Σήμερα, Παγκόσμια Ημέρα Υπνου, που λειτουργεί κάθε χρόνο υπενθυμιστικά για την ευεργετική δράση του ύπνου στη σωματική και ψυχική υγεία. Εφέτος, όμως, η ημέρα αυτή έχει ξεχωριστή σημασία και βαρύτητα καθώς ο ιός SARS-C0V-2 έχει… κλέψει και τη νυχτερινή γαλήνη αρκετών πολιτών ανά τον κόσμο, διαταράσσοντας ακόμη περισσότερο την καθημερινότητά τους. Και αυτό διότι εν μέσω πανδημίας το στρες έχει λάβει προβληματικές διαστάσεις: Το αίσθημα της μόνιμης απειλής που βιώνουν οι περισσότεροι άνθρωποι, το άγχος του αποχωρισμού από αγαπημένα πρόσωπα, η μοναξιά, η αβεβαιότητα, η οικονομική αστάθεια… δημιουργούν ένα πολύπλοκο «κόμπο» στο στομάχι.
Οπως σημειώνει με νόημα η ψυχολόγος Michelle Drerup του Κέντρου Διαταραχών Υπνου της κλινικής «Cleveland», δεν αποτελεί έκπληξη ότι το στρες και ο ύπνος είναι δύο… αμφίρροπες δυνάμεις. «Κάθε τύπος στρες αποτελεί συνήθως αιτία πυροδότησης διαταραχών του ύπνου όπως είναι η αϋπνία, η δυσκολία να αποκοιμηθεί κανείς ή η διακοπή του ύπνου μέσα στη νύχτα».
Εκτός όμως από το τεράστιο άγχος στο οποίο έχουμε «βυθιστεί» τον τελευταίο χρόνο – για όλους εκείνους τους λόγους που έχουν αναλυθεί – η πανδημία έχει διαταράξει παράλληλα σε βάθος την καθημερινότητά μας. «Και αυτό περιλαμβάνει δραστηριότητες που βρίσκονται στον πυρήνα των συνηθειών μας, όπως το κλείσιμο των σχολείων, των γυμναστηρίων, των εργασιακών χώρων».
Εκθεση στο φως του ήλιου
Παράλληλα, όμως, η αναγκαστική παραμονή στα σπίτια μας είναι ακόμη ένας παράγοντας που πιθανόν να διαταράσσει το μοτίβο του ύπνου, σύμφωνα με την ειδικό. Πιο συγκεκριμένα, η έλλειψη έκθεσης στο ηλιακό φως που ρυθμίζει το κιρκάδιο σύστημα, απορρυθμίζεται με τη συνεχή παραμονή μας σε χώρους με τεχνητό φως. Ομως, η έκθεση στο φως του ήλιου, ειδικά το πρωί, είναι σημαντική, καθώς μειώνει την παραγωγή της μελατονίνης, κάνοντας τον οργανισμό να «ξυπνάει». Αν αποφεύγεται τελείως ο ήλιος, ο εγκέφαλος υποθέτει πως δεν συντρέχει λόγος να σταματήσει την παραγωγή της συγκεκριμένης ορμόνης, δημιουργώντας έτσι το αίσθημα της κούρασης.
Η Dr. Drerup υπογραμμίζει εντούτοις ότι το συσσωρευμένο στρες σε συνδυασμό με την αϋπνία, επιδρούν αρνητικά στην υγεία με αποτέλεσμα να βάλλεται μεταξύ άλλων και το ανοσοποιητικό σύστημα.
Και καθώς το σώμα υποφέρει όταν η αϋπνία γίνεται χρόνιο πρόβλημα, είναι πιθανόν να προκληθούν και άλλα προβλήματα υγείας όπως είναι η ανάπτυξη ή η επιδείνωση καρδιαγγειακών και μεταβολικών νοσημάτων – ενδεικτικά αναφέρεται η αύξηση σωματικού βάρους, ο σακχαρώδης διαβήτης και η αρτηριακή πίεση.
Φαύλος κύκλος
Παράλληλα και καθώς τα περιοριστικά μέτρα «παγώνουν» τις ζωές μας είναι δύσκολο να ξεφύγει κανείς από αυτόν τον φαύλο κύκλο. Πιο συγκεκριμένα και όπως εξηγεί η ειδικός, η κούραση που προκαλεί η αϋπνία σταματά τους περισσότερους από το να ασκηθούν ή να κάνουν πράγματα που βελτιώνουν τη διάθεσή τους – με τις επιλογές να είναι ούτως ή άλλως «φτωχές» εν μέσω lockdown.
Εν τω μεταξύ και σύμφωνα με τη Dr. Drerup αρκετοί είναι εκείνοι που βλέπουν ιδιαίτερα έντονα όνειρα, αποτέλεσμα επίσης του άγχους που προκαλεί η πανδημία. Αντλώντας εμπειρίες από τις περιγραφές των ασθενών της εξηγεί ότι αρκετοί νιώθουν κουρασμένοι ακόμη και όταν ξυπνούν από τον ταραγμένο τους ύπνο.
Ο ύπνος «δείκτης ψυχολογικής υγείας» στα παιδιά
Από τον Ιπποκράτη, είναι ήδη γνωστή η αξία του ύπνου για την καλή υγεία του ανθρώπου, υπογραμμίζει στο «Ενθετο Υγεία», ο Γεράσιμος Α. Κολαΐτης, καθηγητής και διευθυντής Παιδοψυχιατρικής Κλινικής ΕΚΠΑ, ΓΝΠ «Η Αγία Σοφία», διευθυντής Σπουδών ΠΜΣ Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ «Ψυχική Υγεία και Ψυχιατρική Παιδιών & Εφήβων».
