορτές», τις θέλαμε να είναι εκεί για να μπορούμε να τις σνομπάρουμε. Να μελαγχολούμε τα Χριστούγεννα, να μας εκνευρίζουν οι Απόκριες, για να έχουμε το άλλοθι ότι είμαστε «αντισυμβατικοί».

Η πανδημία έδωσε τον τίτλο και μας προχώρησε με συνοπτικές διαδικασίες σε μια εποχή που το «πριν» καταρρέει και το «μετά» είναι ακόμη θολό. Και επειδή το «μετά» ο καθένας το φαντάζεται όπως μπορεί κι αντέχει, αυτή η μεταβατική ανάμεσα στο παλιό και το καινούργιο περίοδος είναι, όπως πάντα ήταν, η εποχή των τεράτων. Ναι, δεν θα σκάσει ο κόσμος στα χέρια μας – εδώ δεν έσκασε στα χέρια αυτών που έζησαν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Θα αλλάξει όμως όπως άλλαξε και τότε, όπως αλλάζει κάθε τόσο. Και σε αυτόν τον καινούργιο κόσμο «θα ζήσουμε, θείε Βάνια».