Οριακή μείωση, κατά 0,5%, κατέγραψαν στη διάρκεια της τελευταίας πενταετίας (2016-20 έναντι 2011-15) οι εξοπλισμοί σε διεθνές επίπεδο, κάτι που συμβαίνει για πρώτη φορά έπειτα από το 2001. Οπως σημειώνει στην καθιερωμένη έκθεσή του το σουηδικό ινστιτούτο Sipri, που ειδικεύεται στο συγκεκριμένο θέμα, η εξέλιξη αυτή οφείλεται ανάμεσα στα άλλα και στην εμφάνιση της Covid-19, καθώς «η πανδημία είχε επιπτώσεις, τόσο στις παραδόσεις (οπλικών συστημάτων) όσο και στην υπογραφή νέων συμβολαίων».
Παρ’ όλα αυτά, όπως σημειώνουν οι συντάκτες της έκθεσης, η αξία του παγκόσμιου εμπορίου οπλικών συστημάτων παραμένει κοντά στα υψηλότερα επίπεδα που έχουν καταγραφεί μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, των 75 δισ. δολαρίων ετησίως. Την ίδια στιγμή, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι ανακατατάξεις που σημειώθηκαν σε επίπεδο κορυφής σε αυτό το διάστημα.
Πιο συγκεκριμένα, οι τρεις στους πέντε κορυφαίους εξαγωγείς είδαν τις επιδόσεις τους να ενισχύονται σημαντικά. Οι ΗΠΑ παραμένουν στην πρώτη θέση, αυξάνοντας τις εξαγωγές τους κατά 15% και το μερίδιό τους από το 32% στο 37%, με τους καλύτερους πελάτες τους να είναι οι χώρες του Κόλπου, η Αυστραλία, η Ν. Κορέα και το Ισραήλ. Τη θέση τους ενίσχυσαν επίσης η Γαλλία, με το μερίδιό της να αυξάνεται από το 5,6% στο 8,2% και η Γερμανία, που από το 4,5% βρέθηκε στο 5,5%, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι συνολικά στην ΕΕ αναλογεί το 26% των παγκόσμιων εξαγωγών οπλικών συστημάτων.
Αντιθέτως, υποχώρηση καταγράφηκε για τις εξαγωγές της Ρωσίας, η οποία ναι μεν παραμένει δεύτερη αλλά είδε το μερίδιό της στις συνολικές εξαγωγές να υποχωρεί από το 26% στο 20% – σε μεγάλο βαθμό λόγω της μεγάλης μείωσης των αγορών από την Ινδία, η οποία είναι η σημαντικότερη αγορά της. Η δε Κίνα έπεσε από το 5,6% στο 5,2%, γεγονός που της στέρησε την τέταρτη θέση.
Πρωτιά εισαγωγών
Σε επίπεδο εισαγωγέων, πρώτη παραμένει η Σαουδική Αραβία, έχοντας αυξήσει το μερίδιό της από το 7,1% στο 11%. Συνολικά οι χώρες της Μέσης Ανατολής μείωσαν σημαντικά το άνοιγμα της ψαλίδας που τις χωρίζει από εκείνες της Ασίας-Ωκεανίας. Για του λόγου το αληθές, την πενταετία 2016-20 το μερίδιό τους επί του συνόλου έφτασε στο 33% έναντι 26% την αμέσως προηγούμενη, όταν για την Ασία-Ωκεανία τα αντίστοιχα ποσοστά είναι 42% και 45%.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα στοιχεία και οι εκτιμήσεις του Sipri για την περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου. Οπως σημειώνει, «αρκετές χώρες που εμπλέκονται σε διαμάχες αναφορικά με τα δικαιώματα που αφορούν την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων υδρογονανθράκων ενισχύουν τις ναυτικές τους δυνάμεις».
Οσον αφορά την Αίγυπτο, σύμφωνα με τα στοιχεία του ινστιτούτου, οι εισαγωγές οπλικών συστημάτων αυξήθηκαν κατά 136% την πενταετία 2016-2020 σε σύγκριση με την αμέσως προηγούμενη, με αποτέλεσμα η χώρα να καταστεί ο τρίτος μεγαλύτερος εισαγωγέας παγκοσμίως – με βασικούς προμηθευτές τις Γαλλία, Γερμανία και Ρωσία. Αντιθέτως, η Τουρκία είδε τις δικές της εισαγωγές να μειώνονται το ίδιο διάστημα κατά 59%, κυρίως εξαιτίας της ανάπτυξης της εγχώριας πολεμικής βιομηχανίας, αλλά και της ρήξης με τις ΗΠΑ αναφορικά με την αγορά μαχητικών F-35.
Ειδικότερα δε για την Ελλάδα, η έκθεση διαπιστώνει ότι ενώ την περίοδο 2001-05 ήταν ο τρίτος μεγαλύτερος εισαγωγέας οπλικών συστημάτων παγκοσμίως, η οικονομική κρίση την οδήγησε στην 41η θέση για την πενταετία 2016-20.