Μάλιστα, τελευταία υπάρχει αυξανόμενο ενδιαφέρον σ’ αυτόν τον τομέα από επιστήμονες διαφορετικών κλάδων εξαιτίας των τεκμηριωμένων ερευνητικά επιπτώσεων του προβληματικού ύπνου στη λειτουργικότητα παιδιών και εφήβων σε διάφορους τομείς.
Σύμφωνα με τον ειδικό «τα προβλήματα ύπνου στα νεαρά άτομα είναι συχνά, αν και μερικές φορές περιστασιακά και σχετιζόμενα με τις φάσεις ανάπτυξης ενός παιδιού όπως π.χ. νυχτερινοί τρόμοι (3%), εφιάλτες (10-50%) και η υπνοβασία (6-15%). Πολλά περισσότερα όμως σχετίζονται με ένα ευρύ φάσμα ψυχικών διαταραχών, ενώ μακροχρόνιες μελέτες δείχνουν ότι τα προβλήματα ύπνου αποτελούν επιπλέον σήμα κινδύνου για την ανάπτυξη δυσκολιών αργότερα στη ζωή ή αόρατο κίνδυνο, δεδομένου ότι συχνά περνούν απαρατήρητα από γονείς και ειδικούς».Για παράδειγμα και σύμφωνα με τον καθηγητή, στις νευροαναπτυξιακές διαταραχές όπως π.χ. τη Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής Υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ), την επιληψία, το σύνδρομο Down, τον αυτισμό και σύνδρομα (π.χ. Asperger, Williams), τα προβλήματα ύπνου είναι συχνά.
Κατάθλιψη. Επιπλέον, στην κατάθλιψη συναντούμε συχνά προβλήματα ύπνου, κυρίως του τύπου της αϋπνίας (34% στους εφήβους έναντι 16% στα παιδιά, σύμφωνα με μια κλινική μελέτη). «Είναι σημαντικό ότι η ύπαρξη προβλημάτων ύπνου έχει συσχετιστεί με τη βαρύτητα της κατάθλιψης και την παρουσία αυτοκτονικότητας, ιδιαίτερα οι εφιάλτες σε εφήβους. Εχει επίσης αναφερθεί συσχέτιση κατάθλιψης με αποφρακτική άπνοια ύπνου (OSA), οπότε η αφαίρεση αδενοειδών εκβλαστήσεων και αμυγδαλών συνέβαλε στη βελτίωση της κατάθλιψης. Οι σοβαρές δυσκολίες ύπνου σε μικρά παιδιά αποτελούν προγνωστικό παράγοντα ανάπτυξης κατάθλιψης στην ενηλικίωση, εύρημα που δεν επιβεβαιώνεται από άλλες μελέτες».
Πιο συγκεκριμένα, έρευνες σε παιδιά και εφήβους με διαταραχές άγχους έχουν δείξει υψηλά επίπεδα (μέχρι και 90%) προβλημάτων ύπνου. «Γενετικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες ευθύνονται για τις συσχετίσεις ύπνου και κατάθλιψης/άγχους, μέσω σύνθετων νευροορμονικών επιδράσεων. Μελέτη έδειξε ότι το να κοιμούνται οι γονείς τέκνων με άγχος μαζί τους, επηρεάζει πιθανώς την ποιότητα ύπνου και ενισχύει τα επίπεδα άγχους των παιδιών. Αλλη μελέτη δίχρονων νηπίων έδειξε ότι η παρουσία των γονέων δίπλα τους προτού αυτά αποκοιμηθούν, σχετιζόταν με συμπτώματα άγχους και κατάθλιψης μετά από ένα χρόνο».
Τεχνικές πρόληψης. Είναι επιπλέον ενδιαφέρον ότι διάφορες μορφές τραύματος όπως π.χ. η παιδική κακοποίηση και οι συγκρούσεις στην οικογένεια, συνδέονται με προβλήματα ύπνου στην ενήλικη ζωή, σημειώνει ο ειδικός.
Προσθέτει, εντούτοις, πως σήμερα «διαθέτουμε αρκετές τεχνικές πρόληψης και διαχείρισης των προβλημάτων ύπνου στις μικρές ηλικίες όπως π.χ. καλή υγιεινή ύπνου, συμπεριφορικές ή γνωσιακές παρεμβάσεις, φαρμακοθεραπεία. Οι θεραπείες μπορούν να έχουν και γενικότερες θετικές επιδράσεις όπως π.χ. στο κλάμα, την ευερεθιστότητα και την αίσθηση ασφάλειας του μικρού παιδιού, ενώ απ’ αυτές ωφελούνται και οι γονείς τους».
Μελλοντικές μελέτες προβλημάτων ύπνου σε περισσότερες ψυχικές διαταραχές, στους υποκείμενους μηχανισμούς σύνδεσης, καθώς και μελέτες θεραπείας του ύπνου για παιδιά διαφόρων ηλικιών και συνοσηρών δυσκολιών, «θα μας διαφωτίσουν σχετικά με τις θετικές επιδράσεις της θεραπείας και σε άλλους τομείς της ανάπτυξης, πέραν της άμεσης επίδρασης στον ύπνο», υπογραμμίζει ο κ. Κολαΐτης. Και καταλήγει: «Αν και τονισμένη η αξία του ύπνου για την υγεία του ανθρώπου από την εποχή του Ιπποκράτη, μόλις τελευταία οι επιστήμονες που τον μελετούν φαίνεται να ξυπνάνε